Παλαιότερες

Η δημοσιογραφική κριτική, ο Οτο και οι θεωρίες συνωμοσίας (Sportday / Χρ.Χαραλαμπόπουλος)

Είχα σκεφθεI να γράψω ένα κείμενο γύρω από τις σχέσεις των αναγνωστών με τον Τύπο, ιδιαίτερα τον αθλητικό, με αφορμή τις αντιδράσεις πολλών αναγνωστών της εφημερίδας –και ακροατών του SuperΣΠΟΡ FM– για τις απόψεις που εξέφρασαν πολλοί συνάδελφοί μου –και ο γράφων, φυσικά– για τον Οτο Ρεχάγκελ. Το αντικείμενο της διαμάχης δεν νομίζω ότι ήταν η κριτική που ασκήθηκε στον Γερμανό τεχνικό. Το πραγματικό αντικείμενο της διαμάχης είχε να κάνει με την αντίληψη που οι αναγνώστες –και οι ακροατές– έχουν για τη δημοσιογραφία.

Παρά το γεγονός ότι πολλοί συνάδελφοι στην αρθρογραφία τους αναφέρθηκαν σε αυτό το ζήτημα, έχω την εντύπωση ότι παρέλειψαν κάτι σημαντικό. Τον τρόπο –και το μέσο– με τον οποίο οι αναγνώστες (και οι ακροατές-τηλεθεατές) διαμόρφωσαν την αντίληψή τους σχετικά με το νόημα, τη μορφή, το περιεχόμενο, τους στόχους και τον ρόλο της δημοσιογραφίας στις μέρες μας. Όλες οι μετρήσεις δείχνουν την κυριαρχία της τηλεόρασης στην κάλυψη των ενημερωτικών αναγκών των πολιτών. Δεν είναι άστοχο, λοιπόν, να ισχυριστεί κάποιος ότι η αντίληψη που οι άνθρωποι της τηλεόρασης έχουν για την ενημέρωση –και τη δημοσιογραφία– είναι και η επικρατούσα.

Με τη διαφορά ότι η τηλεοπτική δημοσιογραφία δεν έχει ως σημείο αναφοράς την ενημέρωση, αλλά την αγορά. Η είδηση έχει γίνει ένα προϊόν που πωλείται και αποφέρει διάφορα «κέρδη» και όχι μόνον οικονομικού χαρακτήρα. Βέβαια, επειδή σε μια μικρή κοινωνία όπως η δική μας οι ειδήσεις είναι ελάχιστες, οι κάθε λογής «πληροφορίες» βαφτίζονται «ειδήσεις» και ρίχνονται στην αγορά, που δεν μπορεί πλέον –στην πλειονότητά της– να καταλάβει τη διαφορά της «είδησης», του «σχολίου» και της «πληροφορίας».

Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που ευνοεί την παθητική παρακολούθηση και τη δημιουργία εντυπώσεων με την κατάλληλη χρήση της εικόνας και του μοντάζ. Είναι το ιδανικό εργαλείο για την παραπληροφόρηση και τη δημιουργία ψευδαισθήσεων, πόσω μάλλον όταν ελάχιστοι μπορούν να διακρίνουν τι κρύβεται πίσω από την κάθε «πληροφορία», η οποία έχει στόχο να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού, για να την αγοράσει. Συχνά η τηλε-δημοσιογραφία έχει ως πρώτο στόχο να κολακέψει το κοινό για να κερδίσει την προσοχή του.

Η δημοσιογραφία της τηλεόρασης, που ορίζεται από τον περιορισμένο χρόνο, λατρεύει τις «ατάκες» και αποθεώνει την αποσπασματική σκέψη. Κι αυτά δεν είναι τα μόνα της χαρακτηριστικά. Όμως, η σημαντικότερη ζημιά που η τηλεοπτική δημοσιογραφία έκανε στην ενημέρωση και στην αντίληψη του κοινού για τη δημοσιογραφία είναι ότι «πάνε να του περάσουν γραμμή». Και σε αυτό οι περισσότεροι αντιδρούν. Εκλαμβάνουν τη γνώμη, την άποψη που εκφράζει κάποιος, ως μία ντιρεκτίβα που εκπόνησε κάποιο κέντρο (ένα κόμμα, μία ΠΑΕ κ.ά.) και ο δημοσιογράφος τη μεταφέρει με στόχο να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη αντίληψη στην κοινή γνώμη.

ΔΥο επισημάνσεις. Η κοινή γνώμη που δέχεται –χωρίς κριτική σκέψη– την όποια άποψη της σερβίρουν, μπορεί να παραμένει «κοινή», αλλά δεν είναι «γνώμη». Εχει μεταμορφωθεί σ' ένα απλό παπαγαλάκι. Δεύτερη επισήμανση. Μπορεί να υπάρχουν δημοσιογράφοι «παπαγαλάκια», αλλά δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι. Και όταν κάποιοι δημοσιογράφοι συμπίπτουν σε μία ή περισσότερες εκτιμήσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο είδος συνωμοσίας, που πολύ εύκολα κάποιοι (ακροατές ή αναγνώστες) ανακαλύπτουν. Και ανακαλύπτουν συνωμοσίες για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι δεν τους αρέσει η πραγματικότητα που κάποιοι τους περιγράφουν και με τη θεωρία της συνωμοσίας την εξορκίζουν (μην ξεχνάτε το αμερικανικό μότο για τη δημοσιογραφία, που είναι το έμβλημα της τηλε–δημοσιογραφίας, σύμφωνα με το οποίο «μην αφήνεις την πραγματικότητα να σου χαλάσει μια ωραία ιστορία»). Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την απουσία ή την αδυναμία κριτικής σκέψης.

Η ελληνική εκπαίδευση, εδώ και χρόνια, παράγει ανθρώπους που μπορούν να αναπαράγουν τις σκέψεις ή τις απόψεις που διαβάζουν –ή τους υπαγορεύουν–, αλλά αδυνατούν να παράγουν σκέψη. Αυτό δηλώνει η διαρκώς επαναλαμβανόμενη φράση «γνώμη μου». Γνώμη έχουν όλοι. Το ζήτημα είναι πόσοι σκέφτονται. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, την κριτική που ασκήθηκε στον Ρεχάγκελ, τώρα. Παρά τα όσα κάποιοι θέλουν να πιστεύουν, δεν βγαίνει καθημερινά κάποια γραμμή από τον Χελάκη ή τον Σωτηρακόπουλο που να εκφράζει μία άποψη, την οποία όλοι οφείλουν να υπερασπίζονται σθεναρά για να μη χάσουν τη δουλειά τους. Αν υπάρχουν άνθρωποι που το πιστεύουν, μου θυμίζουν εκείνους τους δυστυχείς που ανακαλύπτουν πόσο δύσκολο είναι να βρεις μια τυφλή μαύρη γάτα σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο, ιδίως όταν η γάτα δεν είναι εκεί.

Ο τίτλος της εφημερίδας είναι το ρούχο το οποίο διαλέγει κάθε μέρα για να βγει στην αγορά. Δεν είναι το ρούχο που είμαστε υποχρεωμένοι να φορέσουμε εμείς που δουλεύουμε εδώ. Ούτε, φυσικά, εσείς που την αγοράζετε. Αν διαλέγεις την εφημερίδα μόνο από τον τίτλο και όχι γι’ αυτά που περιέχει, ψάχνεις την τυφλή μαύρη γάτα. Η πρόσκληση του Καψή –καθώς και οι εξηγήσεις που δόθηκαν– ήταν λάθος. Με αφορμή αυτό το λάθος, κάποιοι υπενθύμισαν –κατά τη γνώμη τους– και άλλα λάθη του Ρεχάγκελ, όπως το να μην παρακολουθεί τα παιχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος, να περνά τον περισσότερο καιρό του στη Γερμανία ή να έχει σαν αποκλειστική γέφυρά του με την ελληνική πραγματικότητα τον Τοπαλίδη.

Ε, όλοι όσοι το έκαναν δεν πήραν μέρος σε κάποια συνωμοσία, η οποία έχει στόχο –για παράδειγμα– να φέρει τον Μπάγεβιτς στην Eθνική. Υπενθύμισαν την πραγματικότητα που, είτε αρέσει είτε όχι, υφίσταται. Φυσικά, είναι δικαίωμα του καθενός να κρίνει τις απόψεις των δημοσιογράφων, όπως είναι δικαίωμα –και υποχρέωση– των δημοσιογράφων να κρίνουν τον Ρεχάγκελ και όποιον άλλο. Και την εντιμότητα της κριτικής πράξης μπορούμε πολύ εύκολα να την εντοπίσουμε. Τέλος, για να μη σας κουράζω άλλο, είναι δικαίωμα κάποιων να πιστεύουν ότι η ενημέρωση –πρέπει να– είναι μια εμπορική πράξη και να έχει τα χαρακτηριστικά που της δίνει η τηλεόραση. Αν είναι έτσι, τότε και η ηλιθιότητα πρέπει να βγει στη διατίμηση.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x