Τον περασμένο Μάιο οι «κιτρινόμαυρες» εξέδρες στο ΟΑΚΑ αποχαιρέτησαν με χειροκρότημα τον Φερνάντο Σάντος. Οι ΑΕΚτσήδες θέλησαν με αυτό, το όχι θερμό, χειροκρότημα να τον ευχαριστήσουν για όσα προσέφερε επί μία διετία στην αγαπημένη τους ΑΕΚ. Δίχως όμως καμιά διάθεση να δείξουν ότι πλειοψηφικά τους έβρισκε αντίθετους η επιλογή του Ντέμη Νικολαΐδη να βάλει τέλος στη μεταξύ τους συνεργασία. «Δεν παίζουμε καλή μπάλα», ήταν η απάντηση-σλόγκαν στο ερώτημα «γιατί δεν "τρελαίνεσαι" να μείνει ο Σάντος». Στο διάστημα Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006 η πλειονότητα των ΑΕΚτσήδων δήλωνε δικαιωμένη για την εκτίμηση ότι «έπρεπε να φύγει ο Σάντος για να ξαναδούμε επιθετικό ποδόσφαιρο». Ο ενθουσιασμός που προκαλούσε η ΑΕΚ του Φερέρ, με τις πολλές ευκαιρίες και τα περισσότερα -σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες σεζόν- γκολ που έβαζε ανά παιχνίδι η ομάδα, έκανε την πλατιά μάζα να φτάνει στο βιαστικό συμπέρασμα ότι η αλλαγή προπονητή ήταν ικανή να κάνει τη μεγάλη διαφορά στην ποιότητα του ποδοσφαίρου που παρακολουθούσε. Με βασικό επιχείρημα το «η ΑΕΚ έπαιξε πιο επιθετικά με την ίδια σχεδόν 11άδα».
Την ίδια εποχή, στη Λισσαβώνα, οι οπαδοί της Μπενφίκα έμεναν στην πλειονότητά τους περίπου αδιάφοροι στο άκουσμα της πρόσληψης του Φερνάντο Σάντος. Γνώριζαν ότι γεννήθηκε στις εξέδρες της έδρας των «αετών», αλλά η πρόσληψή του δεν τους συγκινούσε. Ο βασικότερος λόγος; Τον είχαν δει να πανηγυρίζει την κατάκτηση πρωταθλήματος με το περιβραχιόνιο της Πόρτο στο μανίκι. Δεν διατύπωναν όμως αμφιβολία για την ποιότητα του ποδοσφαίρου που θα έβλεπαν στο «Ντα Λουζ». «Αρκεί να ξεκινήσει καλά για να αποβάλει την πίεση που ασκεί η εξέδρα, επειδή πέρασαν δύο χρόνια από το τελευταίο πρωτάθλημα που έχει πάρει η Μπενφίκα», μου εξηγούσε τον περασμένο Ιούνιο ο τότε γενικός διευθυντής της Μπενφίκα, Σοζέ Βέιγκα, στο περιθώριο της παρουσίασης του Κώστα Κατσουράνη στο «Ντα Λουζ». «Ο κόσμος ξέρει ότι το κλαμπ πέρασε μια δύσκολη περίοδο οικονομικά και δεν είναι παράλογος. Αυτό που θέλει είναι να δει καλή μπάλα». Αυτός ήταν ο στόχος που έθεσε στον Σάντος η διοίκηση των «αετών».
Περίπου 10 μήνες μετά την πρόσληψή του, ο Σάντος έφτασε να ακούει το όνομά του από τη δυσκολόπιστη εξέδρα των φανατικών οπαδών της Μπενφίκα. Η επευφημία δεν ήρθε καθόλου εύκολα για τον 55χρονο προπονητή. Το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου είχε δει στο «Ντα Λουζ» νωρίς νωρίς τα λευκά μαντίλια να κουνιούνται από οπαδούς που του έλεγαν «αντίο», λόγω της πίκρας που τους είχε αφήσει η ήττα από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και το διαγραφόμενο πρόωρο, γι' αυτούς, τέλος της πορείας στο Τσάμπιονς Λιγκ. Το κοινό της Μπενφίκα είναι πολύ απαιτητικό. Με την τρέλα για την κατάκτηση του τίτλου να αγγίζει τα όρια της ψύχωσης. Είναι όμως κοινό που διαθέτει κουλτούρα ποδοσφαίρου. Γι' αυτό έφτασε ο Σάντος σε διάστημα 5 μηνών να περάσει από τα μαντίλια στην εποχή της αναγνώρισης και των ζεστών χειροκροτημάτων.
Σε γκάλοπ της «A Bola» την περασμένη εβδομάδα το 31,6% των Πορτογάλων χαρακτήρισε «καλή» την πορεία του με την Μπενφίκα. Το 62,1% τη χαρακτήρισε «αναμενόμενη» και το 6,3% «κακή». Στην ερώτηση για τον καλύτερο προπονητή, ο Σάντος κατέλαβε την 3η θέση (16,2%), πίσω από τον Ζεσουάλτνο Φερέιρα της Πόρτο και τον Πάουολο Μπέντο της Σπόρτινγκ. Στην επιλογή των οπαδών της Μπενφίκα ήταν για λίγο δεύτερος, πίσω από τον Ζεσουάλντο.
Πώς πέτυχε την ανατροπή του σκηνικού; Μένοντας αήττητος στο «Ντα Λουζ», με 9 νίκες και 1 ισοπαλία σε 10 παιχνίδια. Με 11 σερί παιχνίδια δίχως ήττα, ρεκόρ που βρίσκεται σε ισχύ και είναι το μεγαλύτερο. Και κυρίως με τη 2η καλύτερη επίθεση (40 γκολ σε 20 ματς), αλλά και την 3η καλύτερη άμυνα (15). Εχει 5 περισσότερους βαθμούς από πέρυσι, έχει βάλει 8 γκολ περισσότερα, έχει δεχθεί 1 γκολ λιγότερο.
«Κερδίζει την εμπιστοσύνη του κοινού της Μπενφίκα, κυρίως λόγω της διαπίστωσης ότι παίζει καλύτερο και πιο επιθετικό ποδόσφαιρο με το ίδιο περίπου δυναμικό με αυτό που είχε πέρυσι ο Κούμαν», είναι το σχόλιο του Σέρτζιο Κριθίνας, ο οποίος είναι υποδιευθυντής του αθλητικού τμήματος μιας εκ των μεγαλυτέρων σε κυκλοφορία πολιτικών εφημερίδων, της «24horas». Η πλήρης κατάρρευση του «αμυντικού μύθου» που έπλασαν στην Ελλάδα όσοι δεν ήθελαν να δουν το προφανές: ότι ένας καλός προπονητής χρειάζεται και καλούς παίκτες για να τους εμπιστευθεί και να κάνει τη διαφορά.
Με δύο παίκτες που κάνουν τη διαφορά
Η διοίκηση δεν του έκανε το καλοκαίρι τα μεταγραφικά χατίρια. Του πήρε τον Κώστα Κατσουράνη, ο οποίος ήταν και η πιο «ακριβή» μεταγραφή. Του έφερε έναν επιθετικό, τον Μεξικανό Φονσέκα, με τον οποίο ο Σάντος δεν «ψηνόταν». Τον Ιανουάριο ο Φονσέκα επέστρεψε σπίτι του. Η Μπενφίκα πούλησε τον Μανουέλ Φερνάντες στην Πόρτσμουθ και αποδέσμευσε τους Μαρσέλ, Τζεοβάνι και Ρομπέρ. Και πήρε πίσω, με ελεύθερη μεταγραφή, τον 34χρονο και ταλαιπωρημένο από τραυματισμούς Ρουί Κόστα, που γύρισε για να κρεμάσει τα παπούτσια του και έχει καταφέρει να παίξει μόνο σε 6 παιχνίδια (4 βασικός). Στο πρώτο διάστημα της δουλειάς του ο Σάντος είχε χάσει το βασικότερο όπλο της Μπενφίκα, τον Σιμάο, τον οποίο οι «αετοί» παζάρευαν με τη Βαλένθια. Για καλή τύχη του προπονητή ο Σιμάο έμεινε και κάνει τη διαφορά. Τον περασμένο Ιανουάριο η Μπενφίκα πούλησε τον δεύτερο καλύτερο κεντρικό αμυντικό της, τον Ρικάρντο Ρότσα. Και δεν τον αντικατέστησε με έτοιμο παίκτη, με συνέπεια ο Σάντος να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει το περασμένο Σάββατο κόντρα στην Αβες τον Κατσουράνη ως στόπερ. Η μοναδική «σοβαρή» μεταγραφή του χειμώνα ήταν ο 32χρονος Ντερλέι, ο οποίος είχε μόλις ξεπεράσει σοβαρά προβλήματα τραυματισμών.
Η Μπενφίκα ξεκίνησε με 4-3-3, το οποίο πολύ γρήγορα ο Σάντος γύρισε σε 4-4-2, σε διάταξη «ρόμβου». Η έλλειψη ενός ποιοτικού εκτελεστή, τα προβλήματα τραυματισμού και βάρους που αντιμετωπίζει ο Ιταλός Μίκολι (5 γκολ σε 13 ματς) και τα λίγα γκολ του Νούνο Γκόμες (6 σε 17 συμμετοχές) είναι η βασικότερη εξήγηση για το -4 που τον χωρίζει από την πρωτοπόρο Πόρτο. Αν διέθετε «εύκολο γκολ», η Μπενφίκα θα είχε αποφύγει κάποια από τις τρεις ισοπαλίες και θα ήταν πιο κοντά ή και πάνω από τους «δράκους».
Πώς καταφέρνει να παρουσιάζει αισθητά (και με το παραπάνω...) καλύτερο θέαμα από αυτό που έβλεπαν πέρυσι οι ΑΕΚτσήδες; Φροντίζουν γι' αυτό δύο πολύ ποιοτικοί «φουλ μπακ», ο Πορτογάλος Νέλσον και ο Βραζιλιάνος Λέο, που έχουν ήδη μπει στο μάτι μεγαλύτερων ευρωπαϊκών συλλόγων, επειδή αμύνονται σωστά και κάνουν κατά μέσο όρο περί τις 5 επιθετικές προσπάθειες έκαστος ανά παιχνίδι. Ενας δεινός κόφτης (Πετίτ) που κάνει «δουλειά Ασουνσάο» μολονότι υστερεί σε τεχνική κατάρτιση, ένας πολύ καλός και ουσιαστικός Καραγκούνης (16 ματς, 2 γκολ), ένας μαχητής Νούνο Γκόμες. Τη μεγάλη διαφορά κάνουν δύο παίκτες: ο πολύς Σιμάο (19 ματς, 9 γκολ) και η καλύτερη θερινή μεταγραφή στην Πορτογαλία, ο Κώστας Κατσουράνης (20 ματς, 5 γκολ).
Ο θεατής βλέπει μια ομάδα με ταχύτατη ανάπτυξη, αυτοματοποιημένες κινήσεις, που -ειδικά στο «Ντα Λουζ»- παίζει κυριαρχικό ποδόσφαιρο και μαγκώνει τον αντίπαλο από τον λαιμό. Μια ομάδα με εντελώς διαφορετική φιλοσοφία από αυτή που είχε πέρυσι η ΑΕΚ. Που δεν ξεκινά για να κρατήσει το «μηδέν», αλλά για να πετύχει περισσότερα από δύο γκολ και δημιουργεί σε μόνιμη βάση διψήφιο αριθμό κλασικών ευκαιριών. Μια ομάδα που ειδικά το τελευταίο δίμηνο δείχνει καθαρά ότι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του προπονητή της, ο οποίος ρισκάρει σε κάθε παιχνίδι και περισσότερο. Μια ομάδα που οι Ευρωπαίοι αναλυτές υπολογίζουν πολύ για την κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ... Μια ομάδα που φέρει τη σφραγίδα ενός προπονητή που δημιούργησε υπό πίεση, με μαντίλια, με επικριτικά σχόλια, με την ανάγκη του αποτελέσματος και δίχως πίστωση χρόνου. Με τη συνείδηση ότι μπορεί εύκολα να βρεθεί ξαφνικά χωρίς δουλειά, αλλά και την εμπιστοσύνη που πηγάζει από τη διαπίστωση ότι διαθέτει 5-6 ποδοσφαιριστές πολύ μεγαλύτερης ποιότητας από αυτή που είχε στα χέρια του τον καιρό που κατοικούσε στους Θρακομακεδόνες...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






