To 1990, όταν διοργάνωσαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, οι Ιταλοί είχαν την καλύτερή τους εθνική ομάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Μία ομάδα που είχε εκτός 16άδας παίκτες όπως ο Ρομπέρτο Μαντσίνι και ο Κάρλο Αντσελότι, οι οποίοι αλλού θα έκαναν τη διαφορά. Το 1994 ο Αρίγκο Σάκι έκανε ένα μικρό θαύμα διαχείρισης, φτάνοντας στον τελικό με μία κατάκοπη ομάδα που έπαιξε τρία ματς με δέκα παίκτες! Το 1998 η Ιταλία ήταν πληρέστερη από τη Γαλλία, η οποία στον προημιτελικό του Παρισιού την απέκλεισε χωρίς τον Ζιντάν στα πέναλτι. Αυτή τη φορά δεν ήταν καλύτερη και το πήρε: όχι για το ταλέντο της, αλλά για τον χαρακτήρα της.
Για τον Ιταλό ποδοσφαιρόφιλο αυτό το mondiale ήταν κατά παραγγελία. Η ομάδα αποτελούνταν από πολλούς παίκτες –πρόσφερε δηλαδή ευκαιρίες για συγκρίσεις και κριτικές παρατηρήσεις. Ο προπονητής ήταν αρκετά αλαζόνας ώστε να έχει τους δημοσιογράφους εναντίον του. Οι χαρισματικοί παίκτες δεν έκαναν τη διαφορά, οπότε η ομάδα ήταν υποχρεωμένη για να επιβιώσει να παίξει άμυνα. Οι Ιταλοί έπρεπε να αναμετρηθούν με μυστηριώδεις ομάδες που τους μπλέκουν, όπως η Γκάνα, οι ΗΠΑ και η Αυστραλία. Επρεπε να αποκλείσουν δύο σταρ του Καμπιονάτο που τους τρόμαζαν, τον Νέντβεντ και τον Σεβτσένκο, να κερδίσουν τους Γερμανούς στην έδρα τους και δεν θα είχαν δικαιολογία σε περίπτωση που έχαναν από τους Φραντσέζους. Το αν θα ήταν καλύτεροι στον τελικό δεν είχε σημασία: έπρεπε να το σηκώσουν. Για τον Ιταλό ποδοσφαιρόφιλο οι «ατζούρι» πρέπει να δυσκολεύουν τους μεγάλους και να μη χάνουν από τους υπόλοιπους. Το ότι υπέφεραν από τους Γάλλους στον τελικό, τους επιτρέπει να λένε ότι δεν έχασαν από κάποιους που έδωσαν ό,τι είχαν. Το γνωστό «αφού δεν μας κέρδισαν τώρα, δεν πρόκειται να μας κερδίσουν ποτέ».
Μόνοι
Οι Ιταλοί ζουν τα Παγκόσμια Κύπελλα με βασανιστική μαζοχιστική εσωστρέφεια. Οι Βραζιλιάνοι τα αντιλαμβάνονται ως επιδείξεις, οι Γερμανοί θέλουν να τα κερδίζουν, οι Αγγλοι παίρνουν μέρος περιμένοντας το δράμα, οι Γάλλοι και πολλοί άλλοι θέλουν να βλέπει ο κόσμος την πρόοδό τους. Οι Ιταλοί αδιαφορούν για το τι πιστεύει ο κόσμος γι' αυτούς, δεν ψάχνουν συμπάθειες, δεν θέλουν στις τραγωδίες και στους θριάμβους τους παρά μόνο εκείνους που τους καταλαβαίνουν. Γνωρίζουν μάλιστα ότι το να τους καταλάβεις είναι δύσκολο.
Γλέντι
Αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο το γλέντησαν με την καρδιά τους. Το 1990 ήταν φαβορί κι έλιωσαν από το άγχος. Το 1994 ο Σάκι κέρδιζε τα ματς με κινήσεις υπερβολικά σοφιστικέ: η ομάδα του Μπάτζιο ήταν μια κλάση ανώτερη από την τωρινή, αλλά την καταλάβαιναν μόνο οι εστέτ. Το 1998 το ποδόσφαιρο του Τσέζαρε Μαλντίνι ήταν φρικτά απλοϊκό ακόμα και για τις Ιταλίδες νοικοκυρές και το 2002 τους σταμάτησε η διαιτησία πάνω στο καλύτερο. Αυτή τη φορά η εσωστρέφειά τους ικανοποιήθηκε: αυτή η ομάδα παρήγαγε αρκετές ιταλικές ιστορίες –υπέροχες για τη χώρα, ακατανόητες για τους υπόλοιπους.
Τα πάντα
Στην Ιταλία ένα μήνα τώρα συζητήθηκαν τα πάντα. Η ανικανότητα του Τότι να γίνει ηγέτης και η απάντηση (;) που αυτός έδωσε στο ματς με την Αυστραλία. Η δυσκολία του Λίπι να βρει μια σταθερή ενδεκάδα, η μονότονη ανάπτυξη από τον άξονα, η αδυναμία συνύπαρξης του Τζιλαρντίνο και του Τόνι, η κρίση της ιταλικής άμυνας (;) που «φτάνει στο σημείο να αφήνει ευκαιρίες στους Γκανέζους και στους Αμερικανούς», η αφλογιστία των φορ, ο ρόλος του Πίρλο, ο Ματεράτσι πρώτα εκδικητής (με τους Τσέχους) και μετά άχρηστος (με τους Αυστραλούς), ο Καναβάρο, ο Μπουφόν, ο Μπαρτζάλι, η παράταση με τους Γερμανούς, ο εξορκισμός της κατάρας των πέναλτι. Ολα αυτά (με τρομερές δόσεις υπερβολής) απέκτησαν χαρακτήρα αληθινής δραματουργίας. Η σκανδαλολογία και τα δικαστήρια, η απόπειρα αυτοκτονίας του Πεσότο, η ταραχή που προκαλούσε κάθε δήλωση του Μότζι ή του Μπερλουσκόνι, που θεωρεί τη δικαστική έρευνα πολιτικό διωγμό, έκαναν το σενάριο εκτός από δραματικό και περιπετειώδες. Δεν έλειψε τίποτα: ακόμα και οι κραυγές εκείνων που έλεγαν ότι η «σκουάντρα ατζούρα» πρέπει να αποκλειστεί από την Γκάνα για να μην αμνηστευτούν οι πρωταγωνιστές των σκανδάλων.
Λογική
Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, η Ιταλία αντιπροσωπεύει ένα ποδόσφαιρο στο οποίο στην εκτίμηση δεν χωράει λογική. Ενα ποδόσφαιρο στο οποίο συχνά κερδίζει ο χειρότερος, ένα ποδόσφαιρο στο οποίο, ενώ θες να πεις «δεν αντέχω», λες «θέλω κι άλλο». Σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο οι Ιταλοί κέρδισαν αντιπροσωπεύοντας ιδανικά τον κόσμο τους: έφεραν τα πάνω κάτω προσπαθώντας να ξαναβρούν τις χαμένες αξίες –αυτές που έψαχναν, όχι για τους άλλους, αλλά για την πάρτη τους. Το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το κατέκτησαν, μπαίνοντας σε μια διαδικασία αυτοψυχανάλυσης που ο υπόλοιπος κόσμος ήταν αδύνατο να εκτιμήσει: και σκάνδαλα και ποιότητα και ντροπή και ικανότητα και Τότι που σκοράρει με τους Αυστραλούς στο 93' και Τότι που χάνεται στον τελικό -όλα μαζί, συναρπαστικά δικά τους και συγχρόνως ακατανόητα.
Ζήλια
Πώς είναι δυνατόν να τα κατάφεραν ο Περότα, ο Μετεράτσι, ο Καμορανέζι και να μην ανέβηκαν στο μεγάλο σκαλί ο Μαλντίνι, ο Ντοναντόνι, ο Μπάτζιο και ο Βιάλι; Είναι κι αυτό ένα από τα άλυτα γοητευτικά μυστήρια του ιταλικού ποδοσφαίρου ή μήπως τελικά το φιλότιμο και η αυτοθυσία είναι αξίες μεγαλύτερες από την κλάση; Το Παγκόσμιο Κύπελλο το κέρδισε ο ιδρώτας του Γκρόσο, ενός παιδιού της ιταλικής επαρχίας που περίμενε τα 28 του για να παίξει στην εθνική. Αυτός ο τυπάκος που πήρε την ευθύνη του τελευταίου κρίσιμου πέναλτι είναι το σύμβολο μιας ομάδας σκληρών παιδιών που έβαλαν στόχο να αποδείξουν ότι ξέρουν να παίζουν ο ένας για τον άλλο. Ο Γκρόσο είναι το απόλυτο σύμβολο της ακατανόητης γοητείας του ιταλικού ποδοσφαίρου που σήμερα γιορτάζει και δικάζεται. Χωρίς αιδώ, χωρίς να ζητάει έλεος. Και με τα μάτια όσων το καταλαβαίνουν καρφωμένα πάνω του με λίγη ζήλια...
Και οι άλλοι
Εκτός από το χαμογελαστό πρόσωπο του Γκρόσο, στην ιταλική επικράτηση καθοριστικό ρόλο έπαιξαν κι άλλοι.
• Ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν έδειξε επιτέλους γιατί στα δεκαεννέα του θεωρούνταν το μεγαλύτερο ταλέντο γκολκίπερ στον κόσμο. Περισσότερο και από τις πολλές επεμβάσεις του, μετράει η καταπληκτική καθοδήγηση της άμυνας, η σιγουριά του στις εξόδους και η απόλυτη γνώση των χαρακτηριστικών των αμυντικών του. Πιθανότατα είναι ο επόμενος αρχηγός της «σκουάντρα ατζούρα».
• Ο Φάμπιο Καναβάρο ξεκίνησε το τουρνουά συγκεντρώνοντας τα ανάθεμα της αντιγιουβεντινικής Ιταλίας που τον έβριζε επειδή ακουγόταν να συνομιλεί με τον Μότζι, συμφωνώντας τι πρέπει να κάνει για να πάρει μεταγραφή στη Γιούβε. Σήμερα πρέπει να είναι ο πιο δημοφιλής Ιταλός. Ενας «γίγαντας» με μπόι 1,73μ., που έπαιζε για δύο στο κέντρο της άμυνας και τους κατάπιε όλους. Του χρωστάω ένα αφιέρωμα.
• Ο Μάρκο Τζαμπρότα έλειψε στην αρχή εξαιτίας τραυματισμού. Ξεκούραστος και συγκεντρωμένος αποδείχτηκε κρυφό όπλο στη συνέχεια. Και μπακ και χαφ, με μεγάλη συμμετοχή στο επιθετικό παιχνίδι. Το δικό του μπούκωμα πλήρωσε η Ιταλία στο β' ημίχρονο του τελικού.
• Αντρέα Πίρλο. Ψηφίστηκε τρίτος καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Ηταν αυτός που απέκλεισε τη Γερμανία (ο Κλίνσμαν δεν βρήκε αντίδοτο στο μαρκάρισμά του), ήταν αυτός που «ζωγράφισε» τις στημένες φάσεις από τις οποίες σκόραρε ο Ματεράτσι και ο Τζιλαρντίνο, ήταν αυτός που άνοιξε την άμυνα των Γκανέζων. Αν οι Ιταλοί είχαν έναν ακόμα δημιουργικό ποδοσφαιριστή της αξίας του, θα έπαιζαν και καλύτερη μπάλα.
• Ο Μάρκο Ματεράτσι αντικατέστησε τον Νέστα, σκόραρε δύο φορές, πήρε την αποβολή του Ζιντάν, αποβλήθηκε άδικα με την Αυστραλία, πήγε να κρεμάσει τον Μπουφόν στον τελικό. Και κατάφερε να μείνει αξέχαστος...
• Μαρτσέλο Λίπι. Η σκηνή που μαζεύει τη ζακέτα του στο τέλος του τελικού δείχνει τον χαρακτήρα του. Δεν έχασε το μυαλό του ούτε την ώρα του θριάμβου του. Πήρε το Κύπελλο έχοντας ελάχιστη βοήθεια από τα αστέρια της ομάδας (ο Τότι ήταν ωσεί παρών, ο Ντελ Πιέρο ελάχιστα καθοριστικός, ο Τόνι χωρίς διεθνείς εμπειρίες, ο Νέστα τραυματίστηκε), γιατί κατόρθωσε να πείσει τους λιγότερο καλούς ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Για τη δουλειά του σε επίπεδο στρατηγικής και διαχείρισης θα γράψω προσεχώς.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






