Πριν από πέντε χρόνια ο Παναθηναϊκός με εκείνη την ομάδα είχε χάσει 1-0 από τη Μαγιόρκα. Ηταν το τελευταίο ματς του ομίλου του Τσάμπιονς Λιγκ. Πριν από αυτό, ο Παναθηναϊκός στα προηγούμενα πέντε είχε νικήσει τη Σάλκε με 0-2 και 2-0, την Αρσεναλ με 1-0 και είχε χάσει στο «Χάιμπουρι» με 2-1 και τον Καραγκούνη man of the match, και από τη Μαγιόρκα στο ματς της Λεωφόρου. Θέαμα; Να χασμουριέσαι. Αποτελέσματα; Για τις σημερινές συνθήκες εξωπραγματικά. Προχθές ο Παναθηναϊκός έπαιξε εναντίον της Παρί Σεν Ζερμέν. Οπως και τη σεζόν 2001-02, ο Παναθηναϊκός ήταν αδιάφορος. Εδώ όμως τελειώνουν οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο σεζόν. Η Παρί είναι 15η στο γαλλικό πρωτάθλημα και αναγκάστηκε να κλείσει την κερκίδα των φανατικών της μετά τον φόνο ενός οπαδού της από αστυνομικό στο ματς με τη Χάποελ. Ο Παναθηναϊκός πήγε στη Γαλλία έχοντας προκριθεί έπειτα από νίκες επί της Μπλάντα Μπόλεσλαβ, της Χάποελ Τελ Αβίβ και μια ισοπαλία εντός έδρας με τη Ραπίντ. Επίσης ο Παναθηναϊκός δεν μπόρεσε να επαναλάβει την κοντρολαρισμένη ήττα της Μαγιόρκα, αλλά έχασε με 4-0, με την Παρί να πετυχαίνει τρία γκολ σε πέντε λεπτά. Σίγουρα η ήττα του Παναθηναϊκού, αλλά όχι και η έκτασή της, οφείλεται σε αδιαφορία. Εν μέρει η ήττα του Παναθηναϊκού οφείλεται στην υποβάθμιση των ελληνικών ομάδων. Ο πριν από πέντε χρόνια Παναθηναϊκός, όπως και ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ, σε ποιότητα παικτών δεν έχει σχέση με τη σημερινή ομάδα. Η τετράδα Βίκτορ, Γκονζάλες, Παπαδόπουλος και Σαλπιγγίδης θα μπορούσε να διεκδικήσει θέση στην τότε ενδεκάδα, αλλά από τους τότε παίκτες κανένας δεν θα ένιωθε να απειλείται από κάποιον σημερινό. Κυρίως όμως η ήττα του Παναθηναϊκού οφείλεται σε αλλαγή πολιτικής. Τότε το μεσομακροπρόθεσμο σχέδιο του Αγγελου Φιλιππίδη ήταν η διεκδίκηση του Κυπέλλου UEFA. Σήμερα το βραχυπρόθεσμο σχέδιο του Γιάννη Βαρδινογιάννη είναι το πρωτάθλημα. Φάνηκε και στις δηλώσεις του Εκι και του Βίκτορ μετά το ματς. «Τώρα το μυαλό στην Κέρκυρα». Το ίδιο, νομίζω με την ίδια ομάδα, είχε πει ο Γιώργος Αμανατίδης ύστερα από αποκλεισμό του Ολυμπιακού. Ρούχα μαζί που πλύθηκαν και έχουνε γίνει ροζ.
Περιμένω με αγωνία να διαβάσω τι έγραψαν οι ρουμανικές, οι τσεχικές και οι ισραηλινές εφημερίδες για την εμφάνιση του Παναθηναϊκού στο Παρίσι. Τον ευχαρίστησαν για την πρώτη ομάδα που κατέβασε για να νικήσει την Παρί Σεν Ζερμέν για την ιστορία του, τον ξέχεσαν όπως οι ιταλικές και οι ελληνικές εφημερίδες τη Μίλαν ή θεώρησαν φυσικό μια ομάδα που έχει προκριθεί να αδιαφορεί για το αποτέλεσμα; Πάντως στις ελληνικές εφημερίδες δεν είδα στα πρωτοσέλιδα αναδημοσιεύσεις από ξένες εφημερίδες και να εκδηλώνεται η «ανησυχία» ότι η UEFA μπορεί να έχει δει το ματς και να τιμωρήσει τον Παναθηναϊκό.
Οχι βέβαια ότι η φουστανελάτη δημοσιογραφία δεν υπάρχει σε άλλες χώρες. Ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του '70, που οι κραυγές στις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές μεταδόσεις πέρασαν σαν εκδηλώσεις αυθορμητισμού, ακούς Αγγλους και Γερμανούς να μεταδίδουν ματς και με τις κραυγές που βγάζουν νομίζεις ότι στο μικρόφωνο είναι Λατινοαμερικανοί. Το αντικείμενο, πάντως, είναι αν φωνάζεις να είναι στον τύπο σου και να μην το εκβιάζεις. Για παράδειγμα το στυλ του Χελάκη είναι αυτό. Οταν μεταδίδει ματς, περνάει σε άλλη διάσταση και αρχίζει να φωνάζει για την ελληνική ομάδα. Αντίθετα ο Βερνίκος είχε πάντα το ήπιο στυλ της μετάδοσης. Εβγαινε στο μικρόφωνο, έλεγε κυριλέ τους παίκτες, έκανε και δύο-τρία σχόλια για το ματς και όλοι ξέραμε τι να περιμένουμε. Μέχρι το καταραμένο Euro του 2004. Οσο προχωρούσε η Εθνική τόσο έμοιαζε ο Βερνίκος να προβληματίζεται ότι βγαίνει πολύ μπλαζέ σε τέτοιες συνθήκες. Οπου κατέληξε στην επάρατο λύση του «γκολ-γκολ-γκολ».
Οι Λατινοαμερικανοί σπορτκάστερ συνηθίζουν να πανηγυρίζουν τα γκολ των εθνικών τους ομάδων με το μακρόσυρτο «γκολ». Γκοοοοολ. Συνήθως αυτόν τον τόνο κοπιάρουν και οι Ευρωπαίοι σπορτκάστερ, εκτός των Αγγλων, που προτιμούν το κοφτό αλλά εμφαντικό «γκολ» και μετά ρίχνουν το μακρόσυρτο. Τη λατινοαμερικανική σχολή είχε ακολουθήσει και ο Μανώλης Μαυρομμάτης, που νομίζω ότι είναι ο πρώτος που έβαλε το μακρόσυρτο «γκολ» στις τηλεοπτικές μεταδόσεις και το ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Ο Βερνίκος, όμως, αποφάσισε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη. Στα ματς του Euro λάνσαρε το «γκολ-γκολ-γκολ». Γίνεται ως εξής. Ας πούμε ότι το σπικάζ κάνει ο Βερνίκος και το σχόλιο ο Κατσαρός. «Λοιπόν, Κώστα, νομίζω ότι σήμερα η Εθνική δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Αναγκάστηκε να κλειστεί στην άμυνα και η ισοπαλία είναι πιθανόν το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορούμε να περιμένουμε». Ολα αυτά σε τόνο sotto voce. «Νίκο, όπως σωστά επισημαίνεις, η απόδοση της Εθνικής ήταν λίγο άνω του μετρίου και τώρα που πλησιάζουμε προς το τέλος του αγώνα πιθανόν ο ομοσπονδιακός τεχνικός Οτο Ρεχάγκελ να πρέπει να σκεφτεί μία-δύο κινήσεις για να ενισχύσει την άμυνα». Εδώ η φωνή του Βερνίκου έχει πέσει σε τόνους Αλέξη Κωστάλα όταν περιγράφει διπλό άξελ. «Ναι, Κώστα, και κυρίως στη δεξιά πλευρά». Εκείνη τη στιγμή ακουγόταν το επάρατο «γκολ-γκολ-γκολ». Μια φωνή που έμοιαζε να έρχεται από άνθρωπο που κοιμάται και ξυπνάει από έναν εφιάλτη. Οτι η αγαπημένη του γάτα, που ονομάζεται «Γκολ», έχει ψοφήσει. Το άκουγες και φανταζόσουν έναν κάθιδρο άνδρα, ντυμένο με ριγέ πιτζάμα, να είναι καθισμένος στο κρεβάτι και να κοιτάζει την κάμερα σπαράζοντας για την Γκολ, που δεν θα την ξαναταΐσει μπαρμπούνια μαρινάτα.
Υπάρχει εθνικό στυλ μετάδοσης; Εν πολλοίς, ναι. Αν αφαιρέσεις τον Μανώλη Μαυρομμάτη, που το τέμπο της μετάδοσης ήταν σημαντικότερο από την ακρίβεια της περιγραφής, το μόνο κοινό στοιχείο των Ελλήνων σπορτκάστερ ήταν η αποφυγή κορονών. Από εκεί όμως και πέρα ανάμεσα στο κοσμοπολίτικο στυλ του Διακογιάννη μέχρι το εγκυκλοπαιδικό του Σωτηρακόπουλου υπάρχει απόσταση, αλλά όχι και χάος. Το ελληνικό στυλ δεν βασίζεται στην κορόνα, έχει περισσότερη τεχνική ανάλυση από το αγγλικό ή το γερμανικό σπικάζ, λόγω ελληνικού ποδοσφαίρου περισσότερα κολλήματα με τη διαιτησία, μεγαλύτερη εγκυκλοπαιδική πληροφόρηση επειδή οι Ελληνες παρακολουθούμε τα ξένα πρωταθλήματα και αν έχει κάποιο μειονέκτημα είναι ο τρόμος της σιωπής.
Δεν θα αναφερθώ στο γερμανικό σπικάζ, που μπορεί να περάσουν και πέντε δευτερόλεπτα σιωπής, αλλά στο αγγλικό, που αν δεν γίνεται τίποτα ο Αγγλος σπορτκάστερ δεν αναφέρεται στο προφανές «και οι δύο ομάδες θέλουν τη νίκη». Το κύριο όμως στοιχείο για ένα καλό σπικάζ είναι αυτός που μιλάει να είναι ο εαυτός του. Το κερατένιο το μικρόφωνο συγχωρεί το λάθος, το σαρδάμ, αλλά αυτό που δεν συγχωρεί είναι το ψέμα.
Ο μεγαλύτερος μετά τον Χάουαρντ Κοσέλ Αμερικανός σπορτκάστερ είναι ο Μπομπ Κόστας. Ευφυής, με ελαφρά ειρωνεία και έχοντας το χάρισμα της φωτογραφικής μνήμης, ο Μπομπ Κόστας έκανε την εμφάνισή του το 1983 ως σπορτκάστερ του μπέιζμπολ και αργότερα συνεργάστηκε με τον Ντέιβιντ Λέτερμαν κάνοντας μεταδόσεις made for TV events, όπως αγώνες ασανσέρ. Αργότερα πέρασε στις νυκτερινές συνεντεύξεις του NBC συνεχίζοντας να καλύπτει αθλητικά γεγονότα, όπως τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2002. Σε συζήτηση που είχα με τον πρόεδρο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ελληνισμού Andrew Athens, μου έλεγε ότι ο Μπομπ Κόστας, όπως δείχνει πράγματι και το όνομά του, είναι ελληνικής καταγωγής, αλλά για δικούς του λόγους δεν θέλει να έχει καμία ανάμιξη με οργανώσεις Ελλήνων του εξωτερικού.
Στις ανατολικές πολεμικές τέχνες και το ζεν υπάρχουν τρία στάδια. Φόρμα χωρίς περιεχόμενο. Περιεχόμενο χωρίς φόρμα. Ούτε φόρμα ούτε περιεχόμενο. Το τελευταίο μοιάζει άτοπο, αλλά οι δάσκαλοι το λένε θέλοντας να δείξουν ότι όταν η πολεμική τέχνη έχει γίνει δεύτερη φύση του μαθητή όχι μόνο η φόρμα αλλά ούτε το στυλ δεν είναι απαραίτητο. Το αυτό ισχύει μεταφορικά και στο αθλητικό σπικάζ. Φόρμα χωρίς περιεχόμενο, όπου το αντικείμενο είναι το σωστό σκορ και η σωστή προφορά. Περιεχόμενο χωρίς φόρμα, όπου το αντικείμενο είναι η ανάλυση ενός αθλητικού γεγονότος έπειτα από σκέψη. Ούτε φόρμα ούτε περιεχόμενο, όπου ο σπορτκάστερ μιλάει στο στυλ που θα μίλαγε σε οποιαδήποτε άλλη συζήτηση, αφού δεν χρειάζεται ούτε να σκεφτεί αυτά που λέει.
Ο άνθρωπος, όπως και οι σκύλοι, αντιλαμβάνεται καλύτερα τις λέξεις που το τελευταίο τους γράμμα είναι σύμφωνο και όχι φωνήεν. Είναι και ο λόγος που τα προτιμότερα ονόματα σκύλων είναι τα μονοσύλλαβα που το τελευταίο τους γράμμα είναι το «κ». Τα σύμφωνο για να τονιστεί δεν χρειάζεται να γίνει μακρόσυρτο, αλλά ένταση στη φωνή. Αντίθετα το φωνήεν πρέπει να τραβηχτεί για να αποκτήσει ένταση και είναι ο λόγος που όταν οι Λατινοαμερικανοί πανηγυρίζουν στο «γκολ» τραβάνε το «ο» δίνοντας μικρή έμφαση στο «λ». Εάν τονιστεί το «λ», η λέξη χρειάζεται να επαναληφθεί. Γι’ αυτό μερικοί Λατινοαμερικανοί για στυλ φωνάζουν «γκολ-γκολ-γκολ», σε ρυθμό πολυβόλου, αλλά στο τέλος πηγαίνουν πάντα στο πανηγυρικό μακρόσυρτο «γκοοολ».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






