Παλαιότερες

Πήραν Παγκόσμιο Κύπελλο κι ο κόσμος τούς γύρισε την πλάτη (Sportday / Χρ.Χαραλαμπόπουλος)

Αν για μας ήταν ευκαιρία, που χάσαμε, το Ευρωπαϊκό της Πορτογαλίας, μία ευκαιρία περίπου ανάλογου μεγέθους πρέπει να είναι για τους Ιταλούς το Παγκόσμιο Κύπελλο που κατέκτησαν το καλοκαίρι, στο Βερολίνο. Μία ευκαιρία που τη χρειάζονται για να βελτιώσουν το ποδόσφαιρό τους. Ενα ποδόσφαιρο που από τις ημέρες της δόξας στη δεκαετία του '80 παρακμάζει διαρκώς. Στη γειτονική Ιταλία, τα προβλήματα δεν εντοπίζονται μόνο στη βία ή την πτώση της θεαματικότητας. Ο ρατσισμός είναι μία μεγάλη πληγή στο ιταλικό ποδόσφαιρο, μία πληγή στην οποία πρωτοστατούν τα νεο-φασιστικά στοιχεία που βρίσκουν καταφύγιο στα πέταλα των γηπέδων. Οι φανατικοί οπαδοί της Λάτσιο έχουν τα πρωτεία.

Η ρατσιστική βία έχει διώξει πολλούς φιλάθλους από τα ιταλικά γήπεδα και έχει κάνει μεγάλη ζημιά στο ποδόσφαιρο μιας χώρας, που στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και για μία δεκαετία σχεδόν, το πρωτάθλημά της ήταν το καλύτερο στον κόσμο. Πώς όμως φθάσαμε μέχρις εδώ; Αυτό που στην Ιταλία ήταν γιορτή, τα ποδοσφαιρικά απογεύματα της Κυριακής, τώρα έχουν μεταμορφωθεί σε μία θλιβερή και μίζερη παράσταση. Ο μέσος όρος των 40 χιλιάδων εισιτηρίων ανά παιχνίδι στη δεκαετία του '80, την περίοδο 2004-2005 έπεσε στους 22 χιλιάδες θεατές περίπου, νούμερο που είναι κατά 13% χαμηλότερο από την περίοδο 2003-2004. Και φέτος, τις 7 πρώτες αγωνιστικές ο μέσος όρος των εισιτηρίων έφτασε τα 19.511, που είναι ο χαμηλότερος από τη δεκαετία του '70 και λίγο παραπάνω από τον μισό μέσο όρο των εισιτηρίων στην Πρέμιερσιπ, που βρίσκεται στα 34.084.

Τα εισιτήρια στο Καμπιονάτο είναι λιγότερα από τη Γερμανία και την Ισπανία, αλλά βρίσκονται λίγο παραπάνω από τον μέσο όρο του γαλλικού πρωταθλήματος, που φτάνει τα 17.368. Την προπερασμένη αγωνιστική περίοδο, η «Μεγάλη Κυρία» του ιταλικού ποδοσφαίρου, η Γιουβέντους, που αγωνιζόταν στη Serie A, συγκέντρωσε λιγότερους θεατές από όσους συγκέντρωσε η Γουλβς στην Αγγλία, η οποία μάλιστα δεν αγωνιζόταν καν στην Πρέμιερσιπ. Τα νέα παιδιά δεν προτιμούν το ποδόσφαιρο όπως παλιότερα και τα μεγάλα είδωλα δεν προέρχονται πλέον από τον κόσμο του ποδοσφαίρου, αλλά από άλλα σπορ, όπως ο μηχανοκίνητος αθλητισμός. Ο παγκόσμιος πρωταθλητής της μοτοσικλέτας Βαλεντίνο Ρόσσι είναι πιο δημοφιλής από τους ποδοσφαιριστές. Τα παιχνίδια της εθνικής Ιταλίας δεν αποτελούν πια το κοινωνικό γεγονός που αποτελούσαν παλιότερα. Ακόμα και η μεγάλη βίβλος του ιταλικού ποδοσφαίρου, η πασίγνωστη εφημερίδα «Gazzetta dello Sport», έχασε το ένα τρίτο των αναγνωστών της μέσα σε μία δεκαετία. Πολλοί μιλούν για τις υψηλές τιμές των εισιτηρίων.

Βέβαια, ακόμα και σήμερα μπορεί κάποιος να βρει εισιτήρια με 20 ευρώ, ίσως και λιγότερα, αλλά έτσι δεν μπορεί να εξασφαλίσει κάτι περισσότερο από μία θέση στο πέταλο ή πίσω από τις εστίες, όπου γίνεται ο μεγάλος χαμός. Ενα εισιτήριο σε μία «καλή» θέση κοστίζει συνήθως γύρω στα 70 ευρώ. Αυτή η εικόνα του ιταλικού ποδοσφαίρου και οι κερκίδες που αδειάζουν συνεχώς ήταν το αντικείμενο του άρθρου του Αρίγκο Σάκι, που δημοσιεύτηκε στις αρχές της βδομάδας στην «Gazzetta dello Sport». Ο Σάκι δεν πιστεύει ότι η τηλεοπτική κάλυψη έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην πτώση των εισιτηρίων, την ώρα που υπάρχουν η ρατσιστική βία, τα σκάνδαλα και η προβλέψιμη κατάληξη του ιταλικού πρωταθλήματος τα τελευταία χρόνια. Θεωρεί ότι η απουσία της Γιουβέντους από τη Serie A φέτος είναι ένα πλήγμα, αλλά υπογραμμίζει ότι το «Calciopoli» ήταν ένα ισχυρό χτύπημα στην αξιοπιστία του ιταλικού ποδοσφαίρου, που απομάκρυνε από τα γήπεδα ακόμα περισσότερους φιλάθλους.

Σε όλα αυτά πρέπει να υπολογίσει κάποιος και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα των ιταλικών ομάδων. Ο νόμος που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι για τη ρύθμιση των χρεών των ιταλικών ομάδων προβλέπει τη σταδιακή εξόφληση του συνολικού χρέους των 600 εκατομμυρίων ευρώ μέσα σε μία δεκαπενταετία. Στο ιταλικό ποδόσφαιρο, βέβαια, είχαμε και τις περιπτώσεις των «μεγάλων κανονιών», όπως της Πάρμα, που χτυπήθηκε από την οικονομική κατάρρευση της πολυεθνικής εταιρείας γαλακτοκομικών Parmalat, της Λάτσιο ή της Ρόμα, και οι τρεις από τις μεγάλες ποδοσφαιρικές δυνάμεις της γειτονικής χώρας. Το μεγάλο πρόβλημα των ιταλικών ομάδων συνεχίζει να παραμένει το υψηλό λειτουργικό κόστος, τα έξοδα δηλαδή. Οι μισθοί των ποδοσφαιριστών, παρά τις συνεχείς μειώσεις, παραμένουν υψηλοί και τα έσοδα είναι περιορισμένα. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι το 75% του συνολικού ποσού που δόθηκε πέρυσι για τα τηλεοπτικά δικαιώματα κατευθύνθηκε στα ταμεία πέντε ομάδων, της Μίλαν, της Γιούβε, της Ρόμα, της Ιντερ και της Λάτσιο.

Αν αυτό το ποσό δεν πέσει τουλάχιστον στο 40%, τότε το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών θα διευρύνεται όλο και περισσότερο. Ενα ακόμα στοιχείο που συμβάλλει στην απαξιωτική εικόνα του ιταλικού ποδοσφαίρου έχει να κάνει με τα γήπεδα της γειτονικής χώρας, που, παρά το γεγονός ότι φιλοξένησε ένα Μουντιάλ πριν από 15 χρόνια, θεωρούνται ξεπερασμένα. Όλα αυτά έχουν κρατήσει τους περισσότερους Ιταλούς φιλάθλους στον καναπέ του σπιτιού τους, αφού προτιμούν να παρακολουθούν τα παιχνίδια από την τηλεόραση. Ίσως, η αναστάτωση -και η ανακατανομή «εξουσίας»- που προκάλεσε το σκάνδαλο Μότζι, αλλά και η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, να είναι μια καλή ευκαιρία για την αναγέννηση του ιταλικού ποδοσφαίρου. Ενός ποδοσφαίρου που μπορεί να βρίσκεται σε κρίση, αλλά δεν κινδυνεύει να μείνει με μία ομάδα στο Τσάμπιονς Λιγκ, η οποία μάλιστα δεν θα προκρίνεται απευθείας στους ομίλους.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x