Παλαιότερες

Με τρόπους αληθινού Παναθηναϊκού (Sportday / Αντώνης Καρπετόπουλος)

Αν διάλεγα τέσσερις ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού για να βοηθήσω έναν πιτσιρικά να καταλάβει την ιστορία και το ιδιαίτερο του συλλόγου, θα κατέληγα στον Δημήτρη Σαραβάκο, τον Κριστόφ Βαζέχα, τον Μίμη Δομάζο και τον Ρενέ Χένρικσεν, τον οποίο απόψε ο ΠΑΟ βραβεύει για την προσφορά του στην ομάδα.

Δεν διάλεξα τυχαία τους τέσσερις. Ο Σαραβάκος είναι το απόλυτο σύμβολο του «τρομερού παιδιού»: ο ΠΑΟ πάντα πόνταρε σε καταπληκτικούς πιτσιρικάδες, τους οποίους μεταμόρφωνε σε παίκτες ευρωπαϊκής κλάσης –τέτοιος ήταν ο «μικρός». Ο Βαζέχα συμβολίζει την ικανότητα του συλλόγου να βρίσκει τους κατάλληλους παίκτες χωρίς να ξοδεύει πολλά: ο ΠΑΟ έχει στην ιστορία του πολλούς Βαζέχα, παίκτες που κανείς δεν ήξερε πριν έρθουν στην Ελλάδα και «βγάλουν μάτια». Ο Δομάζος υπήρξε για σχεδόν δύο δεκαετίες το σύμβολο του ΠΑΟ: αυτές οι δεκαετίες ήταν οι μεγαλύτερες στην ιστορία του συλλόγου, ίσως επειδή ο κύριος Μίμης υπήρξε ο μεγαλύτερος Ελληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Και ο Ρενέ; Εδώ το πράγμα είναι πιο δύσκολο.

Περιττό

Ο Ρενέ Χένρικσεν δεν είναι ο πιο προικισμένος αμυντικός που αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό. Ο Ανθιμος Καψής ήταν καλύτερο μπακ, ο Ζάετς (αν και είναι αιρετικό να τον ονομάσει κανείς «αμυντικό») ήταν ένας χαρισματικός λίμπερο, ο Κυράστας ήταν πιο σκληρός από τον Δανό –σταματάω, διότι θα χαθούμε σε συγκρίσεις χωρίς νόημα. Ο Χένρικσεν δεν είχε μια ιδιοτυπία στο παιχνίδι του που να τον καθιστούσε μοναδικό. Δεν έκανε τα καλύτερα τάκλιν, του άρεσε να κόβει τον επιθετικό όρθιος, διαβάζοντας την κίνησή του. Εβγαινε αρχοντικά με την μπάλα όμως κι αυτό υπάρχουν πολλοί άλλοι που το κάνουν καλύτερα. Δεν έκανε τίποτα περιττό, ήταν ουσιώδης και ψύχραιμος. Και δεν έπαιρνε κουτές κάρτες. Κι αυτό όμως το έκανε με τόσο natural τρόπο, που στο τέλος σε έπειθε ότι δεν ήταν δύσκολο. Ενώ είναι.

Θύελλα

Στα άσχημα παιχνίδια του Χένρικσεν καταλάβαινες το όριό του. Οταν έπαυε να είναι cool επειδή το καράβι που λέγεται «άμυνα» βούλιαζε, δεν είχε πολλά να κάνει για να μασκαρέψει τις δυσκολίες του. Θυμάμαι ένα ματς του ΠΑΟ με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα –ένα από τα πιο εφιαλτικά παιχνίδια του Χένρικσεν στην Ελλάδα. Προπονητής του ήταν ο Σάντος, που του ζητούσε να βγάζει την άμυνα ψηλά. Στους χώρους έτρεχαν επιθετικοί–«σφαίρες»: ο Οκκάς, ο Γεωργιάδης, ο Κωνσταντινίδης, ο Σπάσιτς. Μικροκαμωμένοι διάβολοι, που με την μπάλα στα πόδια τον έκαναν να υποφέρει. Ο κανονικός μπακ «σκοτώνει» κάποιον για παραδειγματισμό. Ο δυσαρεστημένος από την επιλογή του προπονητή αποβάλλεται ή παραιτείται προκειμένου να καταδείξει το λάθος του κόουτς. Ο Χένρικσεν δεν έκανε τίποτα από αυτά: προσπαθούσε ματαίως να φτάσει πρώτος στην μπάλα. Ο ΠΑΟ δέχτηκε τέσσερα γκολ, όμως κατάλαβα κάτι σημαντικό: ότι ο Δανός είχε κανόνες. Υπερασπίστηκε στο μέτρο που μπορούσε το λανθασμένο σχέδιο του προπονητή, χωρίς να προσπαθήσει να αλλάξει το δικό του στυλ παιχνιδιού ή να σώσει με θεατρινισμούς το τομάρι του από την κριτική που τον κατακρεούργησε. Υπέφερε στη θύελλα, επιμένοντας να είναι αυτό που πάντα ήταν: ένας αληθινός κύριος, που προσηλωμένος στο καθήκον δεν πρόδιδε τις ευγενικές αρχές του.

Κρίσεις

Το πόσο κύριος είναι κάποιος δεν το βλέπεις όταν όλα στη ζωή τού πάνε δεξιά, αλλά στις στιγμές της μεγάλης κρίσης. Ο Χένρικσεν αγωνίστηκε με μοναδική επιτυχία σε έναν Παναθηναϊκό που κρίσεις έζησε πολλές. Σε καμία περίπτωση δεν κατέφυγε σε φτηνά κόλπα: ο κόσμος τον εκτίμησε για την αλήθειά του κι όχι για εύκολες δηλώσεις, τσαμπουκάδες σε ντέρμπι, φιλοδιοικητικές ή αντιδιοικητικές στάσεις. Ο Χένρικσεν είχε άποψη για συμπαίκτες και προπονητές. Δεν δίστασε να πει στον Σπράι «no mister» όταν αυτός του ζήτησε να φορτωθεί ένα δισάκι τούβλα και να ανεβαίνει τρέχοντας τις εξέδρες, είχε φίλους δημοσιογράφους που δεν αρέσουν στη διοίκηση και προβληματιζόταν για όσα συνέβαιναν. Ούτε στον κόσμο του ήταν ούτε περαστικός. Ηταν εδώ και καταλάβαινε. Γι' αυτό και η πίστη στις ευγενικές αρχές του υπήρξε ο προσωπικός θρίαμβός του: κέρδισε τον θαυμασμό όλων, ξεχωρίζοντας με την άψογη στάση του σε καιρούς που η ομάδα του βαλλόταν. Ο Χένρικσεν είναι ό,τι καλύτερο έχει να θυμάται ο οπαδός του ΠΑΟ σε μια δεκαετία που η ομάδα του (και με δική της ευθύνη) αγωνίστηκε σε πρωταθλήματα–παρωδίες, αλλά και ό,τι ο κάθε οπαδός ζήλευε και εκτιμούσε. Σε μια χώρα που ο τσαρλατανισμός προβάλλεται ως leadership, o Δανός έδωσε αληθινά μαθήματα ζωής σε όλους.

Τρόπους

Ο Γιάννης Κυράστας τον έφερε στην Ελλάδα κάποτε την τελευταία μέρα των μεταγραφών με κρύα καρδιά, αφού άλλον ήθελε. Ηταν αδύνατον να φανταστεί πόσο έτοιμος ήταν ο Χένρικσεν για να μπει στην ιστορία του ΠΑΟ. Σε αυτήν ανήκει ο Ρενέ κυρίως επειδή είχε τρόπους, όπως όλοι οι αληθινοί κύριοι. Τους τρόπους του τους έβλεπες στα καθαρά μαρκαρίσματά του, στο ηγετικό παρουσιαστικό του, στο σιωπηλό αλλά εγκεφαλικό παιχνίδι του, αλλά και στο Cafe de Poet στο Κεφαλάρι, όταν ήσυχος και πάντοτε με τη συνείδηση καθαρή διάβαζε την εφημερίδα του παρέα με τα δύο πιτσιρίκια του και τη γυναίκα του. Χωρίς να κάνει μαγκιές, χωρίς να ενοχλεί, χωρίς να απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, αλλά με ένα ωραίο σνομπ χαμόγελο -χαρακτηριστικό των αληθινών Παναθηναϊκών- ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Φυλή

Αν διάλεγα τέσσερις ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού για να βοηθήσω έναν πιτσιρικά να καταλάβει την ιστορία και το ιδιαίτερο του συλλόγου, θα κατέληγα στον Δημήτρη Σαραβάκο, τον Κριστόφ Βαζέχα, τον Μίμη Δομάζο και τον Ρενέ Χένρικσεν. Ο τελευταίος είναι η καλύτερη απόδειξη ότι οι Παναθηναϊκοί είναι μια σπάνια φυλή οπαδών που τη συναντάει κανείς σε όλον τον κόσμο, ακόμα και εκτός Ελλάδας.

Μηδενικό ρίσκο

Αψογος ήταν στο ντεμπούτο του με την Μπενφίκα ο Κώστας Κατσουράνης κι έτσι θα είναι και στη συνέχεια. Από τους παίκτες της Εθνικής που πήγαν στο εξωτερικό με τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης στις αποσκευές τους, ο Κατσουράνης είχε εξαρχής όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να προκόψεις στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Είναι πολύ πιο πειθαρχημένος από τον Καραγκούνη ή τον Μπασινά, είναι πιο τεχνίτης από τον Κυργιάκο ή τον Φύσσα, είναι πιο «ψημένος» απ' ό,τι ήταν όταν έφυγαν ο Σεϊταρίδης και ο Χαριστέας, είναι πιο συνηθισμένος στον πρωταθλητισμό από τον Βρύζα, έχει λιγότερες απαιτήσεις (και κατ' επέκταση θα προσαρμοστεί ευκολότερα όπου πάει) απ' όσες είχαν ο Τσιάρτας κι ο Νικολαΐδης, είναι πιο νέος από τον Ζαγοράκη και πιο υγιής από τον Καψή και τον Δέλλα, που από τραυματισμούς ταλαιπωρήθηκαν από μικροί. Είναι ακόμη σοβαρός, μυαλωμένος, παντρεμένος, έχει φύγει ήδη μια φορά -και μάλιστα πολύ μικρός- από το σπίτι του, κάνει εύκολα φίλους, ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται με τους δημοσιογράφους κι έχει και τακτική παιδεία. Αν ο Κατσουράνης αποτύχει, δεν υπάρχει Ελληνας ποδοσφαιριστής που να αγωνίζεται ακόμα στο ελληνικό πρωτάθλημα και να δικαιούται να ελπίζει πως θα κάνει καριέρα στο εξωτερικό.

Το πιο σπουδαίο όμως στην περίπτωση του Κατσουράνη είναι ότι έκανε μια καλή επιλογή. Δεν στάθηκε μόνο στα χρήματα, αλλά κοίταξε και πού πάει. Η παρουσία του Σάντος θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει κάθε πρόβλημα, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη ότι δίνει συνεχώς εξετάσεις –στοιχείο που μπορεί να σε διαλύσει ψυχολογικά σε κάθε δουλειά. Ο πρώην αρχηγός της ΑΕΚ διάλεξε το σωστό επαγγελματικό περιβάλλον, παίρνοντας μηδενικό ρίσκο: μια ομάδα με φιλοδοξίες, στην οποία υπάρχουν ένας προπονητής που τον εμπιστεύεται και πολλοί ταλαντούχοι παίκτες, για το χατίρι των οποίων πρέπει να τρέξει. Τα προσόντα δεν του λείπουν –από τη στιγμή που και η αποστολή είναι σαφής, η επιτυχία εξαρτάται μόνο από τον ίδιο: δεν μου μοιάζει άνθρωπος με αυτοκαταστροφικές τάσεις.

Πιστεύω ότι σύντομα θα φτάσει στο σημείο να βοηθά και τον παλιότερο στη Λισσαβώνα Γιώργο Καραγκούνη, που από τη στιγμή που έφυγε από την Ελλάδα δεν κάνει τις καλύτερες επαγγελματικές επιλογές και σπαταλά το ταλέντο του σε ομάδες που φαινόταν από μακριά ότι ήταν δύσκολο να τον εκτιμήσουν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που θα την πούμε άλλη φορά.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x