Παλαιότερες

Με το φτωχό μου το μυαλό, λέω εγώ (Sportday / Αντώνης Πανούτσος)

Το μεγάλο θέμα της κυριακάτικης «Mail» ήταν η γκόμενα του Τζον Πρέσκοτ, αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μπλερ. Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο Πρέσκοτ επισκεπτόταν μία κυρία, την υπουργό Υγείας της Αγγλίας Ρόζι Γουίντερτον, σπίτι της όταν ήταν μόνη. Το γεγονός αποδεικνυόταν από τον σκύλο της γειτόνισσας, που έκανε χαρούλες όταν έβλεπε έναν από τους άνδρες της ασφάλειας του αντιπροέδρου. Ετσι, με εξωγαμικό σεξ και οικιακό ζώο, τα δύο φετίχ των Αγγλων, η ιστορία της εφημερίδας ερχόταν και έδενε. Φυσικά, στην Ελλάδα μια τέτοια ιστορία θα έμπαινε σε μονόστηλο. Εχουμε συνηθίσει, όχι μόνο υπουργοί να πηδάνε συνεργάτιδές τους, αλλά και περισσότερο ροκ εικόνες. Η αγαπημένη μου εικόνα δεν ήταν του Ανδρέα να ζητάει από τη Μιμή να κατέβει τη σκάλα του αεροπλάνου, αλλά το αυτοκίνητο υπουργού της κυβέρνησης να ανασύρεται σκεπασμένο με μουσαμά από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Αποδεικνύοντας ότι καλύτερα για ασφάλεια να βάζεις τον λεβιέ του χειρόφρενου οπουδήποτε μπορείς να τον ελέγξεις, παρά πάνω στο action να του δώσεις καμιά κλοτσιά και να λυθεί. Αλλά τα εντυπωσιακά στοιχεία στην ιστορία του Πρέσκοτ ήταν δύο άλλα.

Ο αντιπρόεδρος δεν είναι ακριβώς σωσίας του Μπραντ Πιτ. Για την ακρίβεια, αν κάποτε γυριζόταν σε ταινία η ζωή του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο Πρέσκοτ θα έπαιρνε τον ρόλο μαρς. Από την άλλη, όμως, οι γκόμενές του δεν είναι άσχημες. Είναι πολύ άσχημες. Το ρεπορτάζ, εκτός από τη συνεργάτιδά του στο κόμμα των Εργατικών, που είναι μια μεσήλικη χοντρή, αναφερόταν και στην πρώην γραμματέα του Πρέσκοτ, Τρέισι Τεμπλ. Νεότερη και χοντρότερη. Το γεγονός ανέβασε τον θαυμασμό μου για τον αντιπρόεδρο των Εργατικών. Διότι, αν υπάρχει ένα μέτρο να κρίνεις τον πραγματικό άνδρα, δεν είναι αν μπορεί να πηδήξει τη Σάρον Στόουν έπειτα από ένα μήνα σε ερημονήσι, αλλά αν μπορεί να πηδήξει την καθαρίστρια όταν κλείνει το μπαρ. Ο άνδρας στα δύσκολα φαίνεται…

Αυτό, όμως, που με εντυπωσίασε στο ρεπορτάζ της «Mail» ήταν ότι επικεντρωνόταν στο γεγονός ότι ο Πρέσκοτ επισκεπτόταν την γκόμενά του με τη συνοδεία των ανδρών ασφαλείας του. «Ετσι ξοδεύονται τα λεφτά των φορολογουμένων…» ξεκινούσε μια παράγραφος του ρεπορτάζ. Και μιλάμε για τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, που έχει πέντε άνδρες προσωπικής ασφαλείας… Δηλαδή, τι θα έπρεπε να γράφουμε στην Ελλάδα, που για να πάει το πρωθυπουργικό ζεύγος στο Ηρώδειο επιστρατεύεται η Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής και όταν θα παίρνουν μαζί και τα δίδυμα θα κλείνει η περιοχή με συρματοπλέγματα; Εκτός του ότι κάθε νυν και πρώην υπουργός έχει άνδρες ασφαλείας στην υπηρεσία του -το εννοώ κυριολεκτικά, αφού τους στέλνουν μέχρι και για τα ψώνια- και διευθυντής εφημερίδας είχε φτάσει να έχει πέντε άνδρες ασφαλείας σε κάθε βάρδια. Το καταλαβαίνω για υπουργούς συγκεκριμένων υπουργείων, όπως το Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Αμυνας, αλλά να συνοδεύεται η Ελισάβετ Παπαζώη ή η Μαριέττα Γιαννάκου, μου φαίνεται υπερβολή. Και αν κάποιος ρωτήσει ποιος θα προστατεύει τη Γιαννάκου από ενδεχόμενες αποδοκιμασίες φοιτητών, νομίζω ότι το «κανείς» θα ήταν αρκετό. Ορισμένες δουλειές, όπως η πολιτική και η δημοσιογραφία, δεν μπορούν και δεν πρέπει να αφήνουν όλο τον κόσμο ευχαριστημένο. Από τη στιγμή, όμως, που διάλεξες να τις κάνεις, δέχεσαι και τις συνέπειες, από τον καθένα που πραγματικά μπορεί να έχει αδικηθεί μέχρι τον κάθε βλαμμένο που ψάχνει αντικείμενο μίσους για να δικαιολογήσει μια άδεια ζωή.

Το δικαίωμα της αποδοκιμασίας φαίνεται πόσο το σέβονται οι Αγγλοι από την αντίδραση του Μπλερ έπειτα από ένα περιστατικό στο συνέδριο των Εργατικών. Στη διάρκεια των ομιλιών και ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Τζακ Στρο αναφερόταν στον πόλεμο του Ιράκ, ένας 82χρονος σύνεδρος ονόματι Βάλτερ Βόλφγκανγκ άρχισε να φωνάζει «Ψεύτη». Οι άνδρες ασφαλείας τον έβγαλαν από την αίθουσα και αργότερα έβγαλαν και έναν άλλο σύνεδρο που διαμαρτυρήθηκε για τη συμπεριφορά τους στον Βόλφγκανγκ. Την επόμενη μέρα και ύστερα από πρωτοσέλιδο της «Mail» «Η ελευθερία του λόγου στη Βρετανία του Μπλερ», ο πρωθυπουργός σε συνέντευξη Τύπου ζήτησε συγγνώμη από τον βρετανικό λαό, λέγοντας ότι είναι κεκτημένο δικαίωμά του να αποδοκιμάζει τους ηγέτες του. Οχι ακριβώς η αντίληψη που επικρατεί στην Ελλάδα…

Πριν από 10 χρόνια, σε μια συνέντευξη Τύπου στο ΣΕΦ, ο Σωκράτης Κόκκαλης παρουσίαζε το σχέδιό του για το νέο Καραϊσκάκη. Μετά την παρουσίαση των σχεδίων, ο Κώστας Βερνίκος είπε αν υπάρχουν ερωτήσεις. Ενας ηλικιωμένος κύριος είχε σηκώσει το χέρι του και είχε ρωτήσει τι θα γίνει με την κατάργηση των κουλουάρ του στίβου και πού θα αθλούνται στο μέλλον οι αθλητές. Αμέσως περικυκλώθηκε από κάτι μυστήριους από τον χώρο των οργανωμένων, που του την έπεσαν. «Ρε κωλόγερα, και τι σε ενδιαφέρει εσένα τι θα γίνει με τον στίβο;». Ο άνθρωπος το βούλωσε και η συνέντευξη Τύπου συνεχίστηκε κανονικά.

Σε άλλη χώρα οι δημοσιογράφοι θα είχαν αποχωρήσει από την αίθουσα. Στην Ελλάδα, όμως, έχουμε μάθει, όχι μόνο να μην προσβαλλόμαστε από τη στέρηση της ελευθερίας του λόγου, αλλά να την απαιτούμε. Στις περισσότερες συνεντεύξεις Τύπου των μεγάλων ομάδων οι ερωτήσεις είναι αβανταδόρικες. Αν υπάρξει κάποια ερώτηση που ξεφεύγει από τη γραμμή «μείνατε ευχαριστημένοι από την προετοιμασία;», «Πιστεύετε ότι η ομάδα θα πάει καλύτερα από πέρυσι;», πέφτουν άγριες ματιές. Και αν η ερώτηση είναι αιχμηρή, δεν είναι πρωτάκουστο την επόμενη μέρα να υπάρχουν δημοσιεύματα πως ο άθλιος δημοσιογράφος τόλμησε να κάνει αυτή την ερώτηση και να διαταράξει τη νιρβάνα του σωματείου.
Τώρα θα μου πεις, εδώ υπάρχουν δημοσιογράφοι της Βόρειας Ελλάδας που ως παράγοντες εγκαλούν τον διαιτητή για τα «λάθη» του κατά τη διάρκεια του αγώνα και θα σοκαριστούμε που πέφτει φίμωτρο στις συνεντεύξεις Τύπου; Για να δούμε λοιπόν την πρώτη επίσημη παρουσίαση της Σούπερ Λίγκας, που φέτος θα γίνει στο Μέγαρο Μουσικής.
Αντίθετα με τον Καρπετόπουλο, εγώ δεν πήρα πρόσκληση για να παραβρεθώ. Ομως, πρώτον, ο δημοσιογράφος δεν προσκαλείται, αλλά πηγαίνει. Δεύτερον, ο κόσμος μάς μπλέκει -έχω ακούσει το «μαμά, μαμά ο Καρπετόπουλος» περισσότερες φορές από τον Κάρπετ- οπότε περίπου το ίδιο είναι. Αυτό όμως που θέλω να δω είναι αν στις παρουσιάσεις της Σούπερ Λίγκας θα διατηρηθεί αυτό το μαγευτικό βλαχομπαρόκ κλίμα που υπήρχε στις εκδηλώσεις της αλησμόνητης ΕΠΑΕ.
Η αγαπημένη μου κλήρωση πρωταθλήματος της ΕΠΑΕ είχε γίνει πριν από έξι χρόνια σε no gamistrona ξενοδοχείο της Λεωφόρου Συγγρού. Πρόεδρος ήταν ο Βίκτορας Μητρόπουλος και επίσημος προσκεκλημένος ο Γιόχαν Κρόιφ, που είχε κοστίσει στην ΕΠΑΕ κάποια δεκάδες εκατομμύρια δραχμές. Ο Κρόιφ και ο Βίκτορας κάθονταν σε κάτι μπαμπού πολυθρόνες, σαν τον Καζάκο και την Καρέζη, στην ταράτσα του ξενοδοχείου και οι εκπρόσωποι σηκώνονταν στην ανακοίνωση του ονόματος της ομάδας τους.

Ηταν η εποχή της παντοδυναμίας της Παράγκας. Ο Θωμάς Μητρόπουλος καθόταν σε ένα τραπέζι σαν τον Δον Κορλεόνε στον γάμο της κόρης του. Η ταράτσα ήταν φουλ, αφού όλοι ξέρουμε ότι σε σικελιάνικο γάμο ο μπαμπάς της κόρης δεν μπορεί να αρνηθεί χάρη, είτε είναι μπιστολιά είτε είναι κουκούτσια στο κόψιμο του καρπουζιού. Το κακό ήταν ότι η ταράτσα είχε στη μέση της πισίνα. Κάθε εκπρόσωπος, λοιπόν, που πήγαινε στο μικρόφωνο, έπρεπε να περνάει από ένα διάδρομο μερικών πόντων ανάμεσα στα τραπέζια και στην πισίνα. Και να ήταν ο Ιγκλού της Καλαμάτας, που είναι 60 κιλά ντυμένος, πάει κι έρχεται. Οταν όμως περνούσαν παράγοντες διαμετρήματος Μπέου ή του μακαρίτη του Κανελλάκη, κρατούσες την αναπνοή σου αν θα πέσουν μέσα στην πίσινα. Και με αυτούς που μαζεύονταν στις κληρώσεις της ΕΠΑΕ, αν αυτός που έπεφτε δεν ήξερε κολύμπι, θα τον άφηναν να πνιγεί και μετά θα πηδούσαν για να του ψειρίσουν το πορτοφόλι.
Βέβαια, ανάμεσα στην τότε εποχή, που η ηγεσία του ποδοσφαίρου θεωρούσε γκουρμέ όποιον παράγγελνε τοστ με διπλή τυροσαλάτα, και τη σημερινή, που το regime της Σχολής Μωραΐτη μπορεί να ξεχωρίσει αν ο σολομός στο καναπεδάκι είναι σκοτσέζικος ή ιρλανδικός, υπάρχει χάος. Την τότε εποχή ο πιο εκλεπτυσμένος παράγοντας είχε τελειώσει τον Προμηθέα. Σήμερα, αν στο πηγαδάκι που θα κολλήσεις δεν μπορείς να πεις τέσσερα ανέκδοτα για το πώς τα έλεγε στο μάθημα της χημείας ο Λόγγος, καλύτερα να πας βγεις έξω να παραγγείλεις κάτι με τυροσαλάτα.

Στα περισσότερα, πάντως, από όσα έγραψε περί Σούπερ Λίγκας, συμφωνώ με τον Κάρπετ. Το προηγούμενο σύστημα δεν γεννήθηκε από μόνο του, αλλά το έφτιαξαν οι ίδιοι που σήμερα δημιουργούν τη Σούπερ Λίγκα. Δεν βλέπω κάποιο λόγο γιατί να μην επαναλάβουν τη δημιουργία τους. Εκτός αν τελικά κατάλαβαν ότι με το σύστημα του τρένου που είχαν δημιουργήσει, να ξέρεις ποιες ομάδες χωράνε στο βαγόνι της ανόδου και ποιες θα πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους, το ποδόσφαιρο είχε γίνει τόσο ενδιαφέρον όσο να βλέπεις τρένα να περνάνε. Πιστεύω στην ανθρώπινη φύση και ότι πρέπει να δίνεις στους ανθρώπους μια δεύτερη ευκαιρία, επειδή πραγματικά έχουν καταλάβει το λάθος τους. Από την άλλη, όμως, πιστεύω ότι μερικοί άνθρωποι είναι σαν τον σκορπιό του μύθου. Θα τσιμπήσουν τον βάτραχο κι ας ξέρουν ότι μαζί του θα πνιγούν. Κάποιοι είναι αδύνατον να αλλάξουν, επειδή αυτό που κάνουν είναι στη φύση τους.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x