O Παναγιώτης Λαγός τον Δεκέμβριο στη βράβευση των καλυτέρων Ελλήνων ποδοσφαιριστών είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά μετά τον τραυματισμό του χωρίς δεκανίκι. Το γεγονός είχε εντυπωσιάσει θετικά, με το σχόλιο ότι σύντομα ο Λαγός επιστρέφει στα γήπεδα.
Σήμερα, έπειτα από ένα μήνα, ο Παναγιώτης Λαγός δεν έχει μπει ακόμα στον κανονικό ρυθμό των προπονήσεων. Ο Εμερσον μετά την επανεμφάνισή του έπαιξε εξήντα λεπτά στο ματς εναντίον του Ηρακλή. Εξήντα λεπτά ήταν αρκετά για να αποχωρήσει με «μερική αποκόλληση στην έκφυση του μείζονος προσαγωγού». Οπερ σημαίνει ένα περίπου μήνα εκτός γηπέδων. Στην περίπτωση του Γεωργέα πιθανόν να υπάρχουν οι μεγαλύτερες δικαιολογίες λόγω της καταπόνησης που είχε υποστεί. Αλλά ο τραυματισμός του και ο χρόνος αποθεραπείας που είχε γραφτεί δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Φυσικά η περίπτωση του Γεωργέα είναι πολύ καλύτερη από του Γιώργου Αλεξόπουλου. Ο οποίος στα τριάντα του, μια ηλικία που δεν χαρίζεις εύκολα χρόνια, ύστερα από μια «απόλυτα επιτυχημένη» επέμβαση βρίσκεται ένα χρόνο εκτός γηπέδων. Ο μόνος που εγχειρίστηκε και επιστρέφει στον προβλεπόμενο χρόνο είναι ο Ακης Ζήκος. Ο οποίος αρνήθηκε να χειρουργηθεί από το ιατρικό τιμ της ΑΕΚ και εμπιστεύτηκε την επέμβαση στα χέρια του Λάκη Νικολάου. Πάμε λοιπόν σε ένα λεπτό θέμα. Πόσο εύκολο είναι ένας ποδοσφαιριστής να αρνηθεί να εγχειριστεί από τον γιατρό της ομάδας, εμπιστευόμενος έναν άλλον. Καθόλου εύκολο. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση του Δημήτρη Παπαδόπουλου. Ο οποίος, όταν χρειάστηκε να κάνει επέμβαση στο γόνατό του, απαίτησε να ταξιδέψει στην Ιταλία. Μια κίνηση εμφανώς δύσκολη, όταν χειρουργός ήταν ο πρόεδρος της ομάδας Αργύρης Μήτσου. Απόλυτα όμως αποδοτική, αν ο Παπαδόπουλος συγκρίνει την περίπτωσή του με αυτήν του συμπαίκτη του, Εκι Γκονζάλες, που μπορεί να έκανε πολύ λεπτότερη επέμβαση στους χιαστούς, αλλά πιθανόν επειδή βιάστηκε ή κάποιος τον βίασε να επανέλθει ακόμα και σήμερα δεν είναι έτοιμος. Για να μην πάμε στην τραγικότερη ιστορία. Του Χρήστου Πατσατζόγλου. Ο οποίος ταλαιπωρήθηκε τρία χρόνια κι επανήλθε. Εδειξε να είναι καλά, αλλά τα γραφόμενα «εξετάζεται η πορεία της αποθεραπείας του» δύο μήνες μετά το τελευταίο του παιχνίδι προκαλούν ανησυχίες.
Το πρόβλημα με τους γιατρούς και τους φυσιοθεραπευτές είναι ότι ο παίκτης δύσκολα μπορεί να αρνηθεί τις υπηρεσίες τους. Ελάχιστοι παίκτες έχουν το πρεστίζ, όπως ο Ζήκος, για να διαλέξουν τον γιατρό τους. Οι υπόλοιποι οικονομικά ή ηθικά δεσμεύονται να ακολουθήσουν τις επιλογές της ομάδας τους. Ακόμα και ψυχολογικά η χειρότερη επιλογή γιατρού είναι αυτή που, αντί να την κάνεις ο ίδιος, σου την επιβάλλουν.
Ελαβα αυτό το mail. «Διάβασα το άρθρο σας για τον Σωτήρη Νίνη στο φύλλο της Τετάρτης 24/1 κι έχω κάποιες ενστάσεις. Είμαι Βορειοηπειρώτης και έτσι απαντώ όταν με ρωτούν από πού είμαι: Ελληνας Βορειοηπειρώτης. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι τυπικός, αλλά χρησιμοποιείται για να διαφοροποιήσει δύο λαούς, εντελώς διαφορετικούς, οι οποίοι λόγω ιστορικών συγκυριών αναγκάστηκαν να συνυπάρξουν γεωγραφικά. Θεωρώ απόλυτα δίκαιο και σωστό, λοιπόν, να αναφέρονται στον (συγχωριανό μου) Σωτήρη Νίνη και στον (τρίτο ξάδελφό μου) Πύρρο ως "Βορειοηπειρώτες" και όχι "Αλβανούς", διότι πολύ απλά δεν έχουν καμία σχέση οι ορθόδοξοι και με ελληνική συνείδηση συμπατριώτες μου με τους πολίτες της γείτονος χώρας. Και, για να είμαι σύντομος, κάτι τελευταίο: Γράψατε, στο πλαίσιο μιας αναλογίας, ότι τα ποντίκια είναι "ριγμένα" λόγω προώθησης, ξεχνώντας ότι ο πιο διάσημος ήρωας στον πλανήτη είναι ένα τέτοιο τρωκτικό». Το mail υπογράφεται από τον Χ.Κ. και επειδή σε αυτό το θέμα έχω μια ευαισθησία ας μου επιτραπεί να προσθέσω μερικές σκέψεις.
Είμαι Αρβανίτης από την Υδρα, που με κάθε λογική σημαίνει Αλβανός. Οπως αλβανικής καταγωγής ήταν ο Μπούμπουλης, ο Πινότσης και οι Κουντουριώτηδες. Δεν νιώθω καμιά ανάγκη να είμαι Ελληνας από την Αλβανία ή Αλβανός από την Ελλάδα. Γεννήθηκα σε αυτή τη χώρα, τη γαμοσταυρίζω καθημερινά, αλλά όταν ύστερα από 18 χρόνια στο εξωτερικό κουράστηκα να ζω σαν ξένος, η Ελλάδα ήταν το μοναδικό μέρος που ένιωθα πατρίδα μου. Μόνο κάποιος που έχει μείνει μερικές δεκαετίες στο εξωτερικό καταλαβαίνει την άνεση στη συμπεριφορά που νιώθει όταν βρίσκεται στην πατρίδα του. Λένε ότι, αν θέλεις να δεις ποια μητρική γλώσσα έχει κάποιος, πες του να σου κάνει έναν υπολογισμό με αριθμούς. Οσο κι αν χρησιμοποιεί μια άλλη γλώσσα, τους αριθμούς θα τους πει στη μητρική του. Το ίδιο συμβαίνει με τη συμπεριφορά. Στείλε κάποιον σε μια άλλη χώρα και θα παπαγαλίζει τη συμπεριφορά των άλλων. Πάρε τον πίσω στη χώρα που γεννήθηκε και χωρίς να το σκεφτεί θα ξέρει πότε λένε «ευχαριστώ» και πότε το παραλείπουν. Με αυτά μεγαλώνεις και δεν μαθαίνονται κι επειδή η ζωή είναι μία, μία χώρα θα είναι η πατρίδα σου.
Δεν υπάρχει καμία ιστορική συγκυρία που έφερε τους Ελληνες και τους Αλβανούς να κατοικούν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Αμφότεροι οι λαοί ζουν στη νότια Βαλκανική και δεν «έτυχε να βρεθούν εκεί». Η «Βόρειος Ηπειρος» είναι δική μας «αδελφή» όσο η Νότιος Ηπειρος με το Σούλι ανήκαν στο παναλβανικό έθνος που οραματίστηκε ο Αλί Πασάς, που το μοιρολόι του είχε επιζήσει μέχρι την εποχή του πατέρα μου. Ούτως ή άλλως τα εθνικά σύνορα στη Βαλκανική είναι ένας νεωτερισμός. Μέχρι τον 20ό αιώνα ένα χωριό μπορεί να ήταν αλβανικό, το επόμενο προς το νότο βλάχικο, το επόμενο ελληνικό και το μεθεπόμενο και πάλι βλάχικο, φτάνοντας στην Πελοπόννησο, που μέχρι τον 19ο αιώνα είχε σλαβικά χωριά με τις χαρακτηριστικές καταλήξεις σε «-όβα» ή «-έβα». Από την άλλη δεν υπήρχε κάποια εθνική συνείδηση. Οι Αρβανίτες της Ελλάδας μιλούσαν τα αλβανικά νομίζοντας ότι είναι ελληνική διάλεκτος. Η έλλειψη εθνικής συνείδησης στους Αρβανίτες της Ελλάδας αποδείχθηκε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν ένας απόγονος της φάρας των Μιχαίων της Κορινθίας εξέδωσε το περιοδικό «Μπέσα», προσπαθώντας να δημιουργήσει απελευθερωτικό θέμα. Η κίνηση διαλύθηκε όχι κάτω από την κρατική καταπίεση, αλλά από την αδιαφορία της αρβανίτικης μειονότητας της Ελλάδας.
Τα προηγούμενα καθαρά ιστορικά, για να καθοριστούν οι σχέσεις της αρβανίτικης κοινότητας της Ελλάδας και της βορειοηπειρώτικης της Αλβανίας. Αν ο συγκεκριμένος αναγνώστης, ο Νίνης, ο Δήμας, ή όποιος άλλος είναι θέλουν να λογίζονται σαν Βορειοηπειρώτες, δικαίωμά τους. Υποθέτω ότι το ορίζουν με τη γλώσσα και όχι το θρήσκευμα, αφού ορθόδοξοι Αλβανοί χριστιανοί υπάρχουν. Για το θέμα της «εθνικής συνείδησης» προσδιορισμένο σε φυλετική αγνότητα σε αντίθεση με τους πολίτες της «γείτονος χώρας», ας μου επιτραπεί να διαφωνώ. Οι Μποτσαραίοι με μικρά ονόματα όπως «Τούσα», οι Κουντουριώτηδες, ο Γκούρας, ο Ανδρούτσος, δεν νομίζω ότι ήταν απευθείας απόγονοι του Περικλή και του Θεμιστοκλή. Ομως προσέφεραν στην απελευθέρωση της Ελλάδας πολύ περισσότερα από το παπαδαριό και τους κοτζαμπάσηδες, που πιθανότατα είχαν πολύ καθαρότερο αίμα.
Το πιο επικίνδυνο όμως είναι να προσπαθούμε να καθορίσουμε την ελληνικότητα από την καταγωγή των προγόνων. Αμφιβάλλω αν οι γονείς τού Λεωνίδα Σαπάνη, της Μιρέλας Μανιάνι και του Τζελίλη ήταν Ελληνες. Είναι όμως τιμή μου να τους θεωρώ πατριώτες μου, όπως πατριώτες μου θεωρώ τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και τους καθολικούς των Κυκλάδων. Αντίθετα δεν θεωρώ πατριώτη μου τον Πιτ Σάμπρας, ο οποίος μπορεί να έχει πολύ περισσότερο ελληνικό αίμα από τους προγόνους του, αλλά μας έχει γραμμένους και το αυτό επιθυμώ και δι' αυτόν. Αν αυτό δεν φαινόταν στο κείμενο που είχα γράψει και προκάλεσε την απάντηση, οφείλεται σε αδυναμία σύνταξης του υπογράφοντος ή αδυναμία αντίληψης του επιστολογράφου.
Οπως το ίδιο συμβαίνει και με το παράδειγμα που είχα αναφέρει περί των δημοσίων σχέσεων του κάστορα. Οτι όπως ένας κάστορας είναι ένας αρουραίος με καλές δημόσιες σχέσεις έτσι κι ένας Βορειοηπειρώτης ή Φινλανδοκοσοβάρος είναι Αλβανός με τις ίδιες καλές σχέσεις. Εάν χρειαζόμαστε ευφημισμούς για να αποδεχθούμε ανθρώπους, πάει, την κάτσαμε τη βάρκα. Σας ενδιαφέρει αν ένας Γερμανός στην Ελλάδα είναι από το Σάαρμπρικεν, άρα με πιθανές γαλλικές ρίζες, ή από το Σλέσβικ Χόλσταϊν με σκανδιναβικές; Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο θα πρέπει να ενδιαφέρει αν ενός μετανάστη από την Αλβανία οι πρόγονοι ήταν Ελληνες ή Αλβανοί. Η συμπεριφορά του είναι το ζητούμενο και όχι η αγνότητα του ελληνικού αίματός του. Εγώ τουλάχιστον απεκδύομαι τέτοιας αξίωσης, αλλά δεν νομίζω ότι κάποιος θα αμφισβητούσε την ελληνικότητά μου.
Εχοντας περάσει κάποια χρόνια ως μετανάστης, εάν υπάρχει ένα πράγμα που με ενοχλεί είναι η καταπίεση σε έναν τόπο να αλλάξεις όνομα και να αποκρύψεις την καταγωγή σου. Ενοχλήθηκα όταν διάβασα ότι η ΠΑΕ Παναθηναϊκός απαγόρευσε στον Σωτήρη Νίνη να μιλάει με Αλβανούς δημοσιογράφους, πιθανόν για να μην πάρει έκταση το θέμα της καταγωγής του. Ενοχλήθηκα ακόμα περισσότερο όταν είδα στην πλάτη του Κόντι του Πανιωνίου το ελληνοποιημένο «Κόντης». Και θέλω να προσθέσω ότι, όταν στις αρχές της δεκαετίας του '70 έγινε η προσπάθεια να ανακινηθεί μειονοτικό ζήτημα με την «Μπέσα», η προσπάθεια πήγε άπατη, επειδή κανένας Αρβανίτης στην Ελλάδα δεν ένιωθε καταπιεσμένος. Κανένας δεν είχε προσπαθήσει να αμφισβητήσει την ελληνικότητα από την καταγωγή, κανένας δεν είχε προσπαθήσει να αλλάξει τα επίθετα. Για να αποδείξουμε την ελληνικότητα της προέλευσής μας δεν είναι ανάγκη να το ξεκινάμε τώρα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






