Είναι η «SportDay» η καλύτερη εφημερίδα στην Ελλάδα; Είναι. Τουλάχιστον, αν πάρουμε ως κριτήριο τις κυκλοφορίες. Ρίχνει double score στη δεύτερη. Είναι η «SportDay» η καλύτερη εφημερίδα στην Ευρώπη; Δεν είναι. Τουλάχιστον, αν πάρουμε ως κριτήριο τις κυκλοφορίες. Μας ρίχνουν στα αυτιά η «Gazzetta dello Sport», η «L' Equipe», η «Marca« και η «As». Πρέπει να μας πειράζει; Καθόλου. Πουλάνε σε εξαπλάσιες αγορές από την ελληνική, σε κοινό που ενδιαφέρεται για περισσότερα σπορ από το ποδόσφαιρο. Εχουν τη δυνατότητα να επενδύουν πολλαπλάσια από μια ελληνική εφημερίδα χρήματα σε αποστολές, φωτογραφήσεις, επεξεργασία σελίδας, διορθωτές, συντάκτες και τα σχετικά. Οπότε, η σύγκριση της «SportDay» με τις προαναφερθείσες εφημερίδες θα ήταν άδικη.
Οπως και άδικη θα ήταν η σύγκριση της «SportDay» με μια αθλητική εφημερίδα της Μάλτας ή του Μαυροβουνίου. Ο πληθυσμός και το οικονομικό επίπεδο των δύο χωρών δεν επιτρέπει να βγει αθλητική εφημερίδα, πόσω μάλλον να συναγωνιστεί μια υγιή ελληνική έκδοση. Πώς θα μπορούσε να βγει μια καλύτερη από τη «SportDay» μαλτέζικη εφημερίδα; Αν εμφανιζόταν ένας Μαλτέζος εκδότης, πρόθυμος να μπαίνει άπατος μέσα, και μπορούσε να «κλείσει» τους καλύτερους Μαλτέζους δημοσιογράφους και, αν αυτό δεν φτάνει, να πάρει φωτογράφους, γραφίστες και τα συμπαρομαρτούντα από το εξωτερικό, μια και σε αυτές τις δουλειές η γλώσσα δεν είναι εμπόδιο.
Πάμε, τώρα, στο ποδόσφαιρο. Γιατί μπορούμε να απαιτούμε χώρα των 11 εκατομμυρίων με μέση αγορά να βγάζει ανταγωνιστικές με τις μεγάλες αγορές ομάδες; Επειδή απλώς θέλουμε. Αλλη λογική ερμηνεία δεν υπάρχει. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν υπάρχει λόγος να είναι κάτι καλύτερο από το βελγικό, το ελβετικό ή το αυστριακό, αν συνυπολογίσουμε πληθυσμιακά ή οικονομικά μεγέθη. Σίγουρα υπάρχουν μικρότερες από τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Αγγλία χώρες που κατά καιρούς βγάζουν ανταγωνιστικές ομάδες. Και πάλι, όμως, οι χώρες είναι συγκεκριμένες. Η Ολλανδία και η Πορτογαλία. Χώρες που έχουν αναγάγει το ποδόσφαιρο σε παραγωγή ταλέντων, που με την Πόρτο και τον Αγιαξ δεν διστάζουν να διαλύσουν τις ομάδες τους για το κέρδος. Οι υπόλοιπες χώρες, είτε επειδή έτυχε να βγει μια καλή φουρνιά σε συγκεκριμένη ομάδα είτε επειδή έτυχε να εμφανιστεί κάποιος πλούσιος πρόεδρος μία φορά στα δέκα φεγγάρια, εμφανίζουν ανταγωνιστική στην Ευρώπη ομάδα και μετά εξαφανίζονται.
Το επίπεδο της ομάδας καθορίζεται από τη δυναμική της ποδοσφαιρικής αγοράς της. Πολλά λεφτά κυκλοφορούν, πολλά λεφτά έχει τη δυνατότητα να βάλει ο πρόεδρός της. Αν φυσικά δεν τα παντελονιάζει, οπότε η άνθιση της ομάδας θα είναι βραχύβια. Τότε όμως τα λεφτά θα καθόριζαν τη διάκριση. Πριν από την αρχή κάθε σεζόν θα μετράγαμε το μπάτζετ κάθε ομάδας και όποια είχε το μεγαλύτερο δεν θα χρειαζόταν να παίζει, αλλά θα ανακηρυσσόταν πρωταθλήτρια. Φυσικά, δεν ισχύει απόλυτα. Αλλά, με τον κίνδυνο να πληγώσω κάποιες ρομαντικές ψυχές, ισχύει πάρα πολύ.
Παράδειγμα η Τσέλσι. Μέχρι τον Αμπράμοβιτς ταλαιπωρείτο στη μετριότητα, χωρίς να σταυρώνει τίτλο. Ο Αμπράμοβιτς, διαθέτοντας unlimited budget, είχε τη δυνατότητα να κάνει άπειρα λάθη, αλλά και τη δυνατότητα του πειραματισμού. Αγοράζοντας ό,τι κυκλοφορούσε χωρίς τον φόβο της αποτυχίας, στην πραγματικότητα αγόρασε τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ και, κατά πάσα πιθανότητα, θα αγοράσει και το Τσάμπιονς Λιγκ.
Πάμε, τώρα, στις ελληνικές ομάδες. Μπορεί ελληνική ομάδα να αγοράσει το πρωτάθλημα; Φυσικά μπορεί. Παίζει με τους υπόλοιπους στην ίδια αγορά. Μπορεί να αγοράσει το Τσάμπιονς Λιγκ; Εντελώς, τελείως, όχι. Ακόμα και αν βρισκόταν ένας «Αμπράμοβιτς», παίκτες επιπέδου Μπέκαμ και Ζιντάν δεν θα ερχόντουσαν να παίξουν στο ελληνικό πρωτάθλημα, διότι το επίπεδο του ανταγωνισμού και η προβολή είναι μηδαμινά. Απόδειξη το Μπαχρέιν, που, ενώ προσφέρει υπέρογκα συμβόλαια, οι μόνοι που πηγαίνουν είναι οι τελειωμένοι. Πρέπει, λοιπόν, να περιοριστούμε στον ρόλο του κομπάρσου στο Τσάμπιονς Λιγκ;
Κατά κύριο λόγο, ναι. Παίρνοντας αναπληρωματικούς της Εσπανιόλ, ανεπιθύμητους της Σάλτσμπουργκ και δανεικούς της Πόρτο, απαιτούμε από τις ελληνικές ομάδες με τους ίδιους παίκτες να περάσουν τις ομάδες που τους απέρριψαν. Δηλαδή, γιατί να περάσει ο Ολυμπιακός την Εσπανιόλ του Ντομί, ο Παναθηναϊκός τη Σάλτσμπουργκ του Ιβανσιτς και η ΑΕΚ την Πόρτο του Μαντούκα; Επειδή ο Βαλβέρδε της Εσπανιόλ, ο Τραπατόνι της Σάλτσμπουργκ και ο Σάντος της Πόρτο είναι οι μαλάκες και ο Σόλιντ, ο Μπάκε και ο Φερέρ οι ξύπνιοι; Ας καγχάσω τρις. Και πολύ που φτάνουμε, εκεί που φτάνουμε. Τα υπόλοιπα, με τα πρώιμα σχέδια του Σόλιντ, τις πανέξυπνες κινήσεις του Ιβιτς και τη γνώση της σκανδιναβικής αγοράς του Μπάκε, είναι καλά για το καλοκαίρι στην παραλία, που όλα μοιάζουν αγγελικά, αφού η προετοιμασία δεν έχει αρχίσει.
Από την άλλη, ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να οχυρωθεί πίσω από το επιχείρημα της ασθενούς αγοράς που δεν επιτρέπει υψηλό μπάτζετ. Με τα διαρκείας προπληρωμένα για τρία χρόνια, τις αυξημένες χορηγίες, τα πολλαπλάσια τηλεοπτικά έσοδα από την κρατική τηλεόραση, από την οποία δεν υπάρχει περίπτωση φεσιού, και την πώληση του Γιάγια Τουρέ, ο Ολυμπιακός θα έπρεπε να έχει κάτι παραπάνω σε διαθέσιμα για μεταγραφές και συμβόλαια. Θα έφταναν για να κάνουν τη διαφορά απέναντι σε μια ομάδα όπως η Βαλένθια; Φυσικά, όχι. Η διαφορά δεν θα καλυπτόταν, αλλά θα μειωνόταν. Κυρίως, η διοίκηση θα έστελνε στον κόσμο το μήνυμα ότι προσπαθεί. Εχουν, όμως, το δικαίωμα οι οπαδοί του Ολυμπιακού να το απαιτούν; Το έχουν και σε οικονομική και σε συναισθηματική προοπτική και εκτίμηση.
Ο οπαδός του Ολυμπιακού προπληρώνει το εισιτήριο διαρκείας για μια τριετία. Η τιμή του εισιτηρίου διαρκείας, αλλά και του κοινού, είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Η διοίκηση της ομάδας ουδέποτε αποζημίωσε τους κατόχους των διαρκείας για τις απώλειες που είχαν από τις τιμωρίες της έδρας. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού για να πάρουν διαρκείας, πρέπει να γραφτούν μέλη για ενίσχυση των ερασιτεχνικών τμημάτων. Είναι λίγο δύσκολο να εξηγήσεις γιατί πρέπει να πληρώνεις τη συντήρηση των ερασιτεχνικών τμημάτων, επειδή θέλεις να βλέπεις ποδόσφαιρο. Η μοναδική απάντηση που έχει δοθεί είναι η αγάπη στην ομάδα. Οπότε πάμε στο πλέον άτοπο επιχείρημα της διοίκησης.
Η φράση του Πέτρου Κόκκαλη ότι ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη Βαλένθια, επειδή το μπάτζετ της είναι πολλαπλάσιο της ομάδας του, θα είχε νόημα αν το θέμα αντιμετωπιζόταν με οικονομικά κριτήρια. Δεν αντιμετωπίζεται. Διότι, ενώ η διοίκηση του Ολυμπιακού αναφέρεται σε οικονομικά κριτήρια -και πολύ καλά κάνει- σε ό,τι αφορά τα έξοδα, ζητάει από τον κόσμο να αντιμετωπίσει το θέμα συναισθηματικά -και πολύ κακά κάνει- όταν αναφέρεται στα έσοδα. Το καλύτερο των δύο κόσμων δεν το θέλει ούτε ο Θεός... Είτε ο Ολυμπιακός αντιμετωπίζεται συναισθηματικά από κόσμο και διοίκηση, οπότε το μπάτζετ είναι χεσμένο, είτε ορθολογιστικά, οπότε οι παροχές πρέπει να είναι ανάλογες των εσόδων, από τα οποία δεν μπορούν να αφαιρούνται πάνω από το 20% ως κέρδος.
Πριν συνεχιστεί η συζήτηση περί μπάτζετ, ας αποφασίσουμε ότι ιδεολογία και μπάτζετ δεν ταιριάζουν. Η ιδεολογία εμπεριέχει το στοιχείο της θυσίας. Η οποία δεν μπορεί να απαιτείται από την πλευρά του κόσμου και η διοίκηση να σκέφτεται τα λογιστικά της βιβλία.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






