Τα καλύτερα ξένα εξτρέμ τα οποία έχουν πιάσει… λιμάνι. Μπόλικη κουβέντα έχει γίνει φέτος και παράλληλα έχει υπάρξει μεγάλη γκρίνια για τα «φτερά» του Ολυμπιακού, καθώς αγωνιστικά πήρε λίγα πράγματα, αφού οι επιλογές, οι οποίες έγιναν δεδομένα αποδείχθηκαν άστοχες. Για να το θέσουμε διαφορετικά, προσέφεραν τα προσδοκώμενα για λογαριασμό της ομάδας του Μαρτίνς.

Ναι, το σύνολο μετράει, αλλά χρειάζονται και οι παίκτες για να κάνουν τη διαφορά και σίγουρα οι ακραίοι που απέκτησαν οι «ερυθρόλευκοι» το περασμένο καλοκαίρι δεν έδωσαν το κάτι παραπάνω. Ούτε κατά διάνοια. Τα βασικά δεν έχουν κάνει. Με αποκορύφωμα τον Χένρι Ονιεκούρου, ενώ σε ρηχά νερά κινήθηκε και ο Ρόνι Λόπες. Πιο θετικός από όλους ήταν ο Γκάρι Ροντρίγκες, αλλά η προσφορά περιορίζεται λόγω και των συχνών τραυματισμών του.

Συνεπώς, οι «ερυθρόλευκοι» περιμένουν και πάλι πολλά από τον Μασούρα και τον 37χρονο Βαλμπουενά, ο οποίος δίνει πολλά παραπάνω από τους νεότερους Ονιεκούρου και Λόπες. Με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός, το sport-fm.gr γυρίζει πίσω τον χρόνο, θυμίζοντας τους 7+1 κορυφαίους ξένους εξτρέμ του Ολυμπιακού.

Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς


Τα λόγια είναι περιττά. Η κορυφής της λίστας. Η σημαία του Ολυμπιακού, μια από τις πιο εμβληματικές μορφές στην ιστορία του συλλόγου. Ήρθε στη χώρα μας στα 20 του, αλλά στη συνέχεια έγινε δικό μας παιδί. Αν και δεν χρειάζονται συστάσεις, είχε όλα όσα ψάχνεις σε έναν εξτρέμ: ποιότητα, διαθέτοντας άριστη τεχνική, ταχύτητα, εξαιρετική σέντρα και γκολ. Υπηρέτησε την ερυθρόλευκη φανέλα για 13 χρόνια, κατακτώντας 12 πρωταθλήματα και 5 Κύπελλα (ισάριθμα νταμπλ). Ήταν, επίσης από τα βασικά «εργαλεία» της ομάδας, η οποία έφτασε έως τα προημιτελικά του Champions League, πραγματοποιώντας την καλύτερη πορεία στην Ευρώπη ακόμα και μέχρι σήμερα, ενώ βρέθηκε μια ανάσα και από τα ημιτελικά. Παίκτης-ηγέτης, παίκτης-ορχήστρα, ο οποίος έβγαινε μπροστά στα ντέρμπι και γενικώς στα δύσκολα. Συνδέθηκε το όνομά του με την περίοδο της αναγέννησης (αρχικά) του Ολυμπιακού και της κυριαρχίας του (στη συνέχεια). Έκλεισε αρκετές φορές τα αυτιά του στις… σειρήνες από το εξωτερικό και κατέχει για πάντα θέση στην καρδιά των φίλων των Πειραιωτών.


Λουτσιάνο Γκαλέτι


Τρομερό-κλασικό εξτρέμ κι αυτός. Δεν ρίζωσε στον Ολυμπιακό (για λόγους ανωτέρας βίας), όπως ο Τζόρτζεβιτς (με τον οποίο συνυπήρξαν για δύο σεζόν) και το «διαζύγιό» του με τον σύλλογο μόνο ρόδινο δεν ήταν και βγήκε μέσω της δικαστικής οδού. Ωστόσο, η προσφορά του και η ποιότητά του δεν αμφισβητούνται. Γεννημένος για να παίζει στα άκρα, να ταλαιπωρεί τον αντίπαλό του, διαθέτοντας και την… αλητεία ενός λάτιν άσου. Μην ξεχνάμε ότι έκανε «σσσσς» για γκολ του απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης (επειδή είχε περάσει από τη μισητή Ατλέτικο Μαδρίτης) στο «Μπερναμπέου». Είχε σέντρα ακριβείας, ενώ ήταν και το γκολ στο αίμα του και στο λιμάνι μέτρησε 90 συμμετοχές, με 26 γκολ και 30 ασίστ. Έπαιξε για σχεδόν 2,5 σεζόν στους «ερυθρόλευκους», κατακτώντας δύο πρωταθλήματα και ισάριθμα νταμπλ, αλλά δυστυχώς για τον ίδιο κυρίως όπως και για την πρώην ομάδα του, το πρόβλημα υγείας το οποίο τον ταλαιπώρησε, έβαλε άγαρμπα τέλος στην καριέρα του (βρέθηκε για λίγο στον ΟΦΗ το 2013).


Μίλος Σέστιτς


Ίσως ο καλύτερος ντριπλέρ που πέρασε από τον Ολυμπιακό. Γιουγκοσλάβος με φοβερό αριστερό πόδι και τρομερός μπουκαδόρος. Η προσφορά του δεν συγκρίνεται με του Τζόρτζεβιτς, καθώς αγωνίστηκε για μόλις δύο χρόνια στον Πειραιά, αλλά σίγουρα το πέρασμά του έχει μείνει αξέχαστο στους φίλους της ομάδας. Άλλωστε και η υποδοχή, η οποία του επεφύλαξαν ήταν ζεστή. Επρόκειτο για εν ενεργεία παίκτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με την οποία είχε πάρει μέρος στο Μουντιάλ του 1982 και το Euro του 1984. Του πήγαιναν πολύ τα ερυθρόλευκα, αφού μεγαλούργησε στον Ερυθρό Αστέρα, στο οποίο αγωνίστηκε για 11 χρόνια και κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα (1976-77, 1979-80, 1980-81, 1983-84) και ένα Κύπελλο (1981-82). Δεν εξαργύρωσε στον Ολυμπιακό τα όσα έδωσε, αφού δεν πήρε κάποιο τίτλο. Την αγωνιστική περίοδο 1985-86 οι «ερυθρόλευκοι» έμειναν με άδεια χέρια, ενώ αποχώρησε στα μέσα της περιόδου 1986-87 (τελευταία σεζόν πριν τα «πέτρινα χρόνια»).


Κέβιν Μιραλάς


Στο μυαλό αρκετών έχει μείνει ως φορ. Ίσως όχι άδικα. Στον Ολυμπιακό, άλλωστε, εκεί έπαιξε αποκλειστικά στο πρώτο μισό της παρθενικής του σεζόν στον Πειραιά, ενώ στη συνέχεια μετακόμισε στα πλάγια (δεξιά και αριστερά) με την άφιξη του Ράφικ Τζεμπούρ. Έκανε δύο εξαιρετικές σεζόν (2010-12) με τους «ερυθρόλευκους», στους οποίους ταίριαζε… γάντι, λόγω του τρόπου παιχνιδιού τους και ώρες ώρες έμοιαζε ασταμάτητος. Την ποιότητα τη διέθετε δεδομένα. Άψογη τεχνική, ταχύτητα, διείσδυση, ενώ είχε πολύ και το γκολ. Βγήκε, μάλιστα, πρώτος σκόρερ της Super League τη σεζόν 2011-12 με 20 γκολ και παίκτης του πρωταθλήματος εκείνη την αγωνιστική περίοδο, η οποία του έδωσε εισιτήριο για την Premier League. Αναγκάζοντας την Έβερτον να δαπανήσει ένα πολύ σημαντικό ποσό (περίπου 7,5 εκατομμύρια ευρώ) για να τον αποκτήσει. Επιβεβαίωσε και με δεύτερο τρόπο ότι επρόκειτο για παίκτη πολύ υψηλού επιπέδου, βρίσκοντας χώρο (έστω και ως αλλαγή) στην πληρέστερη εθνική Βελγίου. Δυστυχώς, για τις δύο πλευρές, η παρουσία του Μιραλάς στον Ολυμπιακό «μουτζουρώθηκε» στη δεύτερη θητεία στο λιμάνι. Μόνο θετικό δεν ήταν το πέρασμά του στο δεύτερο μισό της σεζόν 2017-18, αγωνιζόμενος ως δανεικός από τα «ζαχαρωτά».


Νέρι Καστίγιο


Ο παίκτης, ο οποίος έβαζε… φωτιά (με τον καλώς εννοούμενο τρόπο) στην εξέδρα. Με τις ντρίπλες του, γενικώς με το απρόβλεπτο στο παιχνίδι του, τις διεισδύσεις του, την ποδοσφαιρική «αλητεία» του και με τα γκολ του. Από έφηβος βρέθηκε στο λιμάνι στις αρχές του 2000 και ενώ λίγο έλειψε να τον αποκτήσει η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στην οποία δεν υπέγραψε, αλλά όχι για καθαρά ποδοσφαιρικούς λόγους. Ξεκίνησε ως εξτρέμ (δεξιά κυρίως, αλλά και αριστερά), αλλά στη συνέχεια έπαιξε ως φορ, όπου τον καθιέρωσε ο Όλεγκ Προτάσοφ, συνυπάρχοντας αρμονικά με τον ποδοσφαιρικό του πατέρα Τζιοβάνι (αρχικά), ενώ στη συνέχεια συνεργάστηκε καλά και με τον Κωνσταντίνου. Μπορεί να πήρε μεταγραφή στη Σαχτάρ έναντι 20 εκατομμυρίων ευρώ ως επιθετικός (έπειτα και από το εξαιρετικό Κόπα Αμέρικα το καλοκαίρι του 2007). Ως ακραίος, ωστόσο, αγαπήθηκε στους Πειραιώτες και πολλές φορές έγερνε προς τα πλάγια, ακόμα και όταν αγωνιζόταν ως φορ, προκαλώντας τους αντιπάλους του σε… μονομαχία. Ήταν το κερασάκι στην τούρτα στη λάτιν τριπλέτα, Ριβάλντο-Τζιοβάνι και Καστίγιο της σεζόν 2004-05. Οι αρετές του έκαναν πολλούς να πιστέψουν και να πιστεύουν ότι μπορούσε να δώσει πολλά περισσότερα στον Ολυμπιακό και αυτό δεν συνέβη για διάφορους λόγους.


Ντάνιελ Ποντένσε


Αν είχε έναν Ποντένσε τώρα ο Ολυμπιακός… Η αξία του Πορτογάλου άσου φαίνεται περισσότερο τώρα που έχει φύγει από την ομάδα του Πειραιά. Διέθετε σχεδόν όλα ζητάς από έναν ακραίο, πλην του γκολ, το οποίο δεν είχε εύκολο, αν και έβγαζε αρκετές τελικές στα παιχνίδια. Ταχύτητα, τεχνική, πολύ καλή σέντρα, που σε ανάγκαζαν να κάνεις τα… στραβά μάτια για τα κακά τελειώματά του. Η αλήθεια είναι ότι έπαιξαν ρόλο οι συγκυρίες για να τον κάνει δικό του, αφού η κρίση, η οποία ξέσπασε στη Σπόρτινγκ το καλοκαίρι του 2018, τον έστειλε στον Ολυμπιακό, ο οποίος δεν άφησε την ευκαιρία (που δύσκολα θα είχε υπό νορμάλ συνθήκες) να περάσει ανεκμετάλλευτη. Ήταν από τους ποιοτικότερους παίκτες της καλύτερης ομάδας των «ερυθρόλευκων» από τη σεζόν 2011-12 και μετά. Εκείνης της αγωνιστικής περιόδου 2019-20, η οποία συνδύασε ουσία με θέαμα. Κατακτώντας σχετικά άνετα το νταμπλ, ενώ δεν έφτασε μακριά και από τους «8» του Europa League, χάνοντας οριακά στο μπρα ντε φερ με την πολύ καλή Γουλβς στους «16» (πετυχαίνοντας νωρίτερα ιστορική πρόκριση επί της Άρσεναλ). Παρότι είχε θέμα στο σκοράρισμα πέτυχε 13 γκολ σε 68 παιχνίδια, έχοντας και 14 ασίστ. Στη Γουλβς κόστισε περίπου 21 εκατομμύρια ευρώ (16,9 εκατ. λίρες, σύμφωνα με το «Skysports»).

Λιτόφτσενκο (;)

Τζο Κάμπελ


Σύντομο το πέρασμά του από το λιμάνι. Υπήρχαν τα φόντα για πιο μακροχρόνια κοινή πορεία, αφού έδεσε κατευθείαν το… γλυκό σε επίπεδο χημείας. Ωστόσο, ήταν δανεικός από την Άρσεναλ και λίγο το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτό να καλυφθεί η ρήτρα, λίγο και η επιθυμία του Κοσταρικανού να δώσει τα ρέστα του για μια δεύτερη ευκαιρία στους «κανονιέρηδες», τον οδήγησαν εκτός Ολυμπιακού. Συνυπολογίστε και την παρουσία του στο Μουντιάλ του 2014, η οποία ήταν θετικότατη, με αποτέλεσμα να κάνει όνειρα για κάτι πιο αστραφτερό από τα δικά μας. Παραλίγο να συνδέσει το όνομά του με την ομάδα του Μίτσελ, με την οποία έκανε 43 συμμετοχές σε μια σεζόν (11 γκολ/11 ασίστ) με μια μεγάλη επιτυχία. Αφού σκόραρε στο 2-0 επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για τους «16» του Champions League, πετυχαίνοντας το δεύτερο γκολ στο πρώτο παιχνίδι. Στη ρεβάνς, ωστόσο, η ομάδα του Μόγες ανέτρεψε το σκορ. Ο επιμένων πολλές φορές νικά, αλλά ο (τότε) 22χρονος άσος δεν δικαιώθηκε για τις επιλογές του στη συνέχεια της καριέρας του.

Σεμπαστιάν Λέτο


Παικταράς, πολλή μπάλα. Από τους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι συνδυάζουν ουσία και θέαμα, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με ένα άγγιγμα της μπάλας. Συνδέθηκε το όνομά του με τον Παναθηναϊκό, στο οποίο έπαιξε για αρκετά μεγαλύτερο διάστημα (2009-13, 2016-17), αλλά σίγουρα δεν γίνεται να προσπεράσουμε τη θητεία του στον Ολυμπιακό. Με την άφιξή του στον Πειραιά προκάλεσε ενθουσιασμό, αλλά δεν πρόλαβε να αγαπηθεί όσο στους «πράσινους» και για την ακρίβεια αργότερα… μισήθηκε λόγω της μετακίνησής του στο «τριφύλλι». Θεωρήθηκε ότι μπορεί να αποτελέσει τον διάδοχο του Τζόρτζεβιτς, με τον οποίο συνυπήρξε στην τελευταία σεζόν του «Τζόλε» στον Ολυμπιακό και γενικότερα στην ενεργό δράση. Αν έμενε παραπάνω ίσως θα αναλάμβανε τα… σκήπτρα, αλλά το αν θα έβγαζε εις πέρας την αποστολή δεν θα το μάθουμε ποτέ. Πάντως, είχε τις προοπτικές, παρότι δεν παρουσιάστηκε τόσο ώριμος (πράγμα αρκετά λογικό) αγωνιστικά όσο στον Παναθηναϊκό (στον οποίο έπαιξε στην επίθεσ και όχι κατά βάση στα άκρα). Με την ομάδα του Βαλβέρδε, με την οποία πανηγύρισε το νταμπλ, έγραψε 37 συμμετοχές, πέτυχε 2 γκολ και μοίρασε 10 ασίστ.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube