Παλαιότερες

Το μεγάλο τζακ ποτ του Τσάμπιονς Λιγκ (Sportday / Χρίστος Χαραλαμπόπουλος)

Πριν από 20 χρόνια, η διάκριση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο σήμαινε, από οικονομική άποψη, ελάχιστα πράγματα για τις ομάδες. Για παράδειγμα, η Μίλαν, που την περίοδο 1988-89 κατέκτησε το –τότε– Κύπελλο Πρωταθλητριών σκορπίζοντας τη Στεάουα με 4-0 στη Βαρκελώνη, υπολογίζεται ότι είχε κέρδη που με τις σημερινές τιμές δεν ξεπέρασαν το 1,5 εκατομμύριο ευρώ.

Από τότε, βέβαια, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και κυρίως πολύ χρήμα. Από την περίοδο 1992-93 μέχρι την περσινή διοργάνωση, η ΟΥΕΦΑ μοίρασε στις ομάδες ένα ποσό που φτάνει, σχεδόν, τα 10 δισ. ευρώ. Η εντυπωσιακή αύξηση της ροής χρημάτων τα τελευταία χρόνια στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο φυσικά και δεν είναι ανεξήγητη. Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, οπότε και επισημοποιήθηκε η σχέση της τηλεόρασης με το ποδόσφαιρο, στην Αγγλία αρχικά και στην υπόλοιπη Ευρώπη στη συνέχεια, το ποδόσφαιρο άρχισε να αναδεικνύεται ως ο προνομιακός χώρος της βιομηχανίας του θεάματος, ειδικά στην Ευρώπη.

Ο γάμος του ποδοσφαίρου με την τηλεόραση ήταν η βασική αιτία, καθώς έτσι μπορούσαν τα προϊόντα που συνέδεαν το όνομά τους με το όνομα κάποιων ομάδων να μπουν πολύ πιο εύκολα στα σπίτια εκατομμυρίων Ευρωπαίων καταναλωτών. Η οικονομική απήχηση του ποδοσφαίρου είναι τεράστια.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα μιας έρευνας που πραγματοποίησε πέρυσι η πολυεθνική εταιρεία Deloitte & Touch, που ειδικεύεται στα οικονομικά του ποδοσφαίρου, ο τζίρος της ποδοσφαιρικής αγοράς στα πρωταθλήματα των 6 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών αγορών (Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία) φθάνει τα 10 δισ. ευρώ.

Στο ποσό αυτό δεν υπολογίζεται ο τζίρος που γίνεται στο ποδοσφαιρικό στοίχημα, το οποίο την τελευταία εξαετία απλώθηκε παντού. Μάλιστα η έκθεση της Deloitte & Touch αναφέρει ότι, με βάση τα χρήματα που κερδίζουν οι ομάδες, το Τσάμπιονς Λιγκ θεωρείται το «πέμπτο» πρωτάθλημα σε οικονομική δυναμική, έτσι που θα μπορούσε άνετα να ονομασθεί Money League.

Αν επαληθευθεί, μάλιστα, η πρόθεση της ΟΥΕΦΑ να διπλασιάσει τα πριμ που δίνει στις ομάδες, το Τσάμπιονς Λιγκ γίνεται το πλουσιότερο «πρωτάθλημα» σε οικονομική δυναμική. Η ΟΥΕΦΑ ενδιαφέρεται πολύ για την ποιότητα του θεάματος, το οποίο καθιστά και ελκυστικό το ποδόσφαιρο για τις τηλεοράσεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η τηλεθέαση των 4 επαναληπτικών συναντήσεων των προημιτελικών του Τσάμπιονς Λιγκ πρόπερσι σημείωσε ρεκόρ, δεδομένου ότι τους παρακολούθησαν 62 εκατομμύρια Ευρωπαίοι τηλεθεατές. Πέρυσι η τηλεθέαση έφθασε τα 64 εκατομμύρια και για την περίοδο 2005-06 η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία εκτιμά ότι άγγιξε τα 70 εκατομμύρια. Η ξεχωριστή ταυτότητα της διοργάνωσης, η προσεκτικά σχεδιασμένη προβολή της, η οικονομική υποστήριξη από τους σπόνσορες, η ποιοτική τηλεοπτική προβολή και το εξαίρετο μάρκετινγκ είναι τα κλειδιά της επιτυχίας.

Όσο δε πιο μακριά στη διοργάνωση προχωρούσε μία ομάδα, τόσο περισσότερα χρήματα έμπαιναν στο ταμείο της. Επίσης, εφόσον διακρινόταν, μπορούσε να συνάψει καλύτερες συμφωνίες με σπόνσορες και διαφημιστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ρεάλ Μαδρίτης, που κατέκτησε το τρόπαιο το 2002 στον τελικό της Γλασκώβης, έβαλε στο ταμείο της εκείνη τη χρονιά από το Τσάμπιονς Λιγκ 20 εκατ. ευρώ περίπου. Στην περσινή περίοδο του Τσάμπιονς Λιγκ, στις 32 ομάδες που πήραν μέρος μοιράστηκαν συνολικά 547 εκατ. ευρώ και το συνολικό ποσό που μοιράστηκαν οι ομάδες την περίοδο 2005-06 έφθασε τα 593 εκατομμύρια ευρώ.

Το σύστημα μοιράσματος των χρημάτων έχει δύο σκέλη. Το 50% του φετινού ποσού μοιράζεται στις ομάδες με βάση τα αποτελέσματά τους (νίκες – ισοπαλίες). Και το υπόλοιπο 50% με βάση τη συνολική αξία της τηλεοπτικής αγοράς μιας χώρας. Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο μεγάλη είναι η τηλεοπτική αγορά μιας χώρας και όσο πιο δημοφιλής είναι μια ομάδα στη χώρα της τόσο περισσότερα είναι και τα χρήματα που θα πάρει, χωρίς σε αυτά να υπολογίζονται οι εισπράξεις της ομάδας από τα εισιτήρια.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης αποτελεί η νικήτρια του θεσμού το 2004, η πορτογαλική Πόρτο, που εισέπραξε από την ΟΥΕΦΑ 19,6 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 17,7 εκατομμύρια προέρχονταν από τα πριμ των αποτελεσμάτων και μόλις το 1,9 εκατομμύριο από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, εξαιτίας του μικρού μεγέθους της πορτογαλικής τηλεοπτικής αγοράς.

Σε αντίθεση με την Πόρτο, η Λίβερπουλ, που θριάμβευσε στον τελικό της Κωνσταντινούπολης το 2005, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα έβαλε στο ταμείο της 18 σχεδόν εκατομμύρια ευρώ και η Μπάρτσα, που κατέκτησε φέτος το Κύπελλο στο Παρίσι, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα εισέπραξε 22,4 εκατομμύρια ευρώ.

Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι, ακόμη και αν κάποια ελληνική ομάδα καταφέρει να φτάσει στον τελικό και να κατακτήσει το τρόπαιο, δεν θα μπορέσει να έχει τα έσοδα που έχουν ομάδες που προέρχονται από μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες, εξαιτίας του μεγέθους της ελληνικής τηλεοπτικής αγοράς. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που δεν μπορούν να προσελκύσουν μεγάλες χορηγίες και μεγάλους ξένους ποδοσφαιριστές.

Τα μεγέθη εδώ παίζουν βασικό ρόλο και καθορίζουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Πώς να συναγωνιστείς μια μεσαία ευρωπαϊκή ομάδα με προϋπολογισμό γύρω στα 90 εκατομμύρια ευρώ, που ξοδεύει 45 εκατομμύρια για μεταγραφές, την ώρα που ο πρωταθλητής Ελλάδας ξοδεύει 6,5 εκατομμύρια για μεταγραφές και θεωρείται ότι ξόδεψε και αρκετά;

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x