Η διοίκηση του Ολυμπιακού υπέγραψε συμβόλαιο έξι μηνών και option δύο ετών με τον Τάκη Λεμονή. Ετσι εξασφαλίστηκε στο ότι εάν ο Λεμονής πάει καλά ή άσχημα μέχρι το τέλος της σεζόν και εμφανιστεί η Τσέλσι και του κάνει πρόταση για τη θέση του Μουρίνιο, να μπορεί να πει «Sorry Τάκη, δεν μπορείς να πας. Εχουμε option για δύο ακόμα χρόνια. Option που σκοπεύουμε να ασκήσουμε». Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σ' ένα εξάμηνο συμβόλαιο και ένα των δυόμισι χρόνων. Να εξασφαλιστεί ο Ολυμπιακός σε περίπτωση που ο Τάκης θέλει να την κοπανήσει. Τώρα που τελειώσαμε, που ξεφτιλίσαμε και την έννοια του option, πάμε σε μια άλλη έννοια που ο πρόεδρος διέλυσε στη συνέντευξη Τύπου. Στο αβαντάζ που έχει ο εργαζόμενος όταν δουλεύει με κλειστό συμβόλαιο. Εδώ ο Σωκράτης Κόκκαλης χρησιμοποίησε το πιο απίθανο των παραδειγμάτων. Του Γιάγια Τουρέ. Διότι πράγματι, οχυρωμένος πίσω από το συμβόλαιό του, ο Τουρέ πλάκωσε τα νούμερα και τις καθυστερήσεις. Οχυρωμένος όμως πίσω από το συμβόλαιό του και ο Ολυμπιακός, πρώτον του έριξε πρόστιμο και δεύτερον τον πούλησε με κέρδος στη Μονακό. Ηταν λογικότερο για τον Σωκράτη Κόκκαλη να αναφερθεί στην περίπτωση του Τροντ Σόλιντ. Και να επικαλεσθεί ότι οχυρωμένος πίσω από το διετές συμβόλαιό του ο Νορβηγός, μετά την απόλυσή του, διεκδικεί την πλήρη αποζημίωση που προβλεπόταν. Αλλά και πάλι, από πότε, όταν δύο πλευρές συμφωνούν σ' ένα συμβόλαιο με αποζημίωση, μετά την απόλυση η αποζημίωση γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης; Επίσης, πώς μπορεί ο Κόκκαλης να νιώθει σοκαρισμένος από την οικονομική αναλγησία του Νορβηγού, όταν την εποχή που διαπραγματευόταν να φέρει τον Σόλιντ στον Ολυμπιακό τον έβλεπε να κοροϊδεύει τους Βέλγους ότι δεν έχει καμία επαφή; Στο σημείο που έχει δίκιο ο Κόκκαλης είναι ότι ο Σόλιντ δεν μπορεί να μουρμουράει για τις μεταγραφές του Ολυμπιακού, αφού και η Μπριζ δεν αγόραζε «από το πάνω ράφι», όπως είπε χαρακτηριστικά. Απολύτως σωστό. Μόνη διαφορά ότι, αντίθετα με τον Ολυμπιακό, η Μπριζ μπορεί να χάσει και κάποιο πρωτάθλημα σε χρονιά ανακατασκευής της ομάδας. Κάτι που στον Ολυμπιακό είναι απαγορευμένο. Τώρα, το ότι ο Ολυμπιακός μέχρι για διάκριση στο UEFA φτάνει, ήταν ειλικρινές, αλλά και αναδίπλωση στις φιλοδοξίες. Αντίθετα, το ότι ο Ολυμπιακός δεν ενδιαφέρεται για τον Λουξεμπούργκο και ας ρωτήσουν όσους τα γράφουν για περισσότερα, θα είχε νόημα αν η διοίκηση είχε διατηρήσει την αξιοπιστία της. Μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί και να μην είναι, αλλά μια διοίκηση που διαψεύδει ότι ο πρόεδρός της συναντήθηκε με τον Ριβάλντο, με τον ίδιο πρόεδρο να δηλώνει ότι συναντήθηκαν δύο φορές, είναι εντελώς ακατάλληλη να μιλάει για ψέματα και αλήθειες.
Δεν χρειάζεται παρά να ρίξετε μια ματιά στις ταμπέλες σήμανσης των δρόμων. Ο οδηγός προσπαθεί να δει κάτω από πόντους χαρτί αν το βελάκι της σήμανσης δείχνει ότι απαγορεύεται η στροφή προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά. Και το μόνο καθαρό κομμάτι της ταμπέλας είναι το πίσω, όπου στις παλιότερες γράφεται ότι όποιος τις ρυπαίνει θα τιμωρείται με ποινή μέχρι και δύο ετών. Οτι ουδέποτε έχει τιμωρηθεί άνθρωπος για τα αυτοκόλλητα των πινακίδων δείχνει την αδυναμία της Αστυνομίας να εφαρμόσει τον νόμο. Το τι είναι τα αυτοκόλλητα που είναι κολλημένα δείχνει κάτι άλλο. Την αντικοινωνικότητα των οργανώσεων που έχουμε στην Ελλάδα και κατ' ευφημισμόν ονομάζονται «σύνδεσμοι οπαδών».
Τα δεκάδες αυτοκόλλητα που βρίσκονται κολλημένα σε πινακίδες ανήκουν κατ' αποκλειστικότητα σε συνδέσμους οργανωμένων. Με τους περισσότερους να είναι πασίγνωστοι. Το ότι ο ένας σύνδεσμος κολλάει το πρώτο αυτοκόλλητο και ο δεύτερος για να το σκεπάσει κολλάει δύο, με αποτέλεσμα να καλύπτεται ολόκληρη η πινακίδα, είναι οφθαλμοφανές. Το δύσκολο να γίνει κατανοητό είναι το ότι η Αστυνομία δεν κάνει τίποτα, όταν οι περισσότεροι από αυτούς τους συνδέσμους έχουν γραφεία. Ενα επιχείρημα που μπορεί να προταθεί είναι πώς γίνεται η Αστυνομία να αποδείξει ότι μέλη των συγκεκριμένων συνδέσμων που φτιάχνουν τα αυτοκόλλητα είναι αυτοί που τα κολλάνε. Η απάντηση είναι ότι πράγματι είναι αδύνατον. Η επόμενη όμως θέση είναι «πειράζει η Αστυνομία να επισκέπτεται τα γραφεία όποιου συνδέσμου έχει αυτοκόλλητο κολλημένο σε ταμπέλα, να μαζεύει κάθε άτομο που βρίσκει και μετά αν δεν προκύπτει ενοχή, να αφήνει τα μέλη του συνδέσμου ελεύθερα;». Ολα νομότυπα, χωρίς βία, αλλά με το μήνυμα καθαρό. «Εμείς δεν μπορούμε να τους βρούμε, εσείς λέτε ότι δεν έχετε σχέση. Απόδειξη δεν υπάρχει, αλλά η ένδειξη είναι αρκετή ώστε να τραβολογιόσαστε μέχρι να κόψετε αυτό το βιολί ή να βρείτε αυτούς που το κάνουν». Το legal harassement δεν είναι κάτι το συμπαθητικό, αλλά όταν η κατάσταση ξεφύγει από τα όρια, και η δημοκρατία έχει δικαίωμα να αμυνθεί.
Και η κατάσταση στον χώρο των οργανωμένων έχει ξεφύγει προ πολλού. Τέσσερις συγκρούσεις σ' ένα 48ωρο ανάμεσα σε οπαδούς του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού είναι πολλές. Είναι όμως και πολλές και απαράδεκτες όταν οι επιθέσεις είναι οργανωμένες και σαν όπλα χρησιμοποιούνται βόμβες Μολότοφ.
Η βόμβα Μολότοφ αυτομάτως αποδεικνύει την προμελέτη. Είναι δυνατόν να πεις ότι πλακώθηκες στις μπουνιές, είναι δυνατόν να πεις ότι πήρες μια μπετόβεργα από οικοδομή και έσπασες κάποιου τα παΐδια, αλλά είναι αδύνατον να πεις ότι βρήκες κάπου μια Μολότοφ και την πέταξες. Μέχρι πρόπερσι, μέσα στα γήπεδα είχαμε επεισόδια με χούλιγκαν να χρησιμοποιούν καθίσματα, κομμάτια τσιμέντου και πιστόλια φωτοβολίδων. Τα πάντα όπλα οπαδού προς οπαδό μέσα στο γήπεδο. Τώρα στους δρόμους αλλά και στον περιβάλλοντα του γηπέδου χώρο, όπως έγινε στο ματς του Ολυμπιακού με τη Ρόμα, έχουμε χρήση Μολότοφ. Ενός όπλου που μεταφέρεται δύσκολα, είναι αδύνατον να περάσει από τους ελέγχους και είναι μέσο τυφλής καταστροφής.
Οπότε ερχόμαστε σ' ένα άλλο καυτό θέμα. Τον έλεγχο ασφαλείας των δρόμων. Στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις οι δρόμοι ελέγχονται με κάμερες ασφαλείας. Το αποτέλεσμα είναι ότι, για παράδειγμα, το κεντρικό Λονδίνο, που μέχρι πριν από 10 χρόνια ήταν ένα απέραντο αχούρι, να μην έχει κολλημένη ούτε μια αφίσα ούτε ένα γκράφιτι σε τοίχο. «Δεν θα έχουμε όμως τον Big Brother να μας παρακολουθεί;», λένε συνήθως οι φιλελεύθερες φωνές. Στην απέραντη κουταμάρα τους. Διότι, φυσικά, πίσω από κάθε κάμερα δεν υπάρχει ένας αστυφύλακας να παρακολουθεί τι γίνεται. Αν αυτό ήταν το σύστημα, θα χρειάζονταν μερικές δεκάδες χιλιάδες αστυφύλακες κολλημένοι πίσω από μια οθόνη. Αυτό που γίνεται είναι όταν υπάρχει κάποια παρανομία, να εξετάζονται οι ταινίες από τις κάμερες για να προσπαθήσουν να αναγνωρίσουν τα πρόσωπα αυτών που την έκαναν. Ενοχλητικό; Καθόλου. Κι ας μου πει κάποιος που ταξίδεψε στο Λονδίνο τα τελευταία χρόνια αν, έστω και μια στιγμή, σκέφτηκε ότι στους δρόμους υπάρχουν κάμερες; Κι αν κάποιον τον ενοχλεί, γιατί δεν τον ενοχλεί το ότι υπάρχουν περιπολικά που ελέγχουν τους δρόμους; Τον καθησυχάζει η ανθρώπινη παρουσία του αστυφύλακα πίσω από το βολάν; Επίσης, την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων που δούλευαν οι κάμερες και πετούσε το Ζέπελιν, νιώσατε διαφορετικά και κάνατε άλλα πράγματα; Μάλλον όχι... Στο φινάλε, όποιος δεν θέλει κάμερα, γούστο του και καπέλο του.
Οποιος θέλει, επίσης δικαίωμά του. Αλλά η αστυνόμευση δεν μπορεί να μένει στην εποχή του μπαρμπα-Γιάννη του κανατά, που όταν του έκλεψαν το γαϊδούρι, το έκαναν τραγούδι. Μια πόλη πέντε εκατομμυρίων κατοίκων έχει διαφορετικές ανάγκες και η τεχνολογία βοηθάει, γι' αυτό καλώς να ορίσει. Και όσοι έχουν τεχνολογοφοβία, έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται και να προσπαθήσουν να προσελκύσουν και άλλους πολίτες. Ας ξεκινήσουν την προσπάθεια με αυτούς που τους έκαψαν τα αυτοκίνητα με Μολότοφ στην Ηλιούπολη.
Υπάρχουν φυσικά δύο αντιρρήσεις. Η πρώτη είναι ότι εσκεμμένα το κράτος αφήνει να γίνονται χουλιγκανικές ενέργειες ώστε να προωθεί όλο και πιο αυστηρά αστυνομικά μέτρα. Εντάξει. Μπορεί τώρα κάποιος να πει αν η αστυνόμευση που αφορά σήμερα τον κοινό πολίτη είναι αυστηρότερη από αυτή που υπήρχε πριν από 40 ή 50 χρόνια; Φυσικά δεν είναι. Πριν από 50 χρόνια η Αστυνομία είχε τον ελληνικό πληθυσμό φακελωμένο. Από το τι είχε ψηφίσει στις εκλογές μέχρι τι εφημερίδα διάβαζε. Για να πάρεις άδεια οδήγησης αυτοκινήτου ή φυλλάδιο χρειαζόταν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, το οποίο ήταν έγγραφο με ουσιαστικές πληροφορίες. Σήμερα ΚΟΔΗΣΟ να ψηφίζεις και να φοράς t-shirt με φωτογραφία της Τσουδερού, κανένας δεν θα δώσει σημασία. Η δεύτερη αντίρρηση είναι πιο βάσιμη. Οτι οι κάμερες των δρόμων δεν θα χρησιμοποιούνται για την καταστολή του κοινού εγκλήματος, αλλά μόνο όταν θίγονται συμφέροντα και περιουσίες των ισχυρών. Εδώ συμφωνώ. Σε μια κοινωνία που ο υπουργός Εσωτερικών στέλνει έναν αστυφύλακα με πολιτικά να σταματήσει την κυκλοφορία στην Αμαλίας, έτσι για να περάσει το αμάξι του επειδή έχει τον κώλο μπροστά, είναι εύκολο οι κάμερες του Ψυχικού και της Ανω Χούντας να ελέγχονται και του Κολωνού και του Μεταξουργείου ούτε καν να δουλεύουν.
Το ότι θα μας παρακολουθεί ο Big Brother ανήκει στο «κουβέντα να γίνεται». Η μεγαλύτερη παρανομία που έχω κάνει τα τελευταία 10 χρόνια είναι να περάσω με κόκκινο και να κατουρήσω σε γωνία. Αυτοί που φωνάζουν, ζήτημα να έχουν κάνει και τα δύο. Το κάνουν περισσότερο για να νιώθουν επαναστάτες. Εάν φωνάζουν για λογαριασμό άλλων, ποιοι είναι οι άλλοι που τα δικαιώματά τους θα βλαφθούν; Οχι πάντως των κατοίκων της Ηλιούπολης, των οποίων τα αυτοκίνητα κάηκαν. Σέβομαι το δικαίωμα της επαναστατικής έκφρασης του βολεμένου, αλλά σέβομαι περισσότερο και την ανάγκη για τάξη του συνόλου. Αν οι κάμερες είναι αυτό που θα βοηθήσει στο όνομα μιας κοινωνίας που ταλαιπωρείται, ας το δοκιμάσουμε. Δεν δουλεύει; Να τις μαυρίσουμε με σπρέι. Να τις σπάσουμε. Δουλεύει. Αν ο συμπολίτης μου νιώθει ασφαλής, ας με τραβάνε σε wide screen και σε dolby stereo. Frankly speaking που έλεγε και ο Ρετ Μπάρτλετ στο «Gone with the wind», χέστηκα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






