Επικαιρότητα

Το συνταρακτικό ημερολόγιο της γραμματέως του Γκέμπελς

Η Μπρουνχίλντε Πόμζελ, γραμματέας ενός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην Ιστορία, υπενθυμίζει πως η απειλή του φασισμού εξακολουθεί να είναι παρούσα.

Από το 1942 έως το 1945, η Μπρουνχίλντε Πόµζελ υπήρξε στενογράφος ενός από τους µεγαλύτερους εγκληµατίες της Ιστορίας. Ως γραµµατέας του Υπουργού Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέµπελς, βρέθηκε στο κέντρο της εξουσίας της χιτλερικής Γερµανίας. Όµως ισχυρίζεται πως δεν είχε ιδέα για τις φρικαλεότητες του καθεστώτος που υπηρετούσε. Ακόμα και τις τελευταίες μέρες του πολέμου, όταν πλέον τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονταν στους δρόμους του Βερολίνου, δακτυλογραφούσε επίσημα έγγραφα στο μπούνκερ και έραψε τη σημαία της επίσημης συνθηκολόγησης της πόλης, αντί να εκμεταλλευτεί κάποια ευκαιρία να διαφύγει. Πάνω από εβδομήντα χρόνια η Πόμζελ τηρούσε σιγήν ιχθύος. Παρότι στα εβδομήντα χρόνια που μεσολάβησαν η Πόμζελ ξέχασε πολλά από όσα έζησε, τα σημαντικά γεγονότα και τα σημεία καμπής παραμένουν ολοζώντανα στη μνήμη της.

Λίγο πριν από τον θάνατό της σε ηλικία 106 ετών, η Πόµζελ αφηγείται τη ζωή της µε αφοπλιστική ειλικρίνεια. Άνθρωποι κλεισµένοι στη δική τους προσωπική σφαίρα, που αδιαφορούν για τα κοινά και την πολιτική, άνθρωποι που κλείνουν τα µάτια παλεύοντας να επιβιώσουν. Ο Thore D. Hansen παρουσιάζει και αναλύει την αφήγηση της Πόµζελ, µία συγκλονιστική µαρτυρία για το βάρος και τα όρια της προσωπικής ευθύνης, µία τροµακτική προειδοποίηση για το παρόν και το µέλλον. Πόσο κοντά είµαστε τελικά στο να φτάσουµε κι εµείς κάποια στιγµή να υποστηρίζουµε σαν κι εκείνη: «Δεν θέλαµε να ξέρουµε»; Αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στη βιογραφία της Μπρουνχίλντε Πόμζελ και στο παρόν, πρέπει επίσης να εξετάσουμε το ερώτημα τι ευθύνη φέρουν οι δημοκρατικές ελίτ για τις τρέχουσες εξελίξεις και αν και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν αναλογίες προς τη δεκαετία του ’30.

«Η μαρτυρία της Πόμζελ δεν είναι μόνο μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές στην εξέταση του Ολοκαυτώματος, αλλά, υπό το πρίσμα της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης, αποτελεί εδώ και καιρό μια διαχρονική προειδοποίηση για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές», λέει ο Ντάνιελ Χάνοκ, επιζήσας του Ολοκαυτώματος.



Ακολουθούν αποσπάσματα του βιβλίου και της συγκλονιστικής αφήγησης:

«Κατά κάποιον τρόπο ήμασταν οι ελίτ. Γι’ αυτό ήταν τόσο ωραία να εργάζεσαι εκεί? πολύ ευχάριστα, μου άρεσε πραγματικά. Καλοντυμένοι, φιλικοί άνθρωποι. Το παραδέχομαι, ήμουν πολύ επιφανειακό άτομο εκείνη την εποχή, πολύ ανόητη».

1936

Τέλος πάντων, τα πρώτα χρόνια, σίγουρα ως τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Γερμανία ήταν υπέροχη. Επ’ ουδενί δεν γίνονταν διώξεις Εβραίων, τα πάντα λειτουργούσαν ρολόι. Επίσης, προσωπικά δεν έζησα καμία καύση βιβλίων. Διάβαζα βέβαια γι’ αυτές, γιατί αναφέρονταν στις εφημερίδες, αλλά ήταν πολύ μακριά από μένα. Δεν πήγα ποτέ σε κάτι τέτοιο. Στους ανώτερους κύκλους υπήρχε ήδη μεγαλύτερη ανησυχία για την παγκόσμια πολιτική. Αλλά εμάς δεν μας αφορούσε, για μας η κατάσταση ήταν ειδυλλιακή. Οι πρώτες σημαντικές αλλαγές έγιναν αισθητές όταν εξαφανίστηκαν τα πρώτα εβραϊκά καταστήματα. Όμως στην περιοχή μας έτσι κι αλλιώς υπήρχαν ελάχιστα, και τα υπόλοιπα συνέχιζαν να λειτουργούν κανονικά. Και το ότι κάποιος έκλεινε το μαγαζί του δεν σήμαινε τίποτα, εκείνη την εποχή αυτό ήταν καθημερινή υπόθεση. Πολλά μαγαζιά έκλειναν, και όχι όλα εβραϊκά.


1938

Έτσι, όταν ιδρύθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν ακούσαμε για πρώτη φορά τη φράση «στρατόπεδο συγκέντρωσης», εκείνο που καταλάβαμε ήταν ότι σε αυτά πήγαιναν άνθρωποι που είτε είχαν εκφραστεί εναντίον της κυβέρνησης είτε είχαν προκαλέσει ταραχές. Σκεφτήκαμε ότι δεν ήθελαν να τους κλείσουν κατευθείαν στη φυλακή, οπότε τους πήγαιναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να αναμορφωθούν. Κανείς δεν ανησυχούσε παραπάνω. Ας πούμε, ο πρώτος εκφωνητής στη Ραδιοφωνία, ο Γιούλε Γένις, ένας υπέροχος άνθρωπος... Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε καν ραδιόφωνο. Εκφωνούσε τις ειδήσεις πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο Γιούλε Γένις βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.9 «Ναι, αλλά γιατί;» «Πρέπει να είναι ομοφυλόφιλος». «Για όνομα του Θεού!... ο Γιούλε ομοφυλόφιλος;» Η ομοφυλοφιλία ήταν... ήταν κάτι τρομακτικό εκείνη την εποχή.


1942

Και υπήρχαν περιπτώσεις για τις οποίες ο κόσμος δεν μάθαινε ποτέ τίποτα. Ένα απλό αστείο για τον Φύρερ μπορεί να έκανε κάποιος και αμέσως τον συλλάμβαναν και τον εκτελούσαν, το θυμάμαι πολύ καλά. Ήμουν στο Υπουργείο και είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Κι αν ήξερες κάποιον από αυτούς προσωπικά, το περιστατικό αποκτούσε φυσικά άλλη βαρύτητα.



Ο Γκέμπελς ήταν πολύ εμφανίσιμος. Δεν ήταν ψηλός, μάλλον κάπως κοντός, θα μπορούσε να ήταν και ψηλότερος. Πάντως, ήταν πραγματικά ευπαρουσίαστος, φορούσε καταπληκτικά κοστούμια, από τα καλύτερα υφάσματα. Και πάντα ήταν ελαφρώς μαυρισμένος. Τα χέρια του ήταν περιποιημένα, πιθανόν να έκανε καθημερινά μανικιούρ. Δεν είχες κάτι να του προσάψεις, την παραμικρή ένσταση. Και θέλω να πιστεύω ότι μπορούσε να γίνει πολύ γοητευτικός. Αλλά μαζί μας δεν το θεωρούσε απαραίτητο να είναι γοητευτικός. Ήμασταν μέρος της επίπλωσης, η θέση μας ήταν στα γραφεία που υπήρχαν στον χώρο. Αυτό ήταν όλο. Δεν μας χαμογελούσε ποτέ, ούτε ρωτούσε αν κάποια είχε γενέθλια σε περίπτωση που έβλεπε λουλούδια, όπως κάνουν συχνά τα αφεντικά προσπαθώντας να φανούν φιλικά με τους υπαλλήλους τους. Εγώ έλεγα συχνά ότι «Ο Γκέμπελς μάς θεωρεί ένα με τα γραφεία όπου καθόμαστε». Δεν εννοώ ότι ήταν ψηλομύτης, αλλά για αυτόν ήμασταν άφυλες. Δεν ήμασταν όλες πολύ όμορφες, αλλά ποτέ δεν προσπάθησε να πλησιάσει κάποια από μας. Βέβαια, περιστοιχιζόταν από όλες εκείνες τις κούκλες του σινεμά, από διάφορα μοντέλα, και τα λοιπά. Οπότε δεν χρειαζόταν να καταφεύγει στο γραφείο του.



Τώρα πια ο πόλεμος μαινόταν κανονικά. Από αυτή την περίοδο και πέρα ο Γκέμπελς βρισκόταν πιο συχνά στο Υπουργείο και γυρόφερνε στο γραφείο του κουτσαίνοντας. Ήταν αδύνατον να το κουκουλώσει αυτό το κουσούρι. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να κάνεις όσα θα ’θελες γι’ αυτό. Σήμερα θα το ρύθμιζε με κάποιον τρόπο, ώστε να μη φαινόταν. Όμως τότε ήταν εμφανές. Ήταν κουτσός. Μπορεί να φορούσε το πιο κομψό κοστούμι, αλλά κούτσαινε. Τον έβλεπες και τον λυπόσουν κάπως. Και για να τα αντι- σταθμίσει όλα αυτά, είχε εκείνη την απίστευτη υπεροψία και αυτοπεποίθηση. Κάποτε έδειχναν συχνά παλιές φωτογραφίες του από την εποχή που κυκλοφορούσε μαζί με άλλους με φορτηγά για να προωθεί τον Χίτλερ. Φαινόταν απαίσιος με εκείνο το σκουφί που φορούσε. Όχι, στο Υπουργείο ερχόταν πάντα κύριος. Επίσης, δεν τον είχα δει ποτέ να χάνει την ψυχραιμία του. Γιατί κάλλιστα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι στις συζητήσεις που είχε με διάφορα πρόσωπα κάποιες φορές η κατάσταση έπαιρνε κι άσχημη τροπή. Μόνο μία φορά θυμάμαι να είπαμε όλοι μαζί: «Ουρλιάζει!». Σε κάποιον ούρλιαζε. Μας φαινόταν αδιανόητο. Ποτέ ξανά. Μόνο αυτή τη μία και μοναδική φορά. Όπως λέγαμε, ήταν ένας άνθρωπος ατάραχος, με μεγάλη αυτοκυριαρχία.



Το αληθινό πρόσωπο του Γκέμπελς το ανακάλυψα σιγά σιγά. Θυμάμαι ακόμη την περίφημη εκδήλωση στο Σπορτ Παλάστ και το «Θέλετε ολοκληρωτικό πόλεμο».Το μόνο που μπορώ να πω ακόμα για τον Γκέμπελς είναι ότι ήταν ένας καταπληκτικός ηθοποιός. Ένας καλός ηθοποιός. Και δεν νομίζω να υπάρχει ηθοποιός που από καθωσπρέπει, σοβαρός άνθρωπος θα μεταμορφωνόταν σε άγριο τραμπούκο καλύτερα απ’ ό,τι εκείνος. Ήταν αγνώριστος. Αυτό ακριβώς μας συγκλόνισε τόσο σε εκείνη την εκδήλωση στο Σπορτ Παλάστ. Όταν ζεις αυτή την εμπειρία, το πώς ένας άνθρωπος που τον έβλεπες σχεδόν καθημερινά στο γραφείο –περιποιημένος, ευγενικός, με κάποιον αριστοκρατικό αέρα– μεταμορφώνεται σε λυσσασμένο νάνο... Μεγαλύτερη αντίθεση από αυτήν δεν μπορώ να φανταστώ.Εκείνη τη στιγμή μού φάνηκε απαίσιος. Τρομακτικός. Αλλά μετά το απώθησα. Δεν ήμουν ποτέ ενθουσιασμένη μαζί του, ούτε αργότερα, όταν μας πλησίαζε με φιλικό ύφος στο γραφείο για να μας ρωτήσει κάτι. Γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα το πώς ούρλιαζε στο Σπορτ Παλάστ. Ενώ εδώ μας το έπαιζε μαλακός, κομψός και πολιτισμένος.



1944

Θυμάμαι ακόμη την τελευταία σημαντική ταινία με την οποία είχε ασχοληθεί ο Γκέμπελς. Πλησίαζε το τέλος. Η ταινία σκόπιμα είχε σκηνοθετηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμφυσήσει ξανά στον λαό ισχυρή θέληση για τη νίκη. Αυτή ήταν η πρόθεση, και στα επίκαιρα εξυπακούεται ότι ήμασταν πάντα οι νικητές. Έτσι, πολλά πράγματα κόβονταν. Ο Γκέμπελς ανακατευόταν σε όλα, ακόμα και στην τέχνη. Η τέχνη, ειδικά η γερμανική τέχνη, προωθούνταν πολύ ήδη από το σχολείο. Ιδιαίτερα οι επικοί μύθοι του παρελθόντος.



1945

Λίγο πριν από τη βέβαιη πτώση η Μπρουνχίλντε Πόμζελ παίρνει μια μοιραία απόφαση, η οποία την υποχρεώνει να παραμείνει τις τελευταίες μέρες με τους τελευταίους πιστούς του καθεστώτος στο αντιαεροπορικό καταφύγιο του Υπουργείου Προπαγάνδας δίπλα στο μπούνκερ του Χίτλερ. Από τα εναπομείναντα μέλη της ακολουθίας των ναζί μαθαίνει σποραδικά τι διαδραματίζεται στο μπούνκερ. Ανάμεσά τους ήταν ο Χανς Φρίτσε και ο υπασπιστής του Γκέμπελς, ο Γκίντερ Σβέγκερμαν, ο οποίος στο τέλος έκαψε τα πτώματα της Μάγκντα και του Γιόζεφ Γκέμπελς. Αφότου ο Γκέμπελς αρνήθηκε τη συνθηκολόγηση, ο Χανς Φρίτσε, ένας από τους ανώτερους υπαλλήλους του Υπουργείου του Γκέμπελς και γνωστός σχολιαστής του ραδιοφώνου, αποφασίζει να πάρει την πρωτοβουλία και να κάνει πρόταση συνθηκολόγησης. Το βράδυ της 1ης Μαΐου 1945 ο στρατηγός Βάιντλινγκ, επικεφαλής στη μάχη του Βερολίνου, ζητάει από τους άντρες του να σταματήσουν τις εχθροπραξίες.



Όσον αφορά τον Γκέμπελς, μόνο στο τέλος κατάλαβα τι πρέπει πραγματικά να σήμαιναν ο Γκέμπελς και η γυναίκα του για τον κόσμο. Θα μπορούσαν να δραπετεύσουν. Πάνω απ’ όλα αναρωτιέμαι γιατί αυτοκτόνησαν, και κυρίως γιατί πήραν μαζί τους και τα παιδιά. Εντάξει, είχαν μπει στην πόλη οι Ρώσοι, όμως η Χάνα Ράιτς τούς είχε προτείνει να διαφύγουν αεροπορικώς. Μπορούσε να προσγειωθεί κάπου με το μικρό αεροπλάνο της και να πάρει τα παιδιά και όλη την οικογένεια. Ειδικά τη συμπεριφορά της μητέρας αδυνατώ να την κατανοήσω. Λένε επίσης –δεν το γνωρίζω από πρώτο χέρι, το άκουσα κάποια στιγμή– ότι η μεγαλύτερη αντιστάθηκε σθεναρά όταν της έδωσαν εκείνο το χάπι. Νωρίτερα τους είχαν δώσει υπνωτικό. Το παιδί πρέπει να ήξερε ή να διαισθάνθηκε τι συνέβαινε και αντιστάθηκε. Αδιανόητα πράγματα. Εντάξει, ο Γκέμπελς αυτοκτόνησε γιατί δεν του έμενε τίποτα πια. Όλα τα άλλα όμως είναι καθαρή δειλία. Να πάρει μαζί του και τα παιδιά... ασυγχώρητο! Τα παιδιά θα είχαν ζήσει και θα είχαν γίνει αυτόνομοι άνθρωποι. Όχι, αυτό είναι κτηνωδία.



Μετά τη σύλληψή της η Μπρουνχίλντε Πόμζελ καταλήγει στο ειδικό σοβιετικό στρατόπεδο υπ. αριθμ. 2, το οποίο είχε εγκατασταθεί στον χώρο του πρώην στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ. Αυτό το στρατόπεδο, που ιδρύθηκε κατόπιν εντολής του κομισάρι­ου Εσωτερικών Υποθέσεων Λαβρέντι Μπέρια, ήταν σχεδόν τελείως απομονωμένο από τον έξω κόσμο και χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον για τον εγκλεισμό εθνικοσοσιαλιστών, οπαδών του ναζισμού και εγκληματιών πολέμου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους πάρα πολλοί κρατούμενοι πέθαναν από τις αρρώστιες και τον υποσιτισμό. Η Μπρουνχίλντε Πόμζελ, έμεινε σε στρατόπεδο μέχρι το 1950.



Ότι υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης το ήξερα πάρα πολύ καιρό, αλλά ότι εκεί άνθρωποι θανατώνονταν με αέρια και καίγονταν... αυτό ποτέ. Όταν σκέφτομαι πως στο Μπούχενβαλντ στεκόμουν στο ίδιο ακριβώς σημείο όταν μας πήγαιναν να κάνουμε μπάνιο... Έπρεπε να γδυθείς και να κρεμάσεις τα ρούχα σου σε έναν γάντζο, εγώ στον γάντζο με τον αριθμό 47 συγκεκριμένα. Στο μεταξύ εγώ βρισκόμουν σε μια μεγάλη αίθουσα με πλακάκια. Και από πάνω μου, σε συγκεκριμένη απόσταση μεταξύ τους, υπήρχαν μεγάλες ντουζιέρες. Άρχιζε να τρέχει νερό, στεκόσουν από κάτω, έπαιρνες σειρά και το νερό έτρεχε. Μέχρι και σήμερα με αρρωσταίνει η σκέψη ότι στον ίδιο χώρο όπου εμείς χαιρόμασταν γιατί επιτέλους θα απολαμβάναμε το ζεστό νερό –γιατί στα παραπήγματα ήταν πάντα κρύο– χρησιμοποιούσαν τα ίδια ακριβώς πράγματα για να στέλνουν αέριο και να σκοτώνουν τους Εβραίους. Δεν ξέρω πώς ακριβώς το έκαναν, όμως τους δολοφονούσαν.

Η Μπρουνχίλντε Πόμζελ παραδέχεται τον οπορτουνισμό της πιο ανοιχτά από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο του ναζιστικού καθεστώτος. Προβάλλει το προσωπικό της όφελος και τον νεανικό εγωισμό ως εξήγηση για την αδιαφορία της απέναντι στην πολιτική και για τον μετέπειτα ρόλο της στον μηχανισμό του εθνικοσοσιαλισμού. Η εμπειρία της φτώχειας και κυρίως ο φόβος της ενδεχόμενης κοινωνικής παρακμής, σε συνδυασμό με τη λαχτάρα της για πλούτο και κοινωνική αναγνώριση, κυριαρχούν στην παιδική και νεανική της ηλικία έως και την ωριμότητα. Η επαγγελματική εξέλιξη ήταν το σημαντικότερο πράγμα για εκείνη, και προτιμούσε να αποστρέφει το βλέμμαπαρά να αμφισβητεί τις πράξεις του προϊσταμένου της, του Γιόζεφ Γκέμπελς, και να αναζητήσει την έξοδο.

Η Μπρουνχίλντε Πόμζελ έμεινε μόνη και άτεκνη όλη της τη ζωή. Πέθανε στο Μόναχο τη νύχτα της 27ης Ιανουαρίου 2017, Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος. Ήταν 106 χρονών.

Το βιβλίο "Δε θέλαμε να ξέρουμε" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Πηγή: thetoc.gr

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x