Ίσως φαντάζει άστοχο, αλλά δεν είναι: οι αράδες αυτές γράφονταν ώρες πριν αρχίσει ο αγώνας στη Βοσνία. «Κανονικά», ένα κείμενο που αφορά την Εθνική ομάδα και τον ομοσπονδιακό προπονητή θα όφειλε να αναμείνει την έκβαση της αναμέτρησης. Όμως, όχι. Καμία από τις σκέψεις που παρατίθενται δεν αίρεται από το καλό ή κακό αποτέλεσμα. Σε τελική ανάλυση, το βαθύτερο θέμα (μας) δεν είναι ο Τύπος και ο Ρεχάγκελ. Είναι οι σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας με τα ΜΜΕ. Ο Ρεχάγκελ, κακά τα ψέματα, ήταν μόνο η αφορμή.
Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι από όσους τις τελευταίες ημέρες αξιώνουν απόλυτη δημοσιογραφική σιωπή για τους προσανατολισμούς και τη δουλειά του Ρεχάγκελ, δεν το κάνουν επειδή τρέφουν τυφλή εμπιστοσύνη στις επιλογές του. Ούτε ένεκα «τυφλής λατρείας» στο πρόσωπο ενός, ούτως ή άλλως, κοσμαγάπητου τεχνικού. Το γράψαμε ήδη: αρκετοί εξ όσων απαιτούν, τώρα, «τουμπεκί ψιλοκομμένο» εκ μέρους των δημοσιογράφων, στο όχι μακρινό παρελθόν κατηγορούσαν τα ΜΜΕ ότι «ψιλο-ανέχονταν» τις εμμονές του. Είπαμε, το ηχόχρωμα της φωνής στα ερτζιανά αποκαλύπτει...
Τι συνέβη λοιπόν; Απλούστατα, για το θέμα Καψή ο Οτο επικρίθηκε από το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ. Αναγορεύθηκε, έτσι, σε «σύμβολο». Σε σημαία κατάλληλη να εκφράσει τη βαθύτατη δυσφορία που τρέφει μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας σε βάρος της «τέταρτης εξουσίας». Το μέγα ζητούμενο ήταν να αποθεωθεί ο «εχθρός του εχθρού». Κι ο «εχθρός» ήταν ο Τύπος.
Η αγανάκτηση αυτή σε βάρος των ΜΜΕ και του «σιναφιού» μας είναι απολύτως εξηγήσιμη και εν μέρει δικαιολογημένη -αρκεί να αποδίδονται τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Το θέμα είναι τι ακριβώς ζητεί καθένας από τους δημοσιογράφους: μακάρι να απαιτούσαν άπαντες περισσότερη μαχητικότητα, ανεξαρτησία, τόλμη και λιγότερους κόλακες, «ενσωματωμένους», «παπαγαλάκια». Αν όμως απαιτείς «τουμπεκί ψιλοκομμένο», είτε το καταλαβαίνεις είτε όχι, επιζητείς το δημοσιογραφικό πρότυπο που θα έπρεπε να σιχαίνεσαι!
Ξέρω, επ' αυτού οι ενστάσεις είναι αρκετές. Ορισμένες σοβαρές, άλλες φαιδρές, κάμποσες στα ενδιάμεσα. Μία σοβαρή: «Εξαντλήσατε την αυστηρότητά σας στον Ρεχάγκελ, αλλά δεν το κάνετε σε άλλες περιπτώσεις». Έξοχα, μόνο που αυτό το τσουβάλι δεν μας χωρά όλους. Πείτε τα σε όσους δεν έγιναν ποτέ «αγκάθια» στα πλευρά μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων. Αλλά, παρακαλούμε, μείνετε σταθεροί σε αυτή την αρχή: μην γκρινιάζετε -κατά περίπτωση- ότι γινόμαστε «σκληροί», όταν παραλληλίζουμε τον Κόκκαλη με τον Σκρουτζ Μακ Ντακ, όταν ζητάμε σκωπτικά από τον Τζίγκερ να ξηλώσει «την ομάδα του Παγκρήτιου», όταν εξηγούμε γιατί δεν μας αρέσουν τα κυβερνητικά «χατίρια» στις ΠΑΕ και οι εκχωρήσεις δημόσιων εκτάσεων. Σύμφωνοι;
Ο ισχυρισμός ότι ο Ρεχάγκελ (πρέπει να) είναι «ανέγγιχτος» και υπεράνω κριτικής δεν καταντά απλώς σκοταδιστική. Είναι αφόρητα υποτιμητική για τον ίδιο. Έναν προπονητή-θρύλο επιλέγουμε αν τον θέλουμε ζωντανό θρύλο ή απολίθωμα. Στην πρώτη περίπτωση η απαιτητικότητα είναι αναγκαία. Τα «μην εγγίζετε» ταιριάζουν σε εκθέματα Μουσείου και εύθραυστα είδη υαλοπωλείου. Οχι σε μάχιμους προπονητές.
Δεύτερη σοβαρή ένσταση: «ο Τύπος δεν είναι απαράδεκτος μόνο όταν γλείφει, αλλά και όταν αντιμετωπίζει ανθρώπους με κανιβαλική διάθεση». Συμφωνούμε κι επαυξάνουμε. Κανιβαλική διάθεση, λόγου χάρη, είχε επιστρατεύσει (δυστυχώς) μερίδα του «σιναφιού μας» σε βάρος του Μαλεζάνι: θυμηθείτε τα εμετικά πρωτοσέλιδα για τη νοημοσύνη του και τις προσβολές σε βάρος του κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων Τύπου.
Αυτό ήταν το αξιοκατάκριτο -όχι η εκφορά γνώμης για τη δουλειά του, είτε με την ανάλυση είτε με τη δύναμη του σαρκασμού. Η ιδέα ότι ο Ρεχάγκελ δεν αντέχει τον σαρκασμό («πάρε και τον Ντέμη» κ.λπ.), επειδή είναι ο προπονητής του Euro 2004, δεν παραπέμπει απλώς στη μεσσιανική λογική που προαναφέραμε. Αυτομάτως γεννά το ερώτημα μήπως θα έπρεπε να καταργηθούν από τον ελληνικό Τύπο οι σκιτσογράφοι, αφού εξ επαγγέλματος σαρκάζουν προβεβλημένα πρόσωπα.
Η... κορυφαία από τις φαιδρές ενστάσεις: «Είσαστε, μωρέ, προπονητές για να κρίνετε τον Ρεχάγκελ;». Ελληνική πρωτοτυπία αυτή. Δεν μάθαμε ποτέ ποιος δημοσιογράφος κλήθηκε να δείξει πτυχίο προπονητικής πριν σχολιάσει τις επιλογές του Βενγκέρ, του Φέργκιουσον, του Λίπι. Με αυτή την αμίμητη «λογική» δεν δικαιούσαι να πεις αν σου άρεσε ή όχι η κινηματογραφική ταινία ή η συναυλία που μόλις παρακολούθησες: αφού δεν είσαι σκηνοθέτης ή μουσικός, «τουμπεκί»... Είναι σαν να λέμε ότι για να κρίνει κάποιος τους δημοσιογράφους θα πρέπει να διαθέτει ταυτότητα της Ένωσης Συντακτών. Εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






