Παλαιότερες

Τα μεγάλα μυστικά της Εθνικής μπάσκετ (Sportday / Φίλιππος Συρίγος)

Μετά τη νίκη με 20 πόντους διαφορά επί της Σερβίας, κάποιοι δύσπιστοι βάλθηκαν να υποψιάζονται ότι ο Ομπράντοβιτς άφησε επίτηδες τα πράγματα να κυλήσουν έτσι, ώστε να παραπλανήσει την Εθνική μας και τους υπόλοιπους αντιπάλους.
Μετά το +14 στο ημίχρονο του αγώνα με την Ιταλία, κάποιοι μιλούσαν για τις απουσίες (Μπαζίλε, Ποτζέκο) της «σκουάντρα ατζούρα» και στο τέλος επισήμαιναν την αλλαγή σκηνικού που παραλίγο να οδηγούσε την Εθνική μας στην ήττα.
Προχθές, στη Μαδρίτη, ο αγώνας με την Κροατία έγινε χωρίς πολύ κόσμο και τηλεόραση. Να φαντασθείτε ότι δεν κρατήθηκε ούτε καν στατιστική, όμως οι 31 πόντοι που προηγήθηκε στο τρίτο 10λεπτο η ομάδα του Γιαννάκη προκάλεσαν αίσθηση και νέα ερωτήματα: ήταν, πράγματι, τόσο καλή η Ελλάδα ή μήπως για τη διαφορά έφταιγε η κούραση των αντιπάλων, οι οποίοι την προηγούμενη είχαν παίξει με την Ισπανία στη Γρανάδα και ανήμερα του αγώνα πήγαν αεροπορικώς στη Μαδρίτη;

Το κείμενο αυτό γράφτηκε χθες το μεσημέρι, λίγες ώρες πριν από το τελευταίο ματς προετοιμασίας με την Ισπανία, με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστη καταγραφή των δυνατοτήτων της Εθνικής, εν όψει του Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, το οποίο αρχίζει την Παρασκευή. Και παρά τα όποια ερωτήματα διατυπώνονται, το βασικό και μάλιστα πολύ ουσιαστικό συμπέρασμα είναι ότι το εθνικό μας συγκρότημα δεν είναι απλώς καλύτερο από πέρυσι, αλλά έχει κάνει τεράστια άλματα προόδου.

Στην πραγματικότητα, η αγωνιστική εικόνα της ομάδας είναι (σε συνεχώς αυξανόμενα διαστήματα) τόσο καλή, ώστε να μην τολμά κανείς να πιστέψει σε αυτό που βλέπει. Γιατί εάν στα αλήθεια η Εθνική μας μπορέσει να παίξει στο ίδιο επίπεδο και στο Βελιγράδι, μάλλον δεν θα πρέπει να μπει κανένα όριο στη διάκριση που είναι σε θέση να πετύχει.

Παρ' όλ' αυτά, οι επιφυλάξεις είναι λογικό να υπάρχουν. Γιατί μιλάμε για μια ομάδα που μέχρι σήμερα δεν έχει κερδίσει τίποτα, ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης της (Μ. Κακιούζης) είναι μόλις 29 χρόνων, ενώ ακόμα δεν ξέρει ποιος είναι ο ηγέτης της και ποιος ο βασικός της σκόρερ. Με άλλα λόγια, μιλάμε για μια ομάδα που στηρίζεται, στο βάθος των επιλογών της, στον ενθουσιασμό αλλά και το ομαδικό της πνεύμα, στην ταχύτητα και γενικά την εξαιρετική φυσική κατάσταση και σε μια πιεστική άμυνα, η οποία είναι στιγμές που παραλύει οποιονδήποτε αντίπαλο.

Φυσικά έχει και αδυναμίες, τις οποίες όμως καταφέρνει να κρύβει μέσα στις τόσες αρετές της, ώστε τελικά να μη φαίνονται σχεδόν καθόλου. Οπως, για παράδειγμα, η αποτελεσματικότητά της στο «πέντε εναντίον πέντε», που φοβόμαστε ότι θα ήταν προβληματική λόγω της έλλειψης κλασικών σουτέρ από την περιφέρεια. Και όπως επίσης η επίδοσή της στα ριμπάουντ, λόγω της έλλειψης ψηλών με τον απαιτούμενο όγκο.

Στις παραπάνω αδυναμίες, αλλά και σε όποιες άλλες μικρότερης σημασίας, η λύση βρέθηκε μέσα από τη συγκέντρωση, την ταχύτητα και την ομαδική προσπάθεια. Και φυσικά μέσα από την πιεστική άμυνα, η οποία οδηγεί σε λάθος τον αντίπαλο πριν καταφέρει να εκδηλώσει επίθεση και παράλληλα εξασφαλίζει στην Εθνική μας εύκολα καλάθια στον αιφνιδιασμό.
Πριν από δύο χρόνια στη Σουηδία, το εθνικό μας συγκρότημα έφερε καλά αποτελέσματα (μόνο μία ήττα) αλλά κατηγορήθηκε ότι έπαιξε ξεπερασμένο μπάσκετ -χωρίς ταχύτητα, ελευθερία κινήσεων και φαντασία, που τελικά δεν της επέτρεψε να φθάσει ψηλότερα. Από τότε μέχρι σήμερα κύλησε τόσο πολύ νερό στ' αυλάκι, ώστε η Εθνική μας να μη μοιάζει σε τίποτα μ' εκείνο το τελευταίο δημιούργημα του Γιάννη Ιωαννίδη.

Αλλος προπονητής, άλλη νοοτροπία, άλλο κλίμα, άλλη αγωνιστική αντίληψη και άλλοι παίκτες, κατά 50%! Ο Γιαννάκης, στην προσπάθειά του να φτιάξει αυτό που ονειρευόταν, δεν υπολόγισε ονόματα ούτε στάθηκε σε κεκτημένα. Εκανε στην άκρη πρώτα τον Σιγάλα, μετά τον Ρεντζιά, δεν ίδρωσε το αυτί του που έχασε τον Τσακαλίδη, δεν δελεάστηκε από την παλινόρθωση του Οικονόμου, ξεσκαρτάρισε τον Παπανικολάου, βρήκε άλλες λύσεις όταν έχασε τον Αλβέρτη.

Πέρυσι πήγε σχετικά συντηρητικά, με δύο γκαρντ και τρεις ψηλούς, φέτος προσαρμόστηκε στο ρεύμα της εποχής, με τρεις γκαρντ, οι οποίοι του εξασφαλίζουν καλύτερη ισορροπία, μεγαλύτερη ταχύτητα, περισσότερη αμυντική πίεση, ταχύτερες αμυντικές περιστροφές, αποτελεσματικότητα στον αιφνιδιασμό. Για παράδειγμα, με τους Παπαδόπουλο, Τσαρτσαρή στις θέσεις των ψηλών και όποια γκαρντ στην περιφέρεια, η Εθνική μας εξασφαλίζει δημιουργία και εκτέλεση απ' όλα τα μέλη της πεντάδας της. Αντίθετα, πριν από δύο χρόνια, στη Σουηδία, από τη βασική πεντάδα δημιουργούσαν μόνο δύο (Διαμαντίδης ή Παπαλουκάς και Σιγάλας) και οι άλλοι τρεις (Τσακαλίδης, Φώτσης, Αλβέρτης) περίμεναν να εκτελέσουν. Και μόνο από αυτή την εξέλιξη, η διαφορά που προκύπτει είναι ανυπολόγιστη.

Είναι κι άλλα όμως. Με την αλλαγή του 50% του ρόστερ, η εποχή των δεινοσαύρων πήρε τέλος. Και από εκεί που στη Σουηδία είχαμε μια ομάδα που νόμιζες ότι θα έπαιζε ράγκμπι, μέσα σε δύο χρόνια φθάσαμε στο άλλο άκρο, αναδεικνύοντας, με την κατάλληλη επιλογή παικτών, τα χαρακτηριστικά που απαιτεί το σύγχρονο μπάσκετ των 24 δευτερολέπτων: συνεχή κίνηση, ευελιξία, ταχύτητα, δημιουργία και ομαδικότητα.

Σήμερα η ελληνική ομάδα ίσως διαθέτει τους ταχύτερους φόργουορντ στην Ευρώπη, αλλά δεν αρκείται, όπως παλιά, απλώς στη διαπίστωση. Τους αξιοποιεί κιόλας, τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση, και τα αποτελέσματα είναι ορατά, ιδίως απέναντι σε δυσκίνητους ψηλούς, όπως αυτοί της Κροατίας.

Σήμερα, επίσης, η Εθνική μας έχει τον σέντερ φορ με το καλύτερο λόου ποστ παιχνίδι στην επίθεση, τόσο στον τομέα της εκτέλεσης όσο και της δημιουργίας. Και το γεγονός αυτό όχι μόνο ανακουφίζει τους περιφερειακούς που ακουμπάνε με σιγουριά την μπάλα μέσα στη ρακέτα, αλλά τους δίνει και εξαιρετικές ευκαιρίες για ελεύθερα σουτ, όταν σπεύδει και δεύτερος παίκτης να μαρκάρει τον Παπαδόπουλο και αυτός βγάζει την μπάλα έξω στον αμαρκάριστο συμπαίκτη.
Σήμερα, τέλος, το εθνικό μας συγκρότημα διαθέτει δύο γκαρντ (Διαμαντίδης, Παπαλουκάς), οι οποίοι, όταν παίζουν μαζί, πνίγουν τον αντίπαλο στην άμυνα. Δύο μέτρα ο ένας, 1,95 μ. -αλλά με χέρια σαν του Τιραμόλα- ο άλλος, έρχονται στιγμές που νομίζεις ότι έχουν φράξει την αμυντική περιφέρεια, με συνέπεια τα αλλεπάλληλα κλεψίματα και τους αιφνιδιασμούς που ανεβάζουν το ηθικό στα ύψη, ενώ καταρρακώνουν εκείνο των αντιπάλων.

Αυτό που δεν έχει η Εθνική μας είναι τον παίκτη με τη μεγάλη προσωπικότητα, ο οποίος θα πάρει επάνω του την ευθύνη στη δύσκολη στιγμή. Ή τον δεινό σκόρερ, ο οποίος θα της δώσει τις απαραίτητες ανάσες εκεί που θα χρειασθεί. Τέτοιον παίκτη δεν έχει. Για παράδειγμα, έναν Γκαριτσεκ, έναν Μπαζίλε, έναν (έστω και ξεπερασμένο) Μποντιρόγκα ή έναν Τούρκογλου. (Δεν μιλάμε φυσικά για έναν Νοβίτσκι, γιατί αυτός ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, απλησίαστη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.)

Ομως η δική μας ομάδα έχει το κάτι παραπάνω, που μπορεί να αγγίζει ακόμα και το τέλειο, στο κλίμα που επικρατεί στο εσωτερικό της. Βλέπεις τη λειτουργία της (εκτός από τους αγώνες) στο ξενοδοχείο, στο εστιατόριο, μέσα στο πούλμαν, κατά τη διάρκεια της προπόνησης και δεν μπορείς να βρεις ένα ψεγάδι. Πειθαρχία, ομαδικό πνεύμα και χαμόγελο. Αυτά τα παιδιά είναι φανερό ότι απολαμβάνουν αυτό που κάνουν, γι' αυτό κανείς δεν διαμαρτύρεται και ποτέ δεν στραβοκοιτάζει τον συμπαίκτη του, αν τύχει και κάνει κάτι λάθος, αλλά απλώς σπεύδει μαζί με τους άλλους να το διορθώσει.
Μέσα στο αεροπλάνο από την Αθήνα στη Μαδρίτη, ο Κώστας Τσαρτσαρής το είπε με δύο λέξεις: «Είμαστε παρέα» και αυτό είχα να το ακούσω από την εποχή του Γκάλη, του Γιαννάκη και των άλλων παιδιών!

Δεν μ' αρέσουν οι μεγάλες κουβέντες, αλλά κάτι μου λέει ότι μπορεί και να ήλθε η ώρα...

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x