Ανάμεσα στις μεταγραφικές επιλογές και τη στρατηγική του Παναθηναϊκού μοιάζει να υπάρχει χάσμα. Γιατί, όπως λέγεται, φέτος ο Παναθηναϊκός σκοπεύει να «χτυπήσει» το πρωτάθλημα, έστω κι αν χρειαστεί να κερδίζει τα ματς με μισό-μηδέν. Από την άλλη, οι μεταγραφικές επιλογές του είναι για μια ομάδα που περισσότερο από το αποτέλεσμα στοχεύει στο θέαμα.
Ο Μπόβιο δεν είναι ο παίκτης που μια ομάδα παίρνει για να χαρίσει θέαμα στους οπαδούς της. Ανήκει στην κατηγορία των enforcers, των παικτών που προσπαθούν να επιβάλλουν το παιχνίδι τους –περισσότερο από την τεχνική– με τη βία. Ο Ρομέρο σε καμία περίπτωση δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Παίκτης που παίζει αποκλειστικά στα πλάγια της επίθεσης και η δυνατότερη επαφή του με τους αντιπάλους είναι ο χαιρετισμός στη σέντρα πριν αρχίσει το ματς. Ακόμα λιγότερο ο Βίκτορ, παίκτης που παίζει με το πρόσωπο στο τέρμα και είναι αμφίβολο ότι γυρίζει πλευρά, ακόμα κι αν οι αντίπαλοι κερδίσουν την μπάλα. Ακόμα λιγότερο αμυντικός είναι ο Σαβιόλα, που λόγω ταμπεραμέντου και σωματικού μεγέθους θεωρεί την άμυνα ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Το κερασάκι, όμως, στις μεταγραφικές επιλογές έρχεται με την προσπάθεια απόκτησης του Γκαλέτι. Πρώτη επιλογή μέχρι την απόκτηση του Βίκτορ, η μεταγραφή του Γκαλέτι βγήκε από τη ναφθαλίνη μετά τον τραυματισμό του Γκονζάλες. Γεγονός που δείχνει τα αξιοθαύμαστα μεταγραφικά ανακλαστικά της διοίκησης του Παναθηναϊκού αλλά και ασυνέπεια στη χαραγμένη στρατηγική.
Αυτή τη στιγμή ο Παναθηναϊκός έχει πέντε επιθετικούς πρώτης κατηγορίας. Ρομέρο, Παπαδόπουλο, Γκέκα, Μάντζιο και Χαραλαμπίδη. Προσπαθεί να πάρει τον Γκαλέτι, ενώ είναι άγνωστο πώς μπορεί να βρεθεί χώρος για τον Τσίγκα και τον Θεοδωρίδη. Αντίθετα, στην άμυνα ο Παναθηναϊκός έχει τρία πρώτης διαλογής στόπερ, τον Γκούμα, τον Μόρις και τον Αντονσον, δύο πλάγιους δεξιά, τον Βύντρα και τον Νίλσον, και δύο αριστερά, τον Δάρλα και τον Σέριτς, τον οποίο σκέφτεται να δώσει αν η προσφορά της Σάλτσμπουργκ είναι καλή. Αν προσθέσουμε τον Κώτσιο, που μπορεί να παίξει αριστερά και στο κέντρο, αλλά έχει καταγραφεί στη συνείδηση των οπαδών ως αναπληρωματικός, και τον Μπίσκαν, που ούτε θέλει ούτε μπορεί να παίζει στόπερ, οι επιλογές στην άμυνα ολοκληρώνονται.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι ο Παναθηναϊκός ενδιαφέρεται και για τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη και ότι δεν έδειξε ενδιαφέρον για την απόκτηση αριστερού αμυντικού, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι έχουμε μια περίεργη στρατηγική της διοίκησης. Είναι σαν να δηλώνει μια κυβέρνηση ότι θέλει να ενισχύσει το Ναυτικό, αλλά αγοράζει άλογα. Ο Παναθηναϊκός του επόμενου χρόνου πιθανότατα θα είναι θεαματικός. Για το κατά πόσο, όμως, θα κερδίζει τα ματς με την άμυνά του, παρά τα αποτελέσματα των φιλικών, ας μου επιτραπεί να αμφιβάλλω...
Το γήπεδο που με συγκινεί περισσότερο από κάθε άλλο είναι αυτό του Πανελευσινιακού. Είναι το γήπεδο στο οποίο σε ηλικία τεσσάρων ετών είδα το πρώτο ματς της ζωής μου. Ηταν το 1952, ο Ολυμπιακός έπαιζε με τον Πανελευσινιακό για το Τοπικό του Πειραιά και με τον θείο μου τον Αντώνη είχαμε κάνει το ταξίδι –διόλου ευκαταφρόνητο εκείνη την εποχή– για να δούμε το ματς. Οι λεπτομέρειες του κανονισμού του οφσάιντ μου ήταν άγνωστες. Αμφιβάλλω αν γνώριζα τι σημαίνει γκολ. Το αποτέλεσμα του ματς φυσικά δεν το θυμάμαι. Το μόνο που μου έχει μείνει στη μνήμη είναι τα χρώματα των φανελών των δύο ομάδων, μαύρο για τον Πανελευσινιακό και ερυθρόλευκο για τον Ολυμπιακό, και οι γιγάντιες λεύκες που βρίσκονταν στην πλευρά του δρόμου. Τις κοίταζα από το αυτοκίνητο ενώ επέστρεφα από την Καλαμάτα και έχω την εντύπωση ότι είναι ό,τι δυνατότερο έχει μείνει στη μνήμη μου και απομείνει από το κάποτε ισχυρό ποδόσφαιρο της Νότιας Ελλάδας.
Ακόμα και τα συνθήματα που είναι γραμμένα στους τοίχους της Καλαμάτας έχουν ξεθωριάσει. Τα «Μαύρη Θύελλα», που βλέπεις αραιά και πού σε παλιά ντουβάρια στην περιοχή του λιμανιού, έχουν γκριζάρει, όπως και η δυναμική της ομάδας. «Τι λες ότι θα κάνουμε φέτος;», η κλασική ερώτηση κάθε μεταγραφικής περιόδου, που αφορά τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ. Το ίδιο και τις υπόλοιπες πελοποννησιακές ομάδες. Για την Παναχαϊκή, ούτε κουβέντα. Για τον Πανηλειακό, τίποτα. Οσο για τη μόνη πελοποννησιακή ομάδα με οικονομική οντότητα και παραγοντική υπόσταση, τον Αστέρα Τριπόλεως, έχει το πρόβλημα των οπαδών. Το παράδειγμα των Λύκων και του Ακράτητου δείχνει ότι μπορείς να ενισχύσεις μια ομάδα όσο θέλεις και δύνασαι, αλλά και ότι οι μεταγραφές οπαδών δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί.
Νομίζω ότι με τον χρόνο οι ομάδες της επαρχίας των οποίων οι φίλαθλοι δηλώνουν οπαδοί θα είναι μόνο τηλεοπτικές εμπειρίες. Είναι το ίδιο δύσκολο να είσαι από την επαρχία και να θέλεις να δεις ματς του Ολυμπιακού όσο το να θες να δεις της Λίβερπουλ. Ακόμα και να έχεις τη διάθεση να ταξιδέψεις στον Πειραιά, εισιτήρια είναι δύσκολο να βρεθούν. Οσο για τις τοπικές ομάδες, παίρνουν τον ρόλο «κάτι που είναι συμπαθές, αλλά απευθύνεται σε ανθρώπους με ελάχιστες απαιτήσεις». Κάτι σαν σχολικό θέατρο, στο οποίο οι μαθητές ανεβάζουν τον «Αμλετ». Μέσα σου το ξέρεις ότι το κείμενο είναι ίδιο, αλλά εκεί σταματάνε οι ομοιότητες. Αν είσαι συγγενής, θα πας να δεις τη σχολική παράσταση, όπως και αν είσαι φίλαθλος θα πας να δεις το ματς της τοπικής ομάδας. Ομως αν σου αρέσει το θέατρο θα δεις «Αμλετ» στο Εθνικό και αν καταλαβαίνεις από ποδόσφαιρο θα αναγκαστείς να βλέπεις μπάλα στην τηλεόραση.
Το πρόβλημα της επαρχίας και του ποδοσφαίρου είναι μικρότερο από το πρόβλημα ολόκληρης της Ελλάδας και του στίβου. Παρακολουθούσα το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου στο Γκέτεμποργκ. Το στάδιο μπορεί να μην ήταν γεμάτο, αλλά στο κέντρο του είχε γεμίσει και η πάνω κερκίδα. Πριν από λίγο καιρό, στα «Τσικλιτήρεια», μετά τη συγκλονιστική παρουσία 59 χιλιάδων λευκών καθισμάτων και χιλίων ανθρώπινων οπισθίων ο Μίνως Κυριακού δήλωσε ότι του χρόνου θα το σκεφτεί να επαναλάβει τη διοργάνωση στην Αθήνα, ελπίζοντας ότι στην επαρχία θα βρεθούν περισσότερα από τα δεύτερα. Οχι με τη λογική ότι η επαρχία αγαπάει τον στίβο, αλλά ότι είναι πεινασμένη για θέαμα πρώτης επιλογής, ό,τι κι αν είναι αυτό. Ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι η λύση της επαρχίας θα είναι πρόσκαιρη...
Οπως επίσης ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι οι λόγοι για τους οποίους οι Σουηδοί παρακολουθούν αγώνες στίβου είναι πολύ συγκεκριμένοι. Πρώτον, οι ίδιοι οι θεατές έχουν κατά κανόνα κάνει αθλητισμό και μπορούν να εκτιμήσουν την προσπάθεια του αθλητή. Δεύτερον, οι πρωταθλητές τους έχουν μάθει να σέβονται το κοινό αγωνιζόμενοι και όχι να θεωρούν ότι κάνουν το καθήκον τους εξασφαλίζοντας ένα μετάλλιο και εξαφανιζόμενοι. Εγινε με την Πατουλίδου, που μετά το χρυσό της Βαρκελώνης το γύρισε στο μήκος και τα επόμενα 13 χρόνια είναι ζήτημα να αγωνίστηκε δύο φορές, έγινε και με τον Κεντέρη, που μετά το χρυσό του Σίδνεϊ ήταν πιο δύσκολο να τον βρεις από τον Κουφοντίνα. Μόνο στο Triple Crown και τον ελληνικό στίβο έχω δει ο νικητής να μην αγωνίζεται ξανά. Στις αμερικανικές ιπποδρομίες το κάνουν για να διαφυλάξουν την υγεία ενός αλόγου που είναι πολυτιμότερο για την αναπαραγωγή, παρά για να κερδίσει περισσότερες κούρσες. Αν η ίδια λογική ακολουθείται και στον ελληνικό στίβο, είναι ενδιαφέρον. Και θα ήταν ακόμα περισσότερο αν δημοσιεύονταν περισσότερες λεπτομέρειες για τις επιλογές στην αναπαραγωγή.
Οπως ενδιαφέρον παρουσιάζει το νόημα που έχουν οι αφίσες των διάφορων δήμων για την επίθεση του Ισραήλ στον Λίβανο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα από την Ιερά Οδό, στις κολόνες του ηλεκτρικού υπήρχαν κολλημένες αφίσες. «Οχι άλλο αίμα αθώων. Δήμος Αιγάλεω». Για οπτικό είχε τα μάτια της γνωστής φωτογραφίας με την Αφγανή, από το εξώφυλλο του «National Geographic». Τέλος πάντων, ας πούμε ότι η Αφγανή βλέπει τους βομβαρδισμούς, να ησυχάσουμε... Φτάνοντας στην Καλλιθέα, το μήνυμα ήταν πιο δυναμικό. «Η Καλλιθέα λέει να σταματήσει τώρα ο πόλεμος». Εδώ το γκροβεράκι των Ισραηλινών και του Εχούντ Ολμέρτ σφίγγει. Το να ζητάει η Καλλιθέα να σταματήσει ο πόλεμος είναι ελάχιστα σοβαρότερο από το να σου το ζητάνε οι Ηνωμένες Πολιτείες και πολύ πιο σοβαρό από το να σου το ζητάει η Κίνα. Η ζυγαριά ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο ισορροπεί και η παγκόσμια κοινή γνώμη περιμένει με αγωνία την τοποθέτηση του Δήμου της Αγίας Βαρβάρας.
Οπως με αγωνία αναμένεται και ο Γκαλέτι. Οχι μόνο για να δούμε τι μπάλα θα παίξει, αλλά πώς είναι η κανονική προφορά του ονόματός του. Το αθλητικογραφικό αξίωμα ορίζει ότι «το όνομα κάθε νέου ξένου παίκτη που έρχεται στην Ελλάδα είναι όπως τον φώναξε ο πρώτος τρόμπας συνάδελφος που τον είδε πρώτος στο αεροδρόμιο». Γι' αυτό ο Βαζέχα θα λέγεται πάντα Βαζέχα και όχι Βάρτσιχα, που ήταν το σωστό, και ο Μπάεβιτς θα μείνει για πάντα Μπάγεβιτς. Του κανόνα εξαιρούνται ο Αλέξης Σπυρόπουλος και ο Χόρχε Μαζιάς, που έχουν δικαίωμα να αλλάξουν το όνομα όποιου και όποτε θέλουν. Χθες στον SuperΣΠΟΡ FM αποκάλυψε ότι στη διάλεκτο της Μποναϊρένσα -όπως άλλωστε όλοι ξέρουμε- ο Γκαλέτι ονομάζεται Γκαζέτι.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






