Η ιστορία είναι απλή. Ακόμα και αν στην ουρά της σήμερα βρίσκεται ένας νεκρός. Και είναι απλή γιατί είναι θέμα βούλησης. Οταν πολιτεία και παράγοντες των συλλόγων επιθυμούν να εξορίσουν τα επεισόδια από τα γήπεδα, μπορούν να τα καταφέρουν. Ακόμα και αν το δικό μας θεσμικό πλαίσιο παρουσιάζει κενά, μπορούμε πάντα να μελετήσουμε και να αντιγράψουμε μέτρα που εφαρμόστηκαν σε άλλες χώρες με παρόμοια ή μεγαλύτερα προβλήματα.
Συχνά, στο παρελθόν, άκουγα τη δικαιολογία ότι το θεσμικό πλαίσιο είναι επαρκές, αλλά δεν εφαρμόζεται. Υποτίθεται ότι αυτό το ρημάδι το θεσμικό πλαίσιο συμπληρώθηκε, εκσυγχρονίστηκε και μπορεί να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα βίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Υπάρχει βέβαια και η πλευρά των παραγόντων. Που όταν βρίσκονται από τη μεριά της ομοσπονδίας, επιδιώκουν να «εμπορευθούν» την εξουσία που διαθέτουν με τους ισχυρούς του χώρου. Και οι ισχυροί του χώρου να κατευθύνουν τη λειτουργία των δικαιοδοτικών οργάνων προς όφελός τους. Αυτό η πολιτεία, φυσικά, το γνωρίζει πολύ καλά, αλλά δεν είδα να αναλαμβάνει κάποιες πρωτοβουλίες για την εξάλειψη αυτού του προβλήματος. Ισως γιατί δεν την αφορά. Το ποδόσφαιρο είναι αυτοδιοικούμενο.
Ενα ακόμα μέρος του προβλήματος αφορά το ζήτημα της αναμόρφωσης των συνδέσμων, που θα μπορούσε να είχε προωθηθεί -από την πολιτεία- με μεγαλύτερη προσοχή, ταχύτητα και αυστηρότητα. Εδώ βέβαια υπεισέρχεται και το ενδιαφέρον των διοικήσεων των συλλόγων, ιδιαίτερα των μεγάλων, που δεν θέλουν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με τον σκληρό πυρήνα των «πελατών» που μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν και με άλλους τρόπους. Σε περίπτωση που οι διοικήσεις των ομάδων υιοθετήσουν μία σκληρή γραμμή απέναντι στους συνδέσμους, θα διαταράξουν και τις σχέσεις τους με τον οπαδικό-αθλητικό Τύπο, χάνοντας ένα πολύ σημαντικό υποστηρικτή.
Οι διοικήσεις των συλλόγων, που στερούνται γενναιότητας και οράματος, έτσι αντιλαμβάνονται την πολιτική δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας, έτσι κάνουν. Γι' αυτό και βρίσκονται στη λίθινη εποχή όσον αφορά την οργάνωση του συγκεκριμένου τομέα. Οι ποδοσφαιροπαράγοντες έχοντας πρόσβαση στη λειτουργία των δικαιοδοτικών οργάνων είναι υπεύθυνοι για την απονομή μιας δικαιοσύνης που είναι προς όφελος των ισχυρών, μιας δικαιοσύνης που είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι. Ετσι και η καχυποψία ανάμεσα στους φιλάθλους καλλιεργείται και η βία βρίσκει καύσιμο για να συνεχίσει να καίει καθίσματα και αυτοκίνητα και ο κόσμος απομακρύνεται από τα γήπεδα.
Τα τελευταία χρόνια όλοι γράφουμε τα ίδια και τα ίδια όταν γίνονται επεισόδια και αντίδραση δεν υπάρχει. Πολλοί είναι εκείνοι που αντιλαμβάνονται το παραγοντιλίκι στο ποδόσφαιρο ως ένα χώρο όπου μπορούν να ασκήσουν εξουσία και να αποκτήσουν ένα status. Ασήμαντα ανθρωπάκια, μικροτυχοδιώκτες, αμόρφωτοι, ξεπερασμένοι, ασχολούμενοι με το ποδόσφαιρο νομίζουν ότι γίνονται «κάτι». Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η εικόνα τους στον καθρέφτη -στον δικό τους καθρέφτη- και όχι το ποδόσφαιρο.
Μετά τα προχθεσινά επεισόδια και τον νεκρό οπαδό η αντίδραση της πολιτείας δείχνει, πρώτα από όλα, αμηχανία. Και αδυναμία. Η διακοπή για 15 ημέρες κάθε αθλητικής δραστηριότητας ελάχιστα θα συμβάλει στην ευαισθητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Και η διυπουργική επιτροπή που θα παρακολουθεί την εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από όσα θα ήθελε η κυβέρνηση, για τις δυνατότητές της να κυβερνά αποτελεσματικά. Θα άξιζε να περιμένουμε για να δούμε και την αντίδραση των προέδρων των ΠΑΕ. Τώρα. Και να την αξιολογήσουμε. Γιατί, όταν τα πράγματα φτάνουν τόσο μακριά όσο έχουν φτάσει σήμερα, όλοι θα κριθούμε με βάση όσα θα κάνουμε. Οχι στη βάση των όσων θα ευχηθούμε.
Πρόληψη και καταστολή
Στα μέσα της δεκαετίας του '80 το ποδόσφαιρο δέχθηκε τη μεγάλη πληγή του «Χέιζελ» το 1985 με τους 29 νεκρούς φιλάθλους, στα επεισόδια που προηγήθηκαν της έναρξης του τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στη Γιουβέντους και τη Λίβερπουλ.
Ο,τι ακολούθησε έπειτα από εκείνο το παιχνίδι είναι λίγο πολύ γνωστό. Η τότε πρωθυπουργός της Αγγλίας Μάργκαρετ Θάτσερ, γνωστή και με το προσωνύμιο «σιδηρά κυρία» εξαιτίας της τακτικής της να συγκρούεται μετωπικά με συνδικάτα και πολιτικούς αντιπάλους, πήρε την απόφαση να επιβάλει μία πενταετή ποινή αποκλεισμού στις αγγλικές ομάδες από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Η αλήθεια είναι ότι οι Αγγλοι αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα προβλήματα με τους χούλιγκαν, αλλά δεν ήταν οι μόνοι στην Ευρώπη. Μετά το «Χέιζελ», όμως, κάθισαν και μελέτησαν σοβαρά τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου και δεν ενήργησαν σπασμωδικά και αποσπασματικά. Εριξαν το μεγαλύτερο βάρος των ενεργειών τους στην ενίσχυση των εμπορικών χαρακτηριστικών του ποδοσφαίρου, σχεδίασαν μία ολοκληρωμένη και αποτελεσματική πολιτική ελέγχου πώλησης των εισιτηρίων, ενώ παράλληλα ενίσχυσαν το σκέλος της αστυνόμευσης στα γήπεδα με την τοποθέτηση καμερών. Τα γήπεδα εκσυγχρονίστηκαν και η αντιμετώπιση της βίας υποστηρίχθηκε σε νομοθετικό επίπεδο με την αυστηροποίηση της νομοθεσίας και την υιοθέτηση βαρύτερων ποινών για όσους είχαν συλληφθεί από την Αστυνομία με την κατηγορία της πρόκλησης επεισοδίων στα γήπεδα.
Οι Αγγλοι πίστεψαν ότι η αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα χρειάζεται μία διπλή και ολοκληρωμένη προσέγγιση, πρωτίστως στον τομέα της πρόληψης και δευτερευόντως στον τομέα της καταστολής. Οι άνθρωποι εκεί κατάλαβαν ότι, αν τα γήπεδα αρχίζουν να γεμίζουν με κόσμο από όλες τις ηλικίες και από γυναίκες, αν δηλαδή το ποδόσφαιρο μεγάλωνε την εμπορική του βάση, θα ήταν ευκολότερο να καταπολεμήσουν τη βία. Και τώρα, 20 χρόνια μετά, γνωρίζουμε ότι η βία έφυγε από τα γήπεδα για να αποκτήσει έδρα κάπου αλλού. Αυτό άλλωστε δείχνουν τα στοιχεία του βρετανικού Υπουργείου Εσωτερικών.
Αντί για οποιαδήποτε άλλη επισήμανση, θα επαναλάβω τη φράση δύο οπαδών της Γουότφορντ, των Νταγκ και Εντι Μπρίμσον από το βιβλίο τους «Everywhere we go». «Η βία στα γήπεδα μοιάζει με τη συνήθεια του καπνίσματος. Αν το δοκιμάσεις μία φορά και δεν σου αρέσει, δεν ξαναδοκιμάζεις. Αν όμως σου αρέσει, είναι πολύ δύσκολο να το κόψεις». Και μπορείς να καπνίζεις είτε στο γήπεδο είτε αλλού.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






