H ιστορία της Βραζιλίας σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο θυμίζει πολύ το θεατρικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό». Οπως οι θεατές στο έργο του Μπέκετ προετοιμάζονται από τα δρώμενα για τον ερχομό του Γκοντό, που στο τέλος δεν έρχεται, αφήνοντας μία αίσθηση κενού, μία απογοήτευση και ένα τεράστιο, αναπάντητο ερωτηματικό στο κοινό, το ίδιο ακριβώς νομίζω ότι συμβαίνει με τη «σελεσάο».
Ο διαφημιστικός βομβαρδισμός με τα πολύ έξυπνα, απολαυστικά και απίθανα διαφημιστικά της ΝΙΚΕ μάς έχει κάνει να πιστέψουμε ότι στο γήπεδο θα δούμε μία 11άδα, άντε 10άδα- ποδοσφαιριστών που θα κάνουν απίθανα κόλπα, τακουνάκια, ποδιές, ψαλίδια, τρίγωνα (όχι Πανοράματος, αν και πολλά από αυτά που καμιά φορά κάνουν οι Βραζιλιάνοι είναι απείρως «γευστικότερα»). Εχουμε πιστέψει ότι θα δούμε μία ομάδα που θα παίζει το ultra θεαματικό ποδόσφαιρο και θα νικά κατά κράτος κάθε αντίπαλο.
Το jogo bonito, το ωραίο παιχνίδι, ήταν ένα διαφημιστικό σλόγκαν που επέλεξε η ΝΙΚΕ για να υποστηρίξει την ακριβότερη στρατηγική μάρκετινγκ που αφορά μία ποδοσφαιρική ομάδα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο δεν είναι θεαματικό και ιδιαίτερα ελκυστικό. Κάθε άλλο. Ακόμα όμως και στα παιχνίδια του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος που παρακολουθούμε από τον ΑΝΤ1, δεν βλέπουμε το «90λεπτο της ποδοσφαιρικής μαγείας».
Ναι, υπάρχουν ορισμένες ατομικές ενέργειες ή κάποιοι συνδυασμοί που γοητεύουν, αλλά δεν είναι συχνό φαινόμενο. Είναι όμως συχνότερο απ' ό,τι σε ένα παιχνίδι ανάμεσα σε δύο ευρωπαϊκές ομάδες που δεν έχουν Βραζιλιάνους ή Αργεντινούς στη σύνθεσή τους. Η ατομική κατάρτιση και το ποδοσφαιρικό ταλέντο των Λατίνων γενικά -και των Βραζιλιάνων ειδικότερα- είναι μοναδικά. Ο τρόπος που κινείται το κορμί τους στην ντρίμπλα θυμίζει μία φιγούρα της σάμπα. Αλλωστε, σάμπα και ποδόσφαιρο είναι τα δύο πράγματα που όλοι οι Βραζιλιάνοι μαθαίνουν με απίστευτη ευκολία από παιδιά. Συμπληρώστε το γεγονός ότι από τα πράγματα -για τους πολλούς η ζωή είναι πολύ δύσκολη σε αυτή την τεράστια χώρα των 180 εκατομμυρίων κατοίκων-, η φαντασία είναι πολύτιμη για να τα βγάλουν πέρα. Και αυτή η φαντασία, επειδή έχουμε να κάνουμε με μία χώρα που, παρά τα όσα υπονοεί το μότο στη σημαία τους, η οργάνωση και το «σύστημα» συναντώνται σπάνια, βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο παιχνίδι, στο ποδόσφαιρο.
Μία φράση του Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα μετά το παιχνίδι με την Γκάνα μάλλον βάζει τα πράγματα στη θέση τους. «Αναρωτιέμαι», είπε ο προπονητής της Βραζιλίας, «γιατί η Βραζιλία είναι υποχρεωμένη να παίζει όμορφο ποδόσφαιρο και οι άλλες ομάδες όχι. Οταν μπορούμε να παίξουμε θεαματικά, το κάνουμε. Δεν είμαστε εναντίον του θεαματικού ποδοσφαίρου. Αντίθετα, το εκτιμούμε. Αλλά πολύ περισσότερο από το να παίζουμε θεαματικά, μάς ενδιαφέρει να κερδίσουμε το Παγκόσμιο Κύπελλο». Μάλιστα. Ξανάρχεται στο προσκήνιο το παλιό ερώτημα για τον σκοπό και τα μέσα. Ενα ερώτημα οι παράμετροι του οποίου έχουν εμπλουτιστεί απεριόριστα σε ό,τι αφορά τη Βραζιλία. Η πρώτη δουλειά της «σελεσάο» –και κάθε άλλης ομάδας που μεταβάλλεται σε επιχείρηση- δεν είναι να προσφέρει θέαμα στους φιλάθλους.
Η πρώτη δουλειά της είναι να προφέρει κοινό στους διαφημιστές. Αυτοί είναι άλλωστε που πληρώνουν τα μεγάλα συμβόλαια. Μην ξεχνάτε ό,τι συνέβη με τον Ρονάλντο στον τελικό του 1998, όταν πάνω του είχε βασίσει η ΝΙΚΕ την καμπάνια της για το καινούργιο ποδοσφαιρικό παπούτσι που είχε λανσάρει εκείνη την εποχή. Από τη στιγμή που τα αποτελέσματα έχουν πλέον τόσο μεγάλη οικονομική σημασία στο ποδόσφαιρο, μην περιμένετε να δείτε σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο το θέαμα που προσδοκάτε.
Δεν πρέπει να σας διαφεύγει επίσης ότι όλοι οι ποδοσφαιριστές φθάνουν σε αυτό το τουρνουά με πολλά παιχνίδια στα πόδια τους, άρα η κούραση παίζει τον ρόλο της. Και για να γυρίσω στη Βραζιλία, μία ομάδα οι παίκτες της οποίας παίζουν όλοι –ή σχεδόν όλοι- σε ευρωπαϊκές ομάδες και έχουν κατανοήσει τη σπουδαιότητα της αγωνιστικής πειθαρχίας, το πλούσιο πιάτο του θεάματος θα το προσφέρει σαν γλυκό μόνον αφού η ίδια θα έχει χορτάσει την πείνα της με το κύριο πιάτο. Δηλαδή, μόνον όταν θα έχει διασφαλίσει το αποτέλεσμα και τον στόχο της.
Ενα μυστικό φανερώθηκε
Γενικά είμαι πολύ πράος άνθρωπος. Ιδίως από τότε που σταμάτησα στο ραδιόφωνο να βγάζω γραμμές στον αέρα. Η μόνη στιγμή που ο χαρακτήρας μου εμφανίζει τη δυσκαμψία ενός χορευτή της «Λίμνης των Κύκνων» που φορά βατραχοπέδιλα είναι όταν ξυπνάω. Δεν αντέχω ομιλίες, θορύβους, κουβέντες και πράγματα που δεν βρίσκονται στη θέση τους.
Ας πούμε, την πετσέτα προσώπου, που δεν πρέπει να είναι πολύ μακριά από τον νιπτήρα. Ή τον καφέ με το γιαούρτι και το φρούτο στο τραπέζι του πρωινού. Κοιμάμαι βαριά και όταν ξυπνήσω -σε μία λογική ώρα μετά τις 10- θέλω μία περίπου ώρα μέχρι να αρθρώσω την πρώτη ολοκληρωμένη φράση μου, που συνήθως συμπυκνώνεται σε ένα μεστό «ναι» ή «όχι», ενίοτε και ένα ελαφρά τραβηγμένο, αν και κάπως βαρύ, «μμμμμμμ...».
Δεν μου αρέσει να αγχώνομαι. Κινούμαι αργά και μερικές φορές δίνω στους γύρω μου την εντύπωση ότι το ριπλέι είναι μία ταχύτητα που μπορώ να πετύχω ύστερα από σκληρή προπόνηση, την οποία αποφεύγω για λόγους αρχής. Στις διακοπές μου, για να επιλέξω ένα ξενοδοχείο πρέπει να σερβίρει πρωινό μέχρι τις 11.30. Ολη η διαδικασία του εν ευρεία έννοια πρωινού ξυπνήματος είναι μία αυστηρά καθορισμένη τελετουργία, που τηρείται με ευλάβεια.
Μία τελετουργία που περιλαμβάνει, μετά το γιαούρτι και το φρούτο, την ανάγνωση της «SportDay» παράλληλα με τον καφέ. Τσιγάρο εδώ και ένα χρόνο δεν προβλέπεται λόγω της αίρεσης στην οποία ανήκω: της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας. Το πρώτο κείμενο που αναζητώ, όχι για να το διαβάσω, αλλά απλώς για να βεβαιωθώ ότι υπάρχει στην εφημερίδα, είναι το δικό μου.
Η τρομοκρατία των Τσοχοχελάκηδων, που έχει αναγορεύσει σε άγιο της δημοσιογραφίας τον Μπαλή εξαιτίας της στωικότητας με την οποία αποδέχεται το κόψιμο των περίτεχνων –αν και κάπως μακροσκελών- χαϊκού του αυτοκινήτου, έχει καταδικάσει όλους μας να ζούμε μέσα σε μία αγχώδη αβεβαιότητα. Το αμέσως επόμενο κείμενο που αναζητώ είναι του Αντώνη Πανούτσου. Αυτό το διαβάζω αργά και ολόκληρο. Είναι τα διόδια που περνάω για να εξασφαλίσω την ομαλή μετάβαση από τα σκοτάδια του ασυνείδητου στον πραγματικό κόσμο.
Προχθές όμως, διαβάζοντας στη στήλη του Αντώνη για το μέλλον του καταστήματος Σκόρδα, ξαφνικά πάγωσα. Αμέσως μετά οργίστηκα. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι ο Αντώνης γράφει χωρίς να έχει πιει. Μία δεύτερη σκέψη, λογικότερη, απέκλεισε την πρώτη. «Αν δεν έχει πιει, δεν αναπνέει, άρα δεν γράφει». Το πιο καλά φυλαγμένο μυστικό της ζωής μου ήρθε στο φως. Διαβάζοντας ξανά, προσεκτικότερα αυτή τη φορά, διαπίστωσα ότι ο Αντώνης είχε μία τυπική και επιβεβλημένη δημοσιογραφική συμπεριφορά, τύπου Bob Woodward. Εκανε το καθήκον του. Η αποκάλυψη του μυστικού μου συντελέστηκε χάρη στη μεσολάβηση ενός χαμερπούς –και προφανώς αργυρώνητου- ρουφιάνου. Λοιπόν, τον προειδοποιώ (τον ρουφιάνο). Θα τον βρω. Το τι θα συμβεί μετά, το αφήνω στη φαντασία του. Αν δεν έχει, ας βρει έναν καλό πλαστικό χειρούργο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






