Ορισμένες φορές νιώθεις περήφανος που δουλεύεις για μια εφημερίδα. Χθες ήμουν διπλά περήφανος. Για τη συνέντευξη του Εγκε Γκέραρντ στον Γιώργο Αργυρόγλου και την ανάλυση του διοικητικού και προπονητικού τιμ της Εθνικής από τον Βασίλη Σαμπράκο. Μετά το τέλος του διαβάσματος και των δύο ένιωσα ότι κάτι έμαθα.
Η συνέντευξη ακολούθησε το «ερώτηση γίνεται μόνο όταν η απάντηση μπορεί να έχει πληροφόρηση και η απάντηση γράφεται μόνο όταν έχει». Επειτα από μερικές δεκάδες συνεντεύξεις όλων των καινούργιων παικτών των μεγάλων ομάδων με την απάντηση «ήρθα επειδή θέλω να πάρω πρωτάθλημα» και μερικές χιλιάδες από παίκτες ομάδων όλων των κατηγοριών που δηλώνουν πρώην ορφανά, αφού «εδώ είμαστε μια οικογένεια και προσαρμόστηκα αμέσως», ο Γκέραρντ μίλησε ανοικτά και με ονόματα. Οτι ο Ολυμπιακός είναι ισχυρός «παντού», η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα, αλλά πολύ λίγη για Ευρώπη, ότι με τις αλλοδαπές πουρέκλες που παίρνουν οι αντίπαλοί του για να σταματήσουν την κυριαρχία του δεν γίνεται τίποτα, αλλά θα πρέπει να βγάλουν δικούς τους παίκτες, ότι πήξαμε με ξένους, επειδή οι μάνατζερ φέρνουν τους ανεπιθύμητους της υφηλίου, ότι στην Ελλάδα πρέπει να κλείσεις τα 23 για να παίξεις στην ομάδα, ότι με τους μικρούς φλέβα χρυσού δεν χτυπάς εύκολα, αλλά μαζί με τον Σαβέβσκι δουλεύουν συστηματικά, και ότι νέος Ογκουνσότο δεν βρίσκεται εύκολα.
Γράφω τα συμπεράσματα κάθε ενότητας. Στο κείμενο, που έπιανε μια σελίδα και γι' αυτό δεν κρέμαγε, τα πάντα ήταν με όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο. Βλέπω συνέντευξη παίκτη διαβάζω τον τίτλο και τα τσιτάτα και μετά πηγαίνω στη σελίδα του Μπαλή. Τη συνέντευξη του Γκέραρντ τη διάβασα μέχρι τέλους και έριξα και μια δεύτερη ματιά σε ένα- δύο σημεία να δω αν κατάλαβα καλά.
Το άρθρο του Βασίλη Σαμπράκου για την Εθνική είχε και πληροφόρηση και επικέντρωση στα σημεία που κατέστρεψαν την ομάδα του Euro. Το αξιοθαύμαστο ήταν ότι αποτελούσε κριτική χωρίς να γίνεται πολεμική. Επικεντρωνόταν σε δύο σημεία που κατέληγαν σε ένα. Ο Οτο Ρεχάγκελ εσκεμμένα απομονώθηκε από τη διοίκηση της ΕΠΟ και τον Γιάννη Τοπαλίδη, ώστε στον ρόλο του ενδιάμεσου να παίρνουν δημοσιότητα και χρήμα. Και δεν ήταν οι μόνοι…
Το χαμηλότερο σημείο του αθλητικού Τύπου είχε έρθει στη διάρκεια του Euro, όταν ο Οτο Ρεχάγκελ είχε νομίσει ότι δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας», που αναφερόταν σε παράπονα παικτών, είχε γραφτεί από τον Ακη Φιτσόπουλο. Επιτέθηκε λεκτικά στον Φιτσόπουλο, στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, λέγοντάς του ότι «δεν είναι άνδρας», με τους δημοσιογράφους να υποβιβάζουν το γεγονός για «να μη χαλάσουν το κλίμα». Από πότε όμως οι δημοσιογράφοι γίνονται μετεωρολόγοι; Από τότε.
Από την Πορτογαλία. Οταν κάναμε εκπομπές με τον Κάρπετ και μετά το ματς Σουηδίας – Δανίας, που είχε λήξει με στημένη ισοπαλία, είχαμε βγάλει σαν ερώτηση της εκπομπής «Θα δεχόσασταν η Ελλάδα να περάσει με στημένο ματς;». Η ερώτηση αυτόματα μεταφέρθηκε από κάποιον ρουφιάνο στην αποστολή της Εθνικής. Στην ευφορία του ποτού –εκείνη τη στιγμή οι παράγοντες βρισκόντουσαν σε εστιατόριο– και την προσωρινή δύναμη της επιτυχίας δόθηκε η εντολή. «Να πάρετε τηλέφωνο και να πείτε να κόψουν την ερώτηση». Γιατί τώρα μια ερώτηση, που απλά κατέγραφε αν ο κόσμος βάζει την επιτυχία πάνω από το ήθος, έπρεπε να μη γίνει, ο μόνος λόγος που σκέφτομαι είναι ότι η Παράγκα αφήνει πολλά κουσούρια. Οπως το να ακούς «στημένο» και να νομίζεις ότι μιλάνε για σένα. Τέλος πάντων, η ερώτηση μεταφέρθηκε στο brake είχαμε αρνηθεί και να είναι καλά ο τότε πρόεδρος της ΕΡΤ Αγγελος Στάγκος, που παρά τις επιτυχίες της Εθνικής, έβαλε πόδι και το γκάλοπ συνεχίστηκε.
Τέλος πάντων, η ζημιά της Πορτογαλίας ήταν ότι έκανε δημοσιογράφους και παράγοντες συνεργάτες. Η νοοτροπία έμεινε. «Αντί να μας ενδιαφέρει πώς θα προετοιμαστούμε καλύτερα και πώς θα δημιουργηθεί ένα καλό κλίμα για την Εθνική, ασχολούμαστε με αυτό το θέμα» είπε στο SuperSport ο Βασίλης Γκαγκάτσης. Η έμφαση στο «μας». Το οποίο σημαίνει, μια που η ΕΠΟ σημαίνει Γκαγκάτσης, «Εγώ και εσείς οι δημοσιογράφοι».
Μετά το Euro η Εθνική μεταβλήθηκε σε μαγαζί εθνικισμού. Οπως πριν από τη δικτατορία εάν έκανες κριτική στις αρχές σε συλλαμβάνανε με την κατηγορία της αντεθνικής πράξης, έτσι μετά το Euro κάθε κριτική στον Ρεχάγκελ και την Εθνική ήταν αδύνατη, αφού περνούσε ως αντεθνική πράξη. Στο μεταξύ το μαγαζί μπορούσε να λειτουργεί απερίσπαστο. Οταν ο Γιώργος Ορφανός έλεγε ότι θα μειώσει τις επιχορηγήσεις, διέρρεε η πληροφορία ότι θα στενοχωρηθεί ο Ρεχάγκελ. Η ΕΠΟ πούλαγε ό,τι αντικείμενο μπορούσε να τυπωθεί με εθνόσημο, έκανε το κύπελλο βόλτες στην Αθήνα και την επαρχία, δίνοντας την ευκαιρία στους Ελληνες φιλάθλους να φωτογραφηθούν μαζί του και να πληρώσουν, και έστελνε την Εθνική περιοδεία σε όποια χώρα ήταν πρόθυμη να πληρώσει, ανεξαρτήτως της ποιότητας του τουρνουά και της κούρασης των παικτών. Στο φινάλε τα λεφτά μοιραζόντουσαν.
Πριν από 40 χρόνια είχε γυριστεί το «Ace in the Hole». Ηταν η ιστορία ενός εγκλωβισμένου ανθρακωρύχου που τον ανακαλύπτει ένας αποτυχημένος δημοσιογράφος και κερδίζει την εμπιστοσύνη του. Οταν οι μέρες περνούν, το ατύχημα παίρνει δημοσιότητα και τα κανάλια πλακώνουν, ο δημοσιογράφος καταλαβαίνει ότι μπορεί να κάνει μέσω του ανθρακωρύχου καριέρα. Οποιος θέλει να έρθει σε επαφή μαζί του πρέπει να περάσει πρώτα από τον δημοσιογράφο. Σας θυμίζει τίποτα το παράδειγμα; Μήπως τη σχέση του Οτο Ρεχάγκελ με τον Γιάννη Τοπαλίδη;
Εάν ο Οτο Ρεχάγκελ μίλαγε ελληνικά, υπήρχε περίπτωση ο Τοπαλίδης να παίρνει 20 χιλιάδες ευρώ; Αδύνατον. Τον Τοπαλίδη λοιπόν τον βόλευε ο Γερμανός να μη μάθει ποτέ τη γλώσσα, να μην παρακολουθεί ματς και η ελληνική πραγματικότητα να περνάει μέσω του ιδίου, φυσικά φιλτραρισμένη. Την ΕΠΟ τη βόλευε να δημιουργήσει μια ιερή αγελάδα, τυφλή και κουφή, για να την προτάσσει ασπίδα σε κάθε κριτική. Ο Ρεχάγκελ βολευόταν στον ρόλο του τουρίστα, που ανέμελος αποφεύγει το χαμαλίκι της παρακολούθησης των αγώνων. Οι παίκτες βολευόντουσαν στη θεωρία της αιώνιας καταξίωσης μετά την κατάκτηση του Euro, που είχε εκφραστεί από τον Στέλιο Γιαννακόπουλο με τη φράση «δεν έχουμε τίποτα να αποδείξουμε». Σε κάθε κριτική από το εξωτερικό το κοινό βαυκαλιζόταν με τη δικαιολογία «μας ζηλεύουν επειδή πήραμε το Euro και γι' αυτό τα λένε». Αχαχούχα απόψεις –με τη φωτεινή εξαίρεση των παικτών– ακουγόντουσαν ότι το ελληνικό πρωτάθλημα θα αναμορφωθεί μετά την ευρωπαϊκή επιτυχία. Γιατί; «Διότι ήρθε καινούργιος κόσμος στο ποδόσφαιρο, που το αντιμετωπίζει σαν γιορτή, οι οικογένειες με τα παιδάκια…», και παπάρια μάντολες.
Επειτα από δύο χρόνια αποτυχιών, στην ΕΠΟ δεν είναι δυνατόν να μην έβλεπαν ότι το πνευματικό μοτέρ του Οτο Ρεχάγκελ έχει αρχίσει να αρπάζει. Επίσης δεν είναι δυνατόν να μην έβλεπαν ότι η διαφορά ανάμεσα σε μια οικογένεια και μια κλίκα είναι ότι η πρώτη υποδέχεται κάθε νέο παιδί, ενώ η δεύτερη το απομακρύνει για να μη μοιραστεί τα λάφυρα. Το έβλεπαν, αλλά το άφησαν. Είτε από αδυναμία ανακατεμένη με ελπίδα. «Ας τα ρίξουμε στην ξεροκεφαλιά του Γερμανού και πού ξέρεις… Κάτι μπορεί να κερδίσει πάλι…». Είτε από θρασύτητα. «Οπως σκάγανε στη διάρκεια του Euro, θα σκάσουνε και τώρα». Είτε από κυνισμό. «Θαύμα της μιας διοργάνωσης ήταν. Δεύτερη δεν θα μας τύχει. Ας κάνουμε τους κουφούς και ό,τι βγάλουμε».
Μέχρι που η κατάσταση έφτασε στη γελοιότητα. Χθες στη συνέντευξη Τύπου, ο Ρεχάγκελ, που διατείνεται ότι δεν τον απασχολεί τι γράφει ο ελληνικός Τύπος, είπε ότι οι δημοσιογράφοι δημιουργούν το χάος, επειδή θέλουν να στέλνουν τους δικούς τους παίκτες στην Εθνική. Το χάος δεν δημιουργήθηκε για παίκτη που δεν πήγε, αλλά για παίκτη που πήγε και ήταν αδύνατον να παίξει σε διπλό της προπόνησης. Το χάος δεν δημιουργήθηκε λόγω μεροληψίας, αλλά λόγω ανικανότητας. Τι όμως μπορεί να γίνει;
Πρώτον, τώρα να τιμηθεί ο Οτο Ρεχάγκελ με τιμητική ελληνική υπηκοότητα. Είναι ο άνθρωπος που έφερε τη μεγαλύτερη διάκριση στον ελληνικό αθλητισμό σε ομαδικό άθλημα και η Ελλάδα οφείλει να του το ανταποδώσει.
Δεύτερον, μετά το ματς με τη Νορβηγία να απολυθεί. Ο ίδιος ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να παρακολουθεί παίκτες και αυτοί που κάποτε τον ενημέρωναν αποδεικνύεται ότι απέκτησαν πολλές υποχρεώσεις στους πάλιουρες και τον οδηγούν στη γελοιότητα.
Τρίτον, να μας γίνει μάθημα το Euro. Το ποδόσφαιρο της Αργεντινής και της Βραζιλίας θα μείνουν αυτά που είναι έπειτα από κάθε επιτυχία ή αποτυχία. Κανένας στη Δανία δεν νόμισε ότι, μετά την κατάκτηση του Euro, το πρωτάθλημά τους έγινε κάτι περισσότερο από την ημιεπαγγελματική οργάνωση που ήταν και κανένας στην Ελλάδα δεν έπρεπε να πιστέψει ότι κάτι άλλαξε στο πρωτάθλημα, επειδή κερδίσαμε έξι ματς στην Πορτογαλία.
Οσο για τη δημοσιογραφία, καλό είναι να καταλάβουμε ότι εξουσία και δημοσιογράφοι δεν πρέπει να μπλέκονται, ακόμα και αν ο σκοπός μοιάζει εθνικός. Οταν η τέταρτη εξουσία παραιτείται του δικαιώματος κριτικής, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Στο φινάλε μόνο η κριτική είναι αυτό που διαχωρίζει τον δημοσιογράφο από τον αβανταδόρο.
ΥΓ.: Το αποτέλεσμα του αγώνα με τη Νορβηγία δεν αλλάζει καμία από τις απόψεις μου. Η αλλαγή των απόψεων σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα είναι αυτό που μας έφερε σε αυτό το χάλι.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






