Μέχρι προχθές, αν κάποιος ρωτούσε τον μέσο αναγνώστη των αθλητικών εφημερίδων πού είναι ο Peter Schreyer, η απάντηση θα ήταν: «Στην Αργεντινή και κρύβεται για εγκλήματα πολέμου» ή «τώρα πριν από λίγο πέρασε. Δύο λεπτά πριν να είχες έρθει, θα τον είχες προλάβει». Σήμερα, χάρη στη γραβάτα του Δημήτρη Μπαλή ξέρουμε ότι ο gute alte Peter έπιασε δουλειά στην KIA Motors. Στην οποία σκοπεύει να σχεδιάσει τα νέα μοντέλα, συνεχίζοντας τις επιτυχίες που είχε με το Audi TT και το νέο Beetle. Τα οποία πρέπει να πω ότι μαζί με το Mini είναι δύο από τα ωραιότερα αυτοκίνητα που βλέπεις συχνά στους δρόμους. Οσο για το πιο άσχημο αυτοκίνητο, μακράν πρέπει να είναι το Chrysler. Το βλέπεις να περνάει και σου έρχεται η φράση: «Καλός άνθρωπος ήταν ο μακαρίτης...».
Αφού ήρθε το θέμα στους μακαρίτες, διάβαζα για τη νίκη του Τάιγκερ Γουντς στο PGA, που ήταν η 12η σε αγώνα γκραν σλαμ. Στο γκολφ οι αγώνες γκραν σλαμ είναι τέσσερις. Το PGA, που είναι αγώνας της Ενωσης των Αμερικανών επαγγελματιών γκόλφερ, τα US και British Open, που μετέχουν ερασιτέχνες και επαγγελματίες, και το Masters, το οποίο γίνεται στην Augusta της Georgia και προσκαλούνται οι καλύτεροι παίκτες παγκοσμίως. Είναι ο αγώνας στον οποίο ο νικητής παίρνει το γελοίο πράσινο σακάκι που τον κάνει να μοιάζει με ασφαλιστή από το Dayton του Ohio και ο οποίος έδωσε έμπνευση στον Στίβεν Πρέσφιλντ να γράψει το «The legend of Bagger Vance». Για αμερικανικό βιβλίο, είναι αξιοπρεπές. Οσο για την ταινία, την οποία είχε σκηνοθετήσει ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, έχει τόση αμερικανίλα, που σου έρχεται αναγούλα. Εχει όμως δύο εξαίρετες ερμηνείες από τον Τζακ Λέμον και τον Γουίλ Σμιθ, οι οποίες τουλάχιστον σε κάνουν να μη βλαστημάς τον χρόνο σου. Οπως και έναν ρόλο που παρουσιάζει τον μακαρίτη, τον Γουόλτερ Χάγκεν, αρκετά πιστά, σύμφωνα με αυτό που ήταν στην πραγματικότητα. Ενας φοβερός γκόλφερ που μπορούσε να εμφανιστεί στις 7 το πρωί με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι και φορώντας το σμόκιν της προηγούμενης νύχτας με σκοπό να πατήσει όλους τους αντιπάλους του. Αυτή όμως είναι η Αμερική. Μία χώρα των extremes που έχει τη δυναμική να βγάζει θεαματικές προσωπικότητες. Στον χώρο της πραγματικής τέχνης, όμως, είναι ασήμαντη.
Πριν από έξι χρόνια με είχε προσκαλέσει η Phillip Morris στη Νέα Υόρκη για να παρουσιάσει τα αποτελέσματα της αντικαπνιστικής εκστρατείας στην καθημερινή ζωή. Ανάμεσα στους χώρους που είχαμε επισκεφτεί για να δούμε πώς αντιμετωπίζονται οι καπνιστές ήταν και το εστιατόριο του Μάικλ Τζόρνταν στο Σέντραλ Στέισιον. Εχοντας βαρεθεί τη ζωή μου, αφού μιλούσαμε συνέχεια για τσιγάρα και νόμους, είχα κάνει την ερώτηση στους δύο εκπροσώπους της εταιρείας: «Αν αύριο συνέβαινε μια καταστροφή και οτιδήποτε αμερικανικό καταστρεφόταν, ποιο αμερικανικό έργο τέχνης, που δεν θα είχε σχέση με τη μουσική, θα επιλέγατε να σώσετε;». Ελα ντε... Οι άνθρωποι έμοιαζαν να προβληματίζονται με ποιον παπάρα είχαν μπλέξει, αλλά μπήκαν στον κόπο να σκεφτούν. «Το Porgy & Bess...». «Είπαμε, όχι μουσική». «Τα πρόσωπα των προέδρων στο Mount Rushmore;». «Μάλλον θα έπρεπε να τους είχατε βάλει δυναμίτη και να τα ανατινάξετε, τέτοια κακοτεχνία που είναι». Η κουβέντα προχωρούσε. Μεγάλο αμερικανικό βιβλίο δεν μπορέσαμε να βρούμε, ούτε καλλιτέχνη στις εικαστικές τέχνες και τελικά καταλήξαμε ότι αν κάτι αξίζει να σωθεί από την Αμερική, αυτό είναι το Empire State Building. Αν υπάρχει αρχιτεκτονικό έργο που να δείχνει ξεκάθαρα τι σημαίνει εξπρεσιονισμός, αυτό είναι το Empire και αν υπάρχουν δύο ταινίες που δείχνουν την τεχνοτροπία στον κινηματογράφο, αυτές είναι το «Metropolis» και ο δεύτερος «Μπάτμαν» με τον Ντε Βίτο.
Οι Αμερικανοί στην τέχνη μπορεί να είναι ψιλοβάρβαροι, αλλά είναι και ό,τι πλησιέστερο υπάρχει στην ευρωπαϊκή νοοτροπία. Ανάμεσα στην Τεχεράνη και το αντιδραστικότερο αμερικανικό χωριό -ας πούμε το Μπιλόξι του Μισισιπή-, βάλτε με τώρα στο ποταμόπλοιο για το Μπιλόξι. Αλλο αν οι λαοί έχουν το δικαίωμα να διαχειρίζονται τη μοίρα τους, που το έχουν, και άλλο αν θα ήθελα να πάω και να μπλεχτώ στα θέματα της διαχείρισης. Με τα χρόνια, αυτό που πιστεύω είναι ότι τις καλύτερες προθέσεις να έχεις, αν πας να μπλεχτείς σε μια διαφορετική κουλτούρα, ζημιά θα κάνεις. Σέβομαι το δικαίωμα του κάθε αραβικού λαού να κάνει πέντε φορές προσευχή τη μέρα, να επαναστατεί εναντίον των ηγετών του, να τους κρεμάνε οι ηγέτες, να τινάζουν λεωφορεία, να τα περνάνε γενικά τσίφτικα και όπως γουστάρουν, αλλά... μακριά και αλάργα. Επίσης, όπως γνωρίζω ότι αν πάω στη Σαουδική Αραβία και παραγγείλω ένα screw driver, μπορεί αντί για ποτό να μου καρφώσουν κατσαβίδι στο κεφάλι, το ανάλογο δικαίωμα διατηρώ και για τα καθ' ημάς. Οχι να καρφώσω κατσαβίδι σε κανενός το κεφάλι, αλλά να έχω την απαίτηση ο ξένος να προσαρμόζεται στις συνήθειες του δικού μου τόπου, όπως και εγώ πάντα ένιωθα την υποχρέωση να προσαρμοστώ στις συνήθειες των τόπων όπου ταξίδεψα. Και αν βρω φωτογραφία μου με κελεμπία, σας υπόσχομαι ότι θα τη δημοσιεύσω, έστω και αν ξέρω ότι μοιάζω με τη θεία μου την Ανέτα.
Πρέπει να ομολογήσω ότι βασανίζομαι από την ελληνική μουσική. Ολη. Υπάρχουν ελάχιστα κομμάτια που μου αρέσουν. Για παράδειγμα, εκείνο για τις γυναίκες του Φοίβου Δεληβοριά, το οποίο από μουσική είναι κομψί–κομψά, αλλά από στίχο είναι τζιτζί. Υπάρχουν μερικά που τα ακούω ευχάριστα, όπως του Μαχαιρίτσα. Υπάρχουν κομμάτια που με διασκεδάζουν από στίχους, όπως τα αρκουδιάρικα του Ζαγοραίου και του Γαβαλά. Υπάρχει όμως και ένα 90% που όταν το ακούω, ιδιαίτερα στα 140 decibel από ανοιχτά φιμέ παράθυρα Pegeuot 106 ή Citroen Saxo, σκέφτομαι ότι στην κατοχή δύσκολα θα το γλίτωνα να γίνω καταδότης των Γερμανών και να λέω στον Κούρκουλο: «Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας. Οι Γερμανοί θέλουν το καλό μας. Πες μου πού έχετε κρύψει το Saxo με το αυτοκόλλητο No Fear και το Bass Town σύστημα ήχου. Αυτό που πέρασε έξω από την κομαντατούρ και έπαιζε Πετρέλη». Και να, τον Κούρκουλο που με έφτυνε στο πρόσωπο θα τον μαστίγωνε ο παππούς του Peter Schreyer. Ξέρετε αυτού που πρόδωσε το Audi και τη Faterland για να σχεδιάζει KIA.
Ανάμεσα, όμως, στον Πετρέλη και την κουρδική μουσική, βάλτε μου το «Καν' το αν μ' αγαπάς» σε loop να το ακούω τρία εικοσιτετράωρα. Οταν το «Βήμα» βρισκόταν στη Χρήστου Λαδά, το παράθυρο του γραφείου μου έβλεπε προς την πλατεία Κλαυθμώνος. Κάθε καλοκαίρι οι Κούρδοι έκαναν ένα απελευθερωτικό φεστιβάλ. Με μουσική. Αυτό τουλάχιστον που θεωρούν μουσική. Συρτάρι από νησιώτικο κομοδίνο που σκέβρωσε από την υγρασία, γάτα που έχει βαρυστομαχιά από βελανίδια και παράσιτα στα βραχέα δεν μπορούν να συγκριθούν με την κουρδική μουσική. Αν προσμετρηθεί ότι το μέσο κουρδικό τραγούδι κρατάει ένα δεκάλεπτο, πως τα φτωχά οικονομικά του κουρδικού απελευθερωτικού αγώνα επέτρεπαν την ενοικίαση ηχείων του κώλου και της παρακμής, έμπαινες στο γραφείο φίλος του κουρδικού αγώνα και έβγαινες Γκρίζος Λύκος. Αφού πιστεύω ότι οι σχέσεις Κούρδων και Τούρκων έφτασαν στο σημείο που βρίσκονται λόγω μουσικής. Και αν το ερώτημα είναι: «Καλά, η τουρκική μουσική είναι καλύτερη;», η απάντηση είναι: «Σε γενικές γραμμές. Μία, όμως, σχολή της τουρκικής μουσικής είναι καταπληκτική».
Ανάμεσα στα τουριστικά και τα πανηγυρτζίδικα τραγούδια, στην Τουρκία υπάρχει η λεγόμενη «αυτοκρατορική μουσική». Είναι ορχηστρική μουσική που γράφτηκε στο δεύτερο μέρος του 19ου αιώνα και ενώ διατηρεί τις παραδοσιακές αρμονίες σε ήχο και τέμπο, είναι ό,τι πιο ραφιναρισμένο υπάρχει. Ονομάστηκε αυτοκρατορική, επειδή το 1823 -με τη διάλυση του σώματος των Γενίτσαρων- ο αυτοκράτορας αντικατέστησε την μπάντα τους που βασιζόταν στα κρουστά και τα πνευστά με ορχήστρα που είχε βάση τα έγχορδα και μαέστρο τον Ιταλό Ντονιτσέτι. Στα επόμενα 80 χρόνια η αυτοκρατορική ορχήστρα δημιούργησε ό,τι πιο αξιόλογο υπάρχει στην ανατολική μουσική της περιόδου.
Φυσικά στην Κωνσταντινούπολη μπορείς να ακούσεις οποιαδήποτε παπάρα εκτός από τη συγκεκριμένη μουσική. Το 2002 που είχα πάει στο πολιτιστικό πρόγραμμα, οι μόνες συναυλίες ήταν σε μία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου. Αντίθετα, μπορούσες να βρεις μια χιλιάδα μαγαζιά που έπαιζαν τα άπαντα του Φοίβου. Στις αυθεντικές συνθέσεις και εκτελέσεις...
Εδώ λοιπόν φτάνουμε σε ένα κόλλημα που έφαγε η δυτική κοινωνία τη δεκαετία του '50. Οτιδήποτε είναι αυθεντικό είναι και καλύτερο. Μία θέση πολύ συζητήσιμη, τουλάχιστον στη μουσική. Παράδειγμα, τα μπλουζ. Ακούς μισή ώρα και το κεφάλι σου γίνεται κακά από την έλλειψη μελωδίας. Ακούς κάποιον που τραγουδάει με βραχνή φωνή, λέγοντας είτε ότι θέλει να φύγει από τον Μισισιπή για να πάει στο Σικάγο είτε ότι θέλει να φύγει από το Σικάγο και να επιστρέψει στο σπίτι του στον Μισισιπή. Ακούς το ίδιο κομμάτι σε εκτέλεση των Rolling Stones ή των Beatles και καταλαβαίνεις τη μελωδία. Η μουσική είναι τόσο συγκεκριμένη όσο και η γλώσσα. Το σόλο του ενός είναι το γρατζούνισμα του άλλου. Η αγαπημένη μου ιστορία είναι από την ηχογράφηση του «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» από τη Σωτηρία Μπέλου. Ο Διονύσης Σαββόπουλος έξω από το στούντιο, πίσω από το τζάμι, κοίταζε εκστασιασμένος και έλεγε «έγραψα ρεμπέτικο». Και μέσα η Μπέλου αναστέναζε και έλεγε: «Στα γεράματα να τραγουδάω γιεγιέ».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






