Δώδεκα μόλις χρόνια πριν, η εικόνα του αγγλικού ποδοσφαίρου δεν ήταν τόσο ελκυστική όσο μοιάζει να είναι σήμερα. Το ποδόσφαιρο στο νησί προσπαθούσε να συνέλθει από τις δύο μεγάλες τραγωδίες που το είχαν σημαδέψει ανεξίτηλα –το Χέιζελ και το Χίλσμπορο- ενώ παράλληλα πολεμούσε τον χουλιγκανισμό και προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό του.
Τότε, ο νόμος Μποσμάν δεν υπήρχε ακόμα, οι φίλαθλοι αγόραζαν το εισιτήριό τους από τις θύρες των γηπέδων λίγο πριν από τον αγώνα, τα γήπεδα ήταν γεμάτα κατά τα 2/3, ο μέσος όρος εισιτηρίων βρισκόταν στις 26.000, πολλά από τα γήπεδα των ομάδων της Πρέμιερσιπ είχαν ακόμα θέσεις ορθίων και η τηλεόραση του SKY έδειχνε ζωντανά μόλις 40 παιχνίδια τον χρόνο την Κυριακή το απόγευμα και τη Δευτέρα το βράδυ.
Τώρα, για να παρακολουθήσεις ένα παιχνίδι θα πρέπει να προαγοράσεις το εισιτήριό σου, ο μέσος όρος στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια της Πρέμιερσιπ έχει ξεπεράσει τις 34.000 και στα 380 συνολικά παιχνίδια της Πρέμιερσιπ μέσα σε μία περίοδο, η πληρότητα των γηπέδων –που όλα τώρα έχουν μόνο θέσεις καθήμενων- ξεκινά από το 67% και φθάνει το 98%. Το SKY και το ιρλανδικό καλωδιακό SENTANA από τη νέα περίοδο θα δείχνουν 180 παιχνίδια ζωντανά τον χρόνο, ενώ οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές κερδίζουν μέσα σε μία βδομάδα τόσα χρήματα, που οι ποδοσφαιριστές το 1994 έκαναν μήνες για να κερδίσουν.
Ομως, παρ' όλα τα θετικά στοιχεία που εύκολα εντοπίζονται, το αγγλικό ποδόσφαιρο δεν είναι σε καλή κατάσταση, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει. Πληρώνει την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας στην οποία παραδόθηκε μετά το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του '96 που έγινε στην Αγγλία. Επειτα από εκείνη τη χρονιά, οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών εκτινάχθηκαν στα ύψη –με την προσδοκία των υψηλότερων εσόδων από την τηλεόραση-, 29 ομάδες μπήκαν στο χρηματιστήριο, οι ομάδες ξόδευαν τεράστια ποσά για μεταγραφές ώστε να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές, δανείστηκαν χρήματα για να ανακατασκευάσουν τα γήπεδά τους και όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι το ποδόσφαιρο ήταν η «χρυσή αγελάδα» που όλοι μπορούσαν να «αρμέξουν».
Τότε, η αντίληψη που ήταν ευρύτατα διαδεδομένη υποστήριζε ότι το να κερδίσει χρήματα ένας σύλλογος ήταν τόσο απλό όσο το να σκοράρεις σε άδειο τέρμα από τα τρία μέτρα. Την περίοδο της ευφορίας διαδέχτηκε η σκληρή οικονομικά πραγματικότητα, που ήρθε να διορθώσει τις υπερβολές της σπατάλης. Πολλές ομάδες αναγκάστηκαν να μπουν σε καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης μετά την κατάρρευση του τηλεοπτικού οργανισμού της ITV, οι τιμές των μετοχών άρχισαν να πέφτουν χαμηλά, και υπήρξαν ομάδες που αποβλήθηκαν από το χρηματιστήριο.
Αν το πρώτο επενδυτικό κύμα στο αγγλικό ποδόσφαιρο τοποθετείται εκεί γύρω στο μέσον της δεκαετίας του '90, όταν όλες οι ομάδες της Πρέμιερσιπ ανακάλυψαν ότι μπορούν να αντλήσουν τεράστια ποσά από το χρηματιστήριο και το δεύτερο κύμα εισόδου των επενδυτών τοποθετείται εκεί γύρω στις αρχές του 1999, όταν αρκετές εταιρείες Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας αγόρασαν μερίδια μετοχών σε πολλές ομάδες, το τρίτο κύμα άρχισε να εκδηλώνεται με την εξαγορά των αγγλικών ομάδων. Αποκλειστικά με επενδυτές εκτός Αγγλίας. Ο Αλ Φαγέντ, ο άραβας ιδιοκτήτης της Φούλαμ, δεν είναι πια μόνος.
Μετά την Τσέλσι, τη Γιουνάιτεντ, την Πόρτσμουθ, την Αστον Βίλα και τη Γουέστ Χαμ, φαίνεται ότι ήρθε και η σειρά της Λίβερπουλ, κάτι που πολλοί περίμεναν εδώ και ένα χρόνο. Ο Ντέιβιντ Μουρς, η οικογένεια του οποίου ελέγχει την ομάδα του μεγάλου λιμανιού από το 1951, ενώ τελευταία απέρριψε τρεις προτάσεις για την εξαγορά της ομάδας, φαίνεται ότι τελικά ενέδωσε. Ως πιθανός αγοραστής εμφανίζεται η εταιρεία DCI, η οποία ελέγχεται από την οικογένεια Μακτούμ που κυβερνά το κρατίδιο του Ντουμπάι, οι εκπρόσωποι της οποίας πήραν άδεια να κάνουν έλεγχο στα βιβλία της Λίβερπουλ.
Το τίμημα της εξαγοράς υπολογίζεται γύρω στα 670 εκατ. ευρώ. Ο αγοραστής θα καταβάλει επιπλέον και το ποσόν των 300 εκατ. ευρώ που απαιτούνται για την κατασκευή του νέου γηπέδου. Παράλληλα, θα αναλάβει και τις συνολικές οικονομικές υποχρεώσεις της ομάδας, οι οποίες ανέρχονται στα 120 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ο Μουρς θα παραμείνει ως επίτιμος πρόεδρος, όπως και ο εκτελεστικός διευθυντής της ομάδας, ο Ρικ Πάρι, που χειρίζεται το ζήτημα του καινούργιου γηπέδου.
Ο Τσάρος που ήρθε από το πουθενά
Aν ψάχνετε το αστέρι της Σαχτάρ, μην το αναζητήσετε ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της ουκρανικής ομάδας. Το πραγματικό αστέρι των Ουκρανών είναι ο πρόεδρός τους, ο Ρινάτ Αχμέτοφ που μαζί με τον αντιπρόεδρο της Σαχτάρ, τον διευθυντή της ομάδας και τον γενικό της γραμματέα, εξελέγησαν μέλη του ουκρανικού κοινοβουλίου στις τελευταίες εκλογές.
Ο Αχμέτοφ, ο οποίος γεννήθηκε το 1966 στο Ντόνετσκ από οικογένεια ανθρακωρύχων, τα κατάφερε αρκετά καλά στη ζωή του μέχρι τώρα, αφού θεωρείται ο πλουσιότερος Ουκρανός με προσωπική περιουσία που φτάνει τα 7,2 δισ. δολάρια. Τα πλούτη του Αχμέτοφ είναι που άλλαξαν τις τύχες της ομάδας των «ανθρακωρύχων» και ανέβασαν τον ετήσιο προϋπολογισμό της στα 85 εκατ. δολάρια.
Ο Αχμέτοφ, του οποίου ο πατέρας πέθανε από τη νόσο των ανθρακωρύχων, σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Ντόνετσκ, αλλά η γοργή ανέλιξη και ο πλουτισμός του δεν οφείλονται στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο, όσο στο ταλέντο που είχε να κάνει τις «κατάλληλες» γνωριμίες. Γνωριμίες που ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες στο χάος που ακολούθησε μετά τον Γκορμπατσόφ και τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ.
Ο πρόεδρος της ουκρανικής ομάδας ξεκίνησε την «καριέρα του» στα τέλη της δεκαετίας του '80, δουλεύοντας σε ένα πρατήριο κρεάτων, στο οποίο διευθυντής ήταν ένας θείος του. Αυτός ο θείος, εκμεταλλευόμενος την έλλειψη κρέατος, έστησε έναν μηχανισμό μαύρης αγοράς κερδίζοντας πολλά χρήματα και μαζί του ο Αχμέτοφ κέρδιζε και μάθαινε.
Πολλές περίεργες φήμες τον συνοδεύουν από εκείνη την περίοδο, όπως αυτή που υποστηρίζει ότι έκανε πολλές από τις «βρόμικες» δουλειές του θείου του ή ότι ταξίδευε μία με δύο φορές τον μήνα στη Μόσχα για να χαρτοπαίζει και κάθε φορά γύριζε πλουσιότερος κατά 20-30 χιλιάδες δολάρια, ποσόν μεγάλο εκείνη την εποχή. Οταν ο θείος του σε μία φάση του πολέμου των συμμοριών το 1995 δολοφονήθηκε στις εξέδρες του γηπέδου της Σαχτάρ από την έκρηξη ενός μηχανισμού που πυροδοτήθηκε από απόσταση, ο Αχμέτοφ τον κληρονόμησε.
Ενα χρόνο αργότερα, αγοράζει τη Σαχτάρ που τότε είχε ετήσιο προϋπολογισμό 1 εκατ. δολαρίων. Η οικονομική αυτοκρατορία του Αχμέτοφ περιλαμβάνει μεταλλουργικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ασφάλειες, εμπόριο αυτοκινήτων και άλλες δραστηριότητες, η πιο σημαντική από τις οποίες είναι η αποκλειστικότητα στην εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Μία αποκλειστικότητα που ο Αχμέτοφ πήρε από τον ίδιο τον Πούτιν.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






