Στη Μελβούρνη, τον Μάιο, «εμείς ήρθαμε για φιλικό, αλλ' αυτοί το πήραν πολύ σοβαρά». Στο Μάντσεστερ, τον Αύγουστο, «εμείς ήρθαμε για φιλικό, αλλ' αυτοί το πήραν πολύ σοβαρά». Στο Παρίσι, Νοέμβριο, απόψε, δεν... θ' αντέξω να ξανακούσω απ' το σκουριασμένο γραμμόφωνο του Ρεχάγκελ, για τρίτη στη σειρά φορά, την ίδια τυποποιημένη ατάκα.
Ισχύουν, τα περί διαφοράς στη δύναμη του κινήτρου, πράγματι:
• Τον Μάιο, η αποκαμωμένη Ελλάδα είχε κατεβάσει ρολά (μετά τη λήξη και του εθνικού πρωταθλήματος), την ώρα που οι Αυστραλοί έδιναν το αποχαιρετιστήριο σόου πριν τους κατευοδώσει ο (τρελαμένος) κόσμος για το ταξίδι στο Μουντιάλ. Εξήντα λεπτά πριν αρχίσει τις αλλαγές ο Χίντινκ, είχαμε χάσει την μπάλα.
• Τον Αύγουστο, η νυσταγμένη Ελλάδα δεν είχε προλάβει ν' ανεβάσει ρολά (πριν από την έναρξη του πρωταθλήματος), την ώρα που ο ΜακΚλάρεν πραγματοποιούσε το ντεμπούτο του στον πάγκο κι η Αγγλία διψούσε, μετά Σβεν-Γιόραν Ερικσον, για τη μία εμφάνιση της εξιλέωσης μετά το καταστροφικό Παγκόσμιο Κύπελλο. Το κοντέρ είχε γράψει τέσσερα, σε μισή ώρα μέσα.
• Τώρα, οι Γάλλοι μάς πρόσφεραν, λέγεται, 200.000 ευρώ για να πάμε να κάνουμε τους παρτενέρ στο δικό τους πάρτι (όπου θα τιμήσουν τους «χρυσούς» θριαμβευτές του Μουντιάλ '98 και του Euro 2000). Η Γαλλία, η αλήθεια είναι, δεν έχει καμιά φοβερή παράδοση να σκίζει, ή και να... σκίζεται, στα εντός έδρας φιλικά. Κι η νωπή ήττα απ' τη Σκωτία στη Γλασκώβη, λίγον καιρό μετά το πειστικό 3-1 επί των Ιταλών, υπογραμμίζει την αντιφατικότητά της.
Αλλά μονάχα την ενδεκάδα με την οποία θα μπουν στο παιγνίδι να κοιτάξει κανείς, ακόμα κι αν λογαριάσουμε ότι ούτε αυτή τη φορά θα σανιδώσουν το γκάζι, εξοικονομώντας τους εαυτούς τους για την εποχική προτεραιότητα των υποχρεώσεων στα κλαμπ, πάλι ένα μισάωρο να τη βάλουν κάτω, φτάνει για να τρέχουμε ψάχνοντας, πανικόβλητοι, την μπάλα.
Η Εθνική, συνεπώς, για να μην ξανακούσουμε... το ανήκουστο, οφείλει ν' αποφασίσει: 'Η δεν θα πηγαίνουμε να παίζουμε φιλικά σε μέρη όπου οι άλλοι τα παίρνουν «πολύ σοβαρά» (και θα επιστρέψουμε στην όχι μακρινή εποχή που, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ανταλλάσσαμε ανώδυνες επισκέψεις με τους αδελφούς Κυπρίους!) ή, εφόσον συνεχίζουμε να πηγαίνουμε, θα τα παίρνουμε κι εμείς άλλο τόσο «πολύ σοβαρά».
Ασφαλώς, η διαφορά του Μαΐου ή του Αυγούστου με τον Νοέμβριο είναι ότι η Εθνική στο μεταξύ, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, έχει (δουλέψει σκληρά για να δημιουργήσει μπροστά απ' τα στήθη της) την προστατευτική ασπίδα του «3/3» στο ξεκίνημα των προκριματικών του Euro 2008. Ενώ τότε το μόνο που είχε ήταν η γκρίνια για τον αποκλεισμό απ' το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ηταν, δηλαδή, ευάλωτη. Τώρα, σε ανάλογο κρούσμα... απώλειας αυγών και καλαθιών, θα της την πουν (πούμε) πιο απαλά, ακριβώς εξαιτίας του «3/3». Αλλά, πάλι, δεν είν' αυτό (το πόσο θα τους την πούμε) το νόημα.
Δεν μπορεί να 'ναι αυτό ο μπούσουλας της (αγωνιστικής) συμπεριφοράς. Ο μοναδικός μπούσουλας που νοείται να κατευθύνει συμπεριφορές είναι η αίσθηση του στάτους. Η Ελλάδα είναι η πρωταθλήτρια Ευρώπης, άλλωστε γι' αυτό την καλούν υψηλοί οικοδεσπότες σε ματς επίδειξης αριστερά και δεξιά, και τούτο το στάτους είναι που οφείλει, της αρέσει ή όχι, να υπερασπίζεται μες στα γήπεδα του κόσμου. Οχι, ακριβώς, ελαφρύ φορτίο. Αλλά φορτίο για το οποίο δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή απ' το να μάθει, η ομάδα, να ζει μ' αυτό στην πλάτη. Να το διαχειρίζεται, σε κάθε στιγμή.
Το ματς, σήμερα, είναι και μια (αναγκαστική) «άσκηση δίχως τον Γιούρκα». Αυτή η ομάδα, εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια, δεν έχει εκπαιδευτεί, απλούστατα επειδή ο Σεϊταρίδης σπανιότατα λείπει, να λειτουργεί ερήμην του πιο ακριβού περιουσιακού στοιχείου στο σύγχρονο ελληνικό φούτμπολ. Ο Γιούρκας παρασύρθηκε απ' τη γενικώς καθοδική διετία της Ελλάδας μετά την Πορτογαλία, έως... προσωποποίησε αυτή την κάθοδο. Είχε φτάσει σε σημείο να εκνευρίζονται αγρίως μαζί του οι πιο παλαιοί απ' τους συμπαίκτες του στην Εθνική, ενώ τον ξέρουν σαν τη μάνα και τον πατέρα του. Ενας απ' αυτούς μου εξομολογήθηκε κάποτε: «ξέρω ότι δεν είναι αλήθεια, ο Γιούρκας δεν είναι αδιάφορος, αλλά δίνει τόσο, μα τόσο πολύ την εντύπωση του αδιάφορου που, ενώ το ξέρω ότι δεν ισχύει, πάλι με τρελαίνει».
Πιθανότατα, ο Σεϊταρίδης την προηγούμενη διετία απλώς μετέφερε ασυναίσθητα στην Εθνική όσα (όχι, ακριβώς, αίσια) του συνέβαιναν στην Πόρτο, μετά στην εξορία της Μόσχας, εν τέλει στο μυαλό του το ίδιο μέσα. Πλέον, είναι καιρός που ήθελα να το κάνω, αλλά περίμενα την ευκαιρία, νιώθω την υποχρέωση να καταθέσω, απ' την εμπειρία των τριών αγώνων του φθινοπώρου, ότι ο Σεϊταρίδης (με την, προφανή, βοήθεια της ένταξής του στην Ατλέτικο Μαδρίτης) ξαναβρήκε εκεί, στον προηγμένο κόσμο, τα ίσα του. Τον εαυτό του. Τον σωστό δρόμο, προς τα δικαιολογημένα όνειρά του. Έγινε, πάλι, ο παλαιός καλός Γιούρκας. Σε βελτιωμένη και επαυξημένη, μάλιστα, έκδοση. Καθώς σιγά σιγά, με τα 25 χρόνια του κλεισμένα απ' το καλοκαίρι, η ωριμότητα (η διαδικασία, αν θέλετε, του αγοριού που γίνεται άνδρας) επέρχεται.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






