Παλαιότερες

Οι εξαγορές των αγγλικών ομάδων και το χρυσωρυχείο του διαδικτύου (Sportday/Χαραλαμπόπουλος)

Η εξαγορά της Αστον Βίλα, που είχε δρομολογηθεί εδώ και περίπου ένα χρόνο, ολοκληρώθηκε χθες. Ο Αμερικανός πολυεκατομμυριούχος Ράντι Λέρνερ έχει αποκτήσει το 89,69% των μετοχών του συλλόγου. Σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στο αγγλικό χρηματιστήριο, αν ο Λέρνερ αποκτήσει -που είναι ζήτημα ωρών- το 90% των μετοχών, περνά στον έλεγχό του υποχρεωτικά και το υπόλοιπο 10%. Το ίδιο συνέβη και στην εξαγορά της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από τον Γκλέιζερ. Ο Λέρνερ μέχρι τώρα υπολογίζεται ότι έχει ξοδέψει περίπου 125 εκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει τις μετοχές της Βίλα. Μέσα στα άμεσα σχέδιά του είναι να προχωρήσει στην ολοκλήρωση του προπονητικού κέντρου της Βίλα, που θα κοστίσει γύρω στα 12 εκατομμύρια ευρώ, στην αύξηση της χωρητικότητας του γηπέδου της Βίλα, του «Βίλα Παρκ», στις 50 χιλιάδες θέσεις και στην εξασφάλιση μιας χορηγίας ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ έως τον Δεκέμβριο, ενέργεια που θα επιτρέψει στον προπονητή Μάρτιν Ο' Νιλ να έχει αρκετά χρήματα για μεταγραφές.

Ο Λέρνερ, που είναι ιδιοκτήτης της ομάδας του αμερικανικού ποδοσφαίρου (ράγκμπι) Cleveland Browns, σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και συνέχισε στο Κέιμπριτζ. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία άρχισε να ενδιαφέρεται για το ποδόσφαιρο και ιδιαίτερα για την Αστον Βίλα, που εκείνη την εποχή ήταν αρκετά καλή ομάδα. Πριν κληρονομήσει την τεράστια πατρική περιουσία, ξεκίνησε δουλεύοντας ως οικονομικός σύμβουλος το 1991 και δημιούργησε τη δική του εταιρεία, την οποία πούλησε 10 χρόνια αργότερα, αποκομίζοντας περισσότερα από 130 εκατομμύρια δολάρια. Ο Λέρνερ, που γεννήθηκε το 1962, έχει αρκετά κοινά σημεία με τον Γκλέιζερ. Αλλά για ποιον λόγο αγόρασε την Αστον Βίλα;

Οταν ο Μάλκολμ Γκλέιζερ εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως υποψήφιος αγοραστής της Γιουνάιτεντ, πολλοί αναρωτήθηκαν για τα περιθώρια κερδοφορίας μιας τέτοιας αγοράς. Είναι δεδομένο ότι ο Γκλέιζερ ξόδεψε 1.220 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 450 τα δανείστηκε από τις τράπεζες. Η κερδοφορία της Γιουνάιτεντ έφθασε γύρω στα 90 εκατομμύρια ευρώ το 2004 και έπεσε στα 53 εκατομμύρια το 2005. Οπότε, εύλογα αναρωτιέται κάποιος. Πού ποντάριζε ο Γκλέιζερ; Ενας επιχειρηματίας που έφτιαξε περιουσία κάνοντας μελετημένες κινήσεις στο αμερικανικό χρηματιστήριο, όπως ακριβώς και ο Λέρνερ, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε με επιτυχία στην εξαγορά και μεταπώληση -με υψηλά επίπεδα κερδοφορίας- επιχειρήσεων. Ο Γκλέιζερ ποντάρισε σε δύο κυρίως προοπτικές. Η πρώτη αφορά την αποχώρηση της Γιουνάιτεντ από τη συμφωνία διαπραγμάτευσης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, που στην Αγγλία είναι συλλογική.

Οι ομάδες της Πρέμιερσιπ διαπραγματεύονται όλες μαζί τη συμφωνία των τηλεοπτικών δικαιωμάτων τους και στη συνέχεια μοιράζονται τα χρήματα ανάλογα με τις νίκες τους, τη θέση που καταλαμβάνουν στη βαθμολογία και τον αριθμό των παιχνιδιών τους που μεταδίδονται τηλεοπτικά. Ο Γκλέιζερ είναι κοινό μυστικό ότι επιδιώκει η Γιουνάιτεντ να διαπραγματεύεται μόνη της τα τηλεοπτικά δικαιώματά της, διότι τον ενδιαφέρει πολύ και η αμερικανική αγορά, όπως και τον Λέρνερ. Η δεύτερη προοπτική που κάνει τη Γιουνάιτεντ -και κάθε αγγλική ομάδα με σταθερή πελατειακή βάση- ελκυστική και κερδοφόρα επένδυση αφορά την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων μέσω του διαδικτύου.

Αυτή η δεύτερη προοπτική συνδυάζεται με την ανάπτυξη των ευρυζωνικών διαδικτυακών συνδέσεων, που στην Ευρώπη είναι πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες απ' ό,τι στην Αμερική. Με αυτή την εξέλιξη, οποιοσδήποτε, οπουδήποτε στον κόσμο με σύνδεση στο διαδίκτυο θα μπορεί στην οθόνη του υπολογιστή του να παρακολουθεί τα εντός έδρας παιχνίδια της Γιουνάιτεντ -αλλά και οποιασδήποτε άλλης ομάδας- με μία μικρή συνδρομή. Ας πούμε 20 ευρώ τον μήνα. Με τι αριθμό συνδρομητών θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε αυτό το ποσό; Αν υποθέσουμε ότι για τη δημοφιλέστερη ομάδα του κόσμου, με εκτιμώμενη πελατειακή βάση τα 70 εκατομμύρια οπαδούς, 500 χιλιάδες συνδρομητές είναι ένα λογικό νούμερο, τα έσοδα θα έφθαναν τα 10 εκατομμύρια ευρώ τον μήνα. Και τις δυνατότητες του δικτύου να είστε σίγουροι ότι θα τις εκμεταλλευτούν όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι, που θα γίνουν ακόμα πλουσιότεροι.

Σε ο,τι αφορά τη μεμονωμένη διαπραγμάτευση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της Μάντσεστερ, μία μελέτη της διεθνούς εταιρείας επενδυτικών συμβούλων Ernst & Young, που δημοσιοποιήθηκε πέρυσι, αποκαλύπτει ότι η Μάντσεστερ θα εισέπραττε 23 εκατομμύρια ευρώ ετησίως περισσότερα απ' όσα εισπράττει τώρα, αν πήγαινε σε μεμονωμένη διαπραγμάτευση για τα τηλεοπτικά δικαιώματά της. Σε αυτό το ποσό, φυσικά, δεν υπολογίζονται τα πιθανά έσοδα από την πώληση των δικαιωμάτων μέσω του διαδικτύου.

Στο τέλος του οικονομικού έτους 2004, η Γιουνάιτεντ από την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της εισέπραξε 93,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 50,7 αφορούσαν τηλεοπτικά δικαιώματα αγώνων της Πρέμιερσιπ. Την ίδια ώρα η Γιούβε, για τα δικά της τηλεοπτικά δικαιώματα στα παιχνίδια του Καμπιονάτο, εισέπραττε 93 εκατομμύρια ευρώ και η Μίλαν 79. Στην Αγγλία η πρωταθλήτρια, λόγω της συλλογικής διαπραγμάτευσης, εισπράττει από την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων 2,5 φορές περισσότερα από την τελευταία. Η ίδια σχέση σε Ιταλία και Ισπανία είναι 6 προς 1. Ο Λέρνερ γνωρίζει πολύ καλά τις τεράστιες δυνατότητες που ανοίγονται για τις ποδοσφαιρικές ομάδες στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον που προχωράει με τεράστια βήματα.

Οι μεγάλες ομάδες στην Αγγλία, πλέον, προσανατολίζονται στην ατομική διαπραγμάτευση και σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις, που θα τους προσφέρουν κοινό σε παγκόσμια βάση, τα κέρδη τους θα μεγαλώσουν. Γι’ αυτό και θα τραβούν το ενδιαφέρον όλων εκείνων που θα επενδύσουν για να αποκομίσουν μεγάλα κέρδη. Ηδη, στην Αγγλία, μετά την Τσέλσι, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την Πόρτσμουθ και τη Βίλα παίρνουν και άλλοι σειρά για εξαγορά, με πρώτη υποψήφια τη Λίβερπουλ, που αποτιμάται γύρω στα 350 εκατομμύρια ευρώ.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x