Μονόδρομος φαίνεται πως είναι για τον Βασίλη Σπανούλη η αποχώρησή του από τους Χιούστον Ρόκετς, είτε με τη μορφή ανταλλάγματος στο πλαίσιο κάποιας συμφωνίας με άλλη ομάδα του ΝΒΑ, είτε με αποδέσμευσή του από τις «ρουκέτες» και επιστροφή του στην Ευρώπη. Τί έφταιξε όμως και ο Bill δεν κατάφερε (ελπίζουμε για την ώρα) να κάνει πραγματικότητα το αμερικάνικο όνειρο;
Ο Βασίλης Σπανούλης πήγε σε μια ομάδα που εξ αρχής φαινόταν πως δύσκολα θα μπορούσε να λάμψει. Με παίκτες όπως ο Γιάο Μινγκ και ο Τρέισι ΜακΓκρέιντι, που αναλαμβάνουν το 60-70% των επιθέσεων των Ρόκετς, ένας παίκτης με τα χαρακτηριστικά του Σπανούλη δύσκολα θα μπορούσε να φανεί. Ο διεθνής γκαρντ είχε συνηθίσει στις ομάδες που αγωνιζόταν να έχει αφενός πρωταγωνιστικό ρόλο, αφετέρου να κρατά αρκετή ώρα τη μπάλα στα χέρια του, σε αντίθεση με άλλους παίκτες που διακρίνονται πολύ και χωρίς κατοχή μπάλας (π.χ Διαμαντίδης). Κάτι τέτοιο για έναν νεόφερτο στο ΝΒΑ παίκτη-παρά τα όσα έδειξε απέναντι στις ΗΠΑ στο Μουντομπάσκετ-ήταν αδύνατο, ειδικά σε μια ομάδα με ένα δίδυμο σταρ.
Αυτά που αναφέρουμε δεν είναι «ιερά» μυστικά, αλλά είναι πασιφανή σε οποιονδήποτε έχει παρακολουθήσει έστω και σε δύο-τρία ματς τον Σπανούλη. Φαίνεται όμως πως οι ιθύνοντες των Ρόκετς δεν τα έλαβαν υπόψη τους. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός πως-όπως δήλωσε και ο ίδιος ο παίκτης-ο προπονητής του, Τζεφ Βαν Γκάντι-προσπαθεί να τον καθιερώσει ως spot shooter, δηλαδή ως έναν παίκτη που θα «βιδώνεται» μακριά από τη ρακέτα και θα περιμένει να μαζέψουν πάνω τους οι Μινγκ ή ΜακΓκρέιντι αμυντικούς για να του πασάρουν και εκείνος να το... μπουμπουνίσει (μάλλον έψαχναν έναν Αλβέρτη οι Ρόκετς). Αν και ο Βασίλης Σπανούλης δεν είναι κακός σουτέρ (κάθε άλλο) ουδέποτε θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το ρόλο, λόγω μπασκετικής ιδιοσυγκρασίας, αλλά και γιατί έτσι θα πήγαινε χαμένο το μεγάλο του όπλο, το καλώς εννοούμενο θράσος. Αυτό που τον έκανε να βολτάρει στη ρακέτα της περίφημης Dream Team και να εκθέτει τους ακριβοπληρωμένους ψηλούς του ΝΒΑ στην Ιαπωνία.
Ο Τζεφ Βαν Γκάντι μάλλον γελασμένος θα πρέπει να είναι αν περιμένει να αλλάξει το μπασκετικό στυλ του Σπανούλη. Μπορεί να είναι ένας 24χρονος ρούκι, ωστόσο διαφέρει πολύ σε σχέση με τα κολεγιόπαιδα που αμέσως μετά το NCAA κάνουν το μεγάλο άλμα στο ΝΒΑ και πλάθονται (ως επί το πλείστον) από τους προπονητές των επαγγελματικών ομάδων τους. Ο Σπανούλης-απεναντίας-μετρά ήδη αρκετά χρόνια επαγγελματικής σταδιοδρομίας, συμμετοχές στο ψηλότερο επίπεδο και διεθνείς εμπειρίες, συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί «ακατέργαστος». Ο ίδιος μοιάζει να φωνάζει στον Βαν Γκάντι «αυτός είμαι και δεν μπορώ να αλλάξω!», ωστόσο ο προπονητής του αγρόν αγοράζει. Από τη στιγμή δε που οι Ρόκετς κάνουν πορεία πρωταθλητισμού (26-16 παρά τους τραυματισμούς που ταλαιπώρησαν Μινγκ και ΜακΓκρέιντι, οι οποίοι έχουν παίξει ελάχιστα μαζί), ο κόουτς του Χιούστον δείχνει να λέει πως έχει να ασχοληθεί με σοβαρότερα πράγματα από το να βρει τη φόρμουλα για να αξιοποιήσει έναν άγνωστο (για τις ΗΠΑ) Έλληνα.
«Ο Σπανούλης λέει πως στο σπίτι του ήταν σαν τον ΜακΓκρέιντι. Μπράβο! Μόνο που εδώ έχουμε τον αληθινό ΜακΓκρέιντι», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του για τον Σπανούλη ο Τζεφ Βαν Γκάντι και από τα λόγια αυτά φάνηκε πόσο λίγο έχει καταλάβει τον παίκτη του. Όταν ο Σπανούλης δήλωνε πως στην Ελλάδα (ή και την Ευρώπη) είναι σαν τον ΜακΓκρέιντι, δεν περιαυτολογούσε, ούτε εννοούσε πως απαιτεί «βασιλική» μεταχείριση, αλλά ότι το αγωνιστικό του στυλ πλησιάζει με αυτό ενός παίκτη σαν τον «Τι-Μακ», ο οποίος παίρνει πολύ μπάλα, δημιουργεί ρήγματα στην άμυνα και αξιοποιεί και τους συμπαίκτες του τραβώντας πάνω του την αντίπαλη άμυνα. Όποιος άλλωστε γνωρίζει τον Σπανούλη μόνο για... καβαλημένο καλάμι δεν μπορεί να τον κατηγορήσει. Πρόκειται για έναν παίκτη που έκανε χωρίς πολλά λόγια το άλμα από το Μαρούσι στον Παναθηναϊκό και την εθνική ομάδα μέσα σε έναν χρόνο και κέρδισε με το σπαθί του ρόλο πρωταγωνιστή από την πρώτη στιγμή. Η διαφορά όμως είναι πως ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον ήξερε (από το Μαρούσι) και ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς φρόντισε να τον μάθει και να του δώσει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις αρετές του.
Φτάνουμε λοιπόν στο τι γίνεται από εδώ και πέρα. Ο Σπανούλης, φύσει παίκτης πρωταγωνιστής, δεν είναι διατεθειμένος σε καμία περίπτωση να περιοριστεί σε ρόλο θεατή και να αγωνίζεται σπανίως και μόνο όταν η ομάδα του κερδίζει ή χάνει με μεγάλη διαφορά. Ο προπονητής του δεν δείχνει να έχει τη διάθεση να τον μάθει, συνεπώς η αποχώρηση είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή και για τις δύο πλευρές. Οι δρόμοι για τον Σπανούλη είναι δύο: αναζήτηση της τύχης του σε μια άλλη ομάδα του ΝΒΑ ή επιστροφή στα γνώριμα ευρωπαϊκά λημέρια. Αν πάντως θα έπρεπε να ποντάρω, θα έβαζα τα λεφτά μου στην παραμονή του Σπανούλη στο ΝΒΑ. Πιστεύω πως και ο ίδιος δεν θα ήθελε να επιστρέψει στην Ευρώπη ως αποτυχημένος (αν και για αυτό μόνο ο ίδιος δεν θα φταίει), ενώ έχω την εντύπωση πως νιώθει κάτι σαν πρέσβης του ελληνικού μπάσκετ στο ΝΒΑ, ο οποίος καλείται να αποδείξει πως η δευτεραθλήτρια κόσμου αξίζει να εκπροσωπείται από ένα τουλάχιστον μέλος της στο καλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου. «Πρόβλημα αυτοπεποίθησης; Θα αστειεύεσαι. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Πιστεύω πως μπορώ να κάνω σπουδαία πράγματα εδώ. Ίσως αν βρισκόμουν σε άλλη ομάδα να έβγαινα ακόμα και ρούκι της χρονιάς. Δεν είναι σωστός όποιος εγκαταλείπει εύκολα τις φιλοδοξίες του», δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία» και τον Νίκο Παπαδογιάννη. Μακάρι να τα καταφέρει. Κι αν όχι, η Ελλάδα (και η υπόλοιπη Ευρώπη) θα έχει πάντα ανοικτή την αγκαλιά της για να τον περιμένει. Άλλωστε, ακόμη και τότε, δεν θα είναι ο πρώτος Ευρωπαίος που δεν κατάφερε να ξεχωρίσει στο πολλές φορές σκληρό και άδικο ΝΒΑ.
mesastiraketa@yahoo.com
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






