Τον Δεκέμβριο έχουν έρθει στην Ελλάδα μερικοί από τους καλύτερους ξένους που έχουν αγωνιστεί στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο Κριστόφ Βαζέχα κατ' αρχάς. Ο Τόνι Σαβέβσκι. Ο Σίνισα Γκόγκιτς. Ο Χουάν Χοσέ Μπορέλι. Ο Μίλος Σέστιτς και ο Γκενάντι Λιτόφτσενκο. Ο Ελ Καρκουρί. Ο Εκι Γκονζάλες και ο Ζούλιο Σέζαρ, για να μην ξεχνάμε κι αυτούς που παίζουν τώρα. Οι μεταγραφές του χειμώνα ήταν πάντοτε λιγότερες από αυτές που γίνονταν το καλοκαίρι, αλλά συνήθως ήταν πιο σωστές. Ο λόγος είναι απλός: είναι ευκολότερο να γεμίσεις το κενό όταν το βλέπεις.
Οι ελληνικές ομάδες το καλοκαίρι συνήθως αγοράζουν ή προσλαμβάνουν σωρηδόν ποδοσφαιριστές ελπίζοντας ότι θα κερδίσουν το λαχείο. Για κάποιον μυστήριο λόγο πιστεύουν ότι θα πιάσουν κορόιδο όλον τον υπόλοιπο κόσμο και θα αποκτήσουν ένα Μαραντόνα ξοδεύοντας φραγκοδίφραγκα. Θυμάμαι πριν από χρόνια μια συζήτηση του Αρη Λουκόπουλου (που χθες επέστρεψε στο ελληνικό ποδόσφαιρο) με ένα μάνατζερ: «Αν μου βρεις κάποιον παίκτη γύρω στα 22-23 που να είναι διεθνής, γρήγορος, μπαλαδόρος και να παίρνει μέχρι 100 χιλιάδες ευρώ συμβόλαιο, θα με υποχρεώσεις». Το αστείο ήταν ότι πραγματικά πίστευε ότι κάποιος τέτοιος παίκτης κάπου υπάρχει και είναι και διατεθειμένος να φορέσει τη φανέλα της Παναχαϊκής.
Ισχύει
Στην πραγματικότητα, στο μεταγραφικό παζάρι ισχύει το αξίωμα του Νίκου Αναστόπουλου έτσι όπως προκύπτει από μια ιστορία που θα 'θελα να σας διηγηθώ. Πριν από χρόνια, όταν ο Νίκος προπονούσε την Ελευσίνα, του τηλεφώνησε ένας ατζέντης από τη Θεσσαλονίκη για να του προτείνει έναν παίκτη. «Παίζει αριστερά;», ρώτησε ο «Αναστό». «Παίζει», απάντησε ο άλλος. «Δεξιά;». «Ναι». «Είναι γρήγορος;». «Απιαστος!». «Είναι ταχύς;», επέμενε ο κόουτς. «Βολίδα», τόνισε ο μάνατζερ. «Μήπως είναι γρήγορος και δεν είναι ταχύς;», προβληματίστηκε ο «Αναστό» και μαζί του κι εγώ που τον άκουγα. «Μην ανησυχείς», τον καθησύχασε ο αντζέντης, «είναι απ' όλα». Μόνο που ο «allenatore» ανησυχούσε και το 'δειξε. «Κάτσε, ρε», του είπε, «ο παίκτης παίζει δεξιά, παίζει αριστερά είναι και γρήγορος, είναι και ταχύς! Και πώς γίνεται να παίζει στην Κασσάνδρα και όχι στη Ρεάλ Μαδρίτης;».
Μάνατζερ
Δεν ξέρω τι του απάντησε ο μάνατζερ, από τη συζήτηση όμως μου έμεινε ως συμπέρασμα η σχεδόν αξιωματική διαπίστωση του κόουτς, ότι δηλαδή αν όλες οι συστάσεις που συνοδεύουν έναν παίκτη είναι εξαιρετικές, τότε δύο τινά συμβαίνουν: ή οι συστάσεις είναι υπερβολικές ή αυτός που τις κάνει λέει παραμύθια. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο.
Πρωτοσέλιδο
Διάβαζα το χθεσινό πρωτοσέλιδο της «SportDay». Τίποτε από ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Ο Κλέμπερσον και ο Μάρτσιο Νόμπρε είναι δύο δύσκολα στοιχήματα. Στο πρόσφατο παρελθόν έκαναν σπουδαία πράγματα, αλλά η καριέρα τους πήρε την κατιούσα: ειδικά ο Κλέμπερσον θυμίζει πολύ την περίπτωση του Φλάβιο Κονσεϊσάο –μοιάζει με παίκτη που εξαργυρώνει τώρα, γυρνώντας τον κόσμο, τη φήμη που απέκτησε κάποτε! Ο Σεγούντο Καστίγιο έρχεται από το Εκουαδόρ και για να προσαρμοστεί θα χάσει κάνα δίμηνο: στον Ολυμπιακό, όπου συμβαίνουν ένα σωρό τρελά πράγματα, είναι ευκολότερο να καεί, παρά να κάνει τη διαφορά. Ο Σάλβα είναι ένας καλός παίκτης, που μοιάζει σε στυλ με τον Παπαδόπουλο και κινείται σαν τον Σαλπιγγίδη –μπορεί να παίξει εύκολα με τον έναν ή τον άλλον, αλλά πολύ δύσκολα και με τους δύο μαζί! Αν ήμουν ο Τζίγκερ, θα τον αποκτούσα μόνο αν ο Μουνιόθ με έπειθε ότι τον χρειάζεται για βασικό: φτάνουν τα πειράματα. Τον Μονταΐνι, τον στόχο (;) της ΑΕΚ, δεν τον ξέρω, διαβάζω όμως ότι είναι μεσοεπιθετικός και αναρωτιέμαι τι θα τον κάνει η «Ενωση» από τη στιγμή που έχει τον Ιβιτς, τον Τόζερ και τον Κονέ, στον οποίο ο Φερέρ δίνει ευκαιρίες. Ο Μπέτο είναι ένας καλός παίκτης, αλλά παίζει σε μια θέση στην οποία ο Ηρακλής έχει άλλους τέσσερις, τον Πουρσανίδη, τον Πρίττα, τον Λαουάλ και τον Δέντσα. Δεν νομίζω ότι αυτό που λείπει είναι ένας ακόμα αμυντικός χαφ.
«Παλτά»
Τον χειμώνα έχουν έρθει πολύ καλοί παίκτες, έχουν έρθει όμως και πολλά «παλτά» για το κρύο. Δεν ξέρω πόσοι θυμάστε τον Μεντίνα, τον Μπελέτι και τον Νταλ Μόρο, τον μυθικό Εντβάλντο, τον μουντιαλικό Καναδό Βράμπλιτς, τον Εστάι. Οταν οι ομάδες μπαίνουν στη λογική του «να-πάρω-κάτι-για-να-μην-γκρινιάζει-ο-κόσμος», γίνονται μόνο σπατάλες σε χρήματα και όνειρα. Ο Σαΐνιο κανείς δεν κατάλαβε γιατί ήρθε και γιατί έφυγε. Ο Φόλια πέρασε στην ιστορία επειδή ο Μάκης Ψωμιάδης τον αποκαλούσε ο «κύριος Φόλιας» –για κανέναν άλλο λόγο. Ο Βερετένικοφ, η μεγαλύτερη μεταγραφή του Δημήτρη Κοντομηνά στον Αρη, δεν ήταν το «ρωσικό παγοθραυστικό» που περιμέναμε.
Στοιχήματα
Ο Ιανουάριος δεν προσφέρεται για στοιχήματα. Οποιος έρχεται πέφτει στα βαθιά και δεν έχει χρόνο για να πείσει την εξέδρα: αν η εξέδρα δεν ενθουσιαστεί, ο παίκτης δύσκολα πιάνει –η περίπτωση του Σίνισα Γκόγκιτς είναι μοναδική. Ολοι οι άλλοι που ήρθαν Δεκέμβριο και έγραψαν ιστορία το κατάφεραν επειδή έδειξαν αμέσως από τι πάστα ήταν φτιαγμένοι: ο Μπορέλι ήξερε καντάρια μπάλα, απλώς ήταν μικρός και έπρεπε να ωριμάσει, ο Βαζέχα φόρτωνε τις άμυνες με γκολ πριν κατέβει από το αεροπλάνο, ο Σαβέβσκι στο πρώτο του κιόλας ματς έδειξε ότι είναι καθηγητής. Η συμβουλή που θα έδινα στις ελληνικές ομάδες είναι να πάνε στα σίγουρα και να μη ρισκάρουν: δεν είναι η κατάλληλη εποχή.
Πανιώνιος
Πέρυσι τις καλύτερες μεταγραφές του χειμώνα τις έκανε ο Πανιώνιος. Αν ο Αχιλλέας Μπέος δεν αποκτούσε τον Λουτσιάνο, τον Ζωγραφάκη, τον Κουτσόπουλο, τον Καμπάνταη, η ομάδα της Νέας Σμύρνης θα είχε υποβιβαστεί. Ο Μπέος λάτρευε το ρίσκο, πίστευε ότι είναι εύκολο κάθε φορά να βρίσκεις Παρόντι και Πίνο, αλλά στα δύσκολα πήγε στα σίγουρα. Οποιος θέλει να διορθώσει λάθη ή παραλείψεις του καλοκαιριού, αυτό θα πρέπει να κάνει. Οχι μόνο διότι είναι σφάλμα να τζογάρεις όταν καίγεσαι, αλλά κυρίως επειδή ισχύει το αξίωμα του «Αναστό»: οι αληθινά καλοί όλο και κάπου παίζουν…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






