Είναι η Εθνική ομάδα που προετοιμάζεται για την Ιαπωνία ανώτερη της περσινής; Δίχως αμφιβολία. Αλλωστε, η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Βελιγράδι μας έκανε να ξεχάσουμε ορισμένες χτυπητές αδυναμίες της «βερσιόν» του 2005, άσχετα αν η ομάδα έβρισκε τρόπους να τις ξεπερνάει και να τις υπερκαλύπτει με τα προτερήματά της. Η πρωταθλήτρια Ευρώπης δεν ήταν ακτύπητη. Η συντριβή από τη Σλοβενία, η παραλίγο ήττα από τη Γαλλία στον ημιτελικό, το τραγικό πρώτο ημίχρονο κόντρα στους Ρώσους, μας έκαναν να ζήσουμε στιγμές αγωνίας και ενίοτε απογοήτευσης στο Ευρωμπάσκετ.
Το προχθεσινό φιλικό με τη Γαλλία πρόσφερε χειροπιαστές ενδείξεις ότι η φετινή Εθνική μπορεί να επιλύσει τα όποια προβλήματα και να προχωρήσει στο επόμενο επίπεδο.
Για πρώτη φορά νομίζω την είδαμε (πρώτα να διαβάζει και τελικά) να εξουδετερώνει μια καλά διαβασμένη και με πλούσια αθλητικά προσόντα αντίπαλη άμυνα όχι με αιφνιδιασμούς και τρεχαλητό, αλλά με οργανωμένο παιχνίδι, σωστή και γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας, υπομονή και αυτοσυγκέντρωση. Το δεύτερο ημίχρονο του αγώνα ήταν σκέτη μαγεία, ένα απολύτως ενθαρρυντικό τεστ για το «αύριο». Η Γαλλία ίσως βρεθεί ξανά στον δρόμο της ελληνικής ομάδας σε νοκ άουτ αγώνα, αυτή τη φορά στη Σαϊτάμα. Οχι όμως πριν από τα προημιτελικά.
Σε σχέση με την ομάδα του 2005, η Εθνική του 2006 έχει ως πρόσθετο πλεονέκτημα την ξεχωριστή διάσταση που δίνει στο παιχνίδι της (Εστω για 10-15 λεπτά) ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης. Τέτοιον «τρομοκράτη» δεν είχαμε στη γραμμή των ψηλών ούτε για την άμυνα ούτε για την επίθεση. Επίσης, το περσινό «τρίο» των σπουδαίων γκαρντ έγινε κουαρτέτο, αφού ο Βασίλης Σπανούλης μπήκε για τα καλά στη λειτουργία της ομάδας. Στο Βελιγράδι είχε γύρω στα 10 λεπτά μέσο όρο συμμετοχής. Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος έχει στην πλάτη του μια απαιτητική χρονιά στην Ευρωλίγκα και μπορεί να προσφέρει σε ρόλο καμικάζι, αν και η ομάδα έχει πληθώρα τέτοιων. Ο Αντώνης Φώτσης δείχνει πιο ώριμος από ποτέ, ενώ ο Θοδωρής Παπαλουκάς κατέκτησε τον κόσμο στους τελευταίους 10 μήνες. Ο δείκτης ομοιογένειας γίνεται ολοένα υψηλότερος, την ίδια στιγμή που η ομόνοια και η ταπεινοφροσύνη των παικτών είναι σταθερές ανέγγιχτες από τον χρόνο.
Ομως, το μεγαλύτερο αβαντάζ της φετινής ομάδας σε σχέση με την περσινή είναι η τρομακτική (και απόλυτα δικαιολογημένη) αυτοπεποίθησή της. Η Εθνική πατάει στο παρκέ με το θράσος χιλίων καρδιναλίων και παίζει με τη σιγουριά τής ομάδας που ξέρει ότι είναι ανώτερη και ότι αργά ή γρήγορα θα ρίξει τον αντίπαλο στο καναβάτσο. Aποτίναξε μια για πάντα τη ρετσινιά της «λούζερ» ομάδας.
Αυτή η πίστη ποτίζει τα κύτταρα όχι μόνο των παικτών, αλλά και του ίδιου του Παναγιώτη Γιαννάκη. Η προηγούμενη θητεία του στην Εθνική ολοκληρώθηκε όχι ακριβώς με αποτυχία (δεν είναι δα αποτυχία η 4η θέση στο εν Αθήναις Μουντομπάσκετ του 1998), οπωσδήποτε όμως με την αίσθηση ότι ο «δράκος» υστερούσε σε πείρα και χρειαζόταν «ψήσιμο» στο κοουτσάρισμα και στο man-management.
Ο σημερινός Γιαννάκης είναι ένας άλλος Γιαννάκης. Οι δάφνες του Βελιγραδίου στο «τιμόνι» μιας ομάδας που δεν έχει βεντέτες ούτε παραξενιές εδραίωσαν την προπονητική προσωπικότητά του, ανέβασαν τις μετοχές του και τον βοήθησαν να πιστέψει ακόμα περισσότερο στις προσωπικές ικανότητές του. Η πανίσχυρη Εθνική έχει τον προπονητή που της αξίζει.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






