«Η καλύτερη στιγμή στην ιστορία του Παναθηναϊκού ήταν η διάλυση της ομάδας της Ριζούπολης. Δειλοί, ηττοπαθείς, προδότες -ή όλα τα ανωτέρω- οι παίκτες, αντίθετα με τους παράγοντες της ομάδας, που δεν δίστασαν να μπουν με το κεφάλι ψηλά στο καμίνι, έπεσαν ανάσκελα και έκαναν τους ψόφιους. Ευτυχώς η διοίκηση κατάλαβε ότι αυτή η ομάδα δεν είχε κανένα μέλλον και τη διέλυσε. Ετσι σήμερα ο Παναθηναϊκός έχει τον Λουκά Βύντρα στη θέση του όρθιου αγγουριού, που ονομάζεται Γιούρκας Σεϊταρίδης, τον χαμογελαστό Μπίσκαν στη θέση του μουτζούφλη Μπασινά και τον αεικίνητο Μπόβιο στη θέση του στατικού Καραγκούνη. Εχει παίκτες που βγήκαν μέσα από τα φυτώρια της Παιανίας, όπως ο Σαλπιγγίδης και ο Παπαδόπουλος, και ξένους που αγαπούν και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη σωματική ακεραιότητά τους για την ομάδα, όπως ο Ιβανσιτς στη θέση του μη-μου-άπτου Μικάελσεν. Μπράβο, διοίκηση του Παναθηναϊκού, για τις σωστές κινήσεις σου και αν το βραβείο του Media Watch για το καλύτερο κείμενο είναι τίποτα κινητό ή στρώματα, αν είναι δυνατόν, να το πάρω σε ρευστό».
Καταλαβαίνω ότι ο επικριτικός τόνος του κειμένου πιθανότατα θα ενοχλήσει τη διοίκηση του Παναθηναϊκού και δεν θα πάρω το μέγα βραβείο Media Watch, αλλά την επόμενη φορά είμαι πρόθυμος να προσπαθήσω περισσότερο. Και αν τουλάχιστον δεν κερδίσω τον έπαινο, να μην πέσω στην επάρατη δυσαρέσκεια της διοίκησης του Παναθηναϊκού.
Εξηγώντας τα προηγούμενα, να γράψω ότι στο σάιτ του Παναθηναϊκού στο Διαδίκτυο εμφανίζεται ένα μπανεράκι με τον τίτλο Media Watch. Αντικείμενο του Media Watch είναι «η επιλογή και παρουσίαση ειδήσεων μετά σχολιασμού». Σαν λόγος παρουσιάζεται η πληθώρα των μέσων, η ευρύτητα των θεμάτων, που εμποδίζουν τον μέσο Παναθηναϊκό να εντοπίζει τις ειδήσεις που αφορούν την ομάδα του «…και να αξιολογεί το περιεχόμενό τους, την προέλευση και κάποιες φορές την εγκυρότητά τους». Ετσι, καταλήγει η ανακοίνωση, θα παρουσιάζονται τα καλύτερα και πιο ενδεικτικά δημοσιεύματα με σχολιασμό «…κάτι σαν "Best οf" ή και "Worst οf". Οπως το πάρει κανείς». Για να δούμε πώς το παίρνω…
Πρώτον, το παίρνω ότι σκοπός του Media Watch είναι να «βγάζει στη σέντρα» ο Τζίγκερ όποιον δημοσιογράφο νομίζει ότι παραπληροφορεί ή είναι εμπαθής με τον Παναθηναϊκό και τη διοίκησή του. Αλλη λογική δεν μπορεί να υπάρχει. Εκτός αν ο Παναθηναϊκός έχει μετατραπεί σε Ακαδημία Αθηνών και βραβεύει την καλλιέπεια των κειμένων. Απλώς αντί για ανακοίνωση της διοίκησης, που είναι ο διεθνώς παραδεκτός τρόπος για να διαψεύδει κάποια είδηση μια εταιρεία, η ΠΑΕ Παναθηναϊκός θα τη διαψεύδει μέσω του Media Watch του σάιτ της. Μέχρις εδώ κανένα πρόβλημα. Ολα είναι σωστά και οικολογικά. Στην ηλεκτρονική εποχή είμαστε και δεν χρειάζεται να σπαταλάμε χαρτί για ανακοινώσεις. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν μια διοίκηση παύει να ασχολείται με την πιστότητα των ειδήσεων και κρίνει άποψη και χιούμορ.
Για την ώρα στο Media Watch έχει εμφανιστεί ένα μόνο κείμενο και αφορά στήλη που διαφήμιζε blog, στο οποίο δημοσιεύονταν λογοπαίγνια με αντικείμενο το επώνυμο του Βίκτορ Μουνιόθ. Λογοπαίγνια που εδώ και καιρό στέλνονται με mail στο Διαδίκτυο. Η κριτική του Media Watch είναι ότι με τα λογοπαίγνια μειώνεται το κύρος του Ισπανού προπονητή, ενώ η αντικατάσταση της γνωστής λέξης με το επώνυμο του Μουνιόθ είναι ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι σε έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τη δική μας γλώσσα.
1) Περί χιούμορ οποιαδήποτε κριτική δεν έχει νόημα. Αλλος γελάει με ανθρώπους που γλιστράνε σε μπανάνες, ενώ άλλος με ανέκδοτα για Εβραίους της Νέας Υόρκης από τον Γούντι Αλεν. Στο χιούμορ, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και αν η διοίκηση του Παναθηναϊκού σκοπεύει να ασχοληθεί με την προέλευση του γέλιου, το έχει δοκιμάσει ο Αρθουρ Κέστλερ στο παρελθόν και κανένας δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει.
2) Το να καταλογιστεί στη στήλη πρόθεση μείωσης του Βίκτορ Μουνιόθ και μείωσης του κύρους του θα είχε νόημα αν ο συντάκτης της στήλης και του blog δεν έγραφε πάντα ανέκδοτα. Επίσης, αν από τα ανέκδοτα υποσκάπτεται το κύρος ενός προπονητή, ο Μπάκε δεν είχε βγάλει ένα λογοπαίγνιο, αλλά οι μισοί Παναθηναϊκοί γελούσαν και οι υπόλοιποι έκλαιγαν.
3) Τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να αντιμετωπίζουν τη σάτιρα. Ακόμα και την κακόγουστη. Τα ανέκδοτα με σεξουαλικό υπονοούμενο για τη σχέση Ανδρέα Παπανδρέου και Δήμητρας Λιάνη ήταν δεκάδες. Αρκετά από αυτά είχαν ακουστεί στο ραδιόφωνο και είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες. Ούτε ο Παπανδρέου έκανε μηνύσεις ούτε το ΠΑΣΟΚ Media Watch για να τα κατακεραυνώσει.
4) Φυσικά, με την αμερικανική έννοια του politically correct humor, τα ανέκδοτα για το επίθετο του Βίκτορ Μουνιόθ είναι κατάπτυστα. Το χιούμορ και η ορθότητά τους όμως αφορούν συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους και κοινωνικές συνθήκες. Οι Αμερικανοί δεν θα τολμούσαν να λένε τα ανέκδοτα που λέμε με «μαύρους». Μόνο που οι Αμερικανοί εκτός από μαύρους έχουν και Κου Κλουξ Κλαν και τα ανέκδοτα αποκτούν άλλο νόημα και βαρύτητα.
Οπως αναφέρεται στο Media Watch και με διαβεβαίωσε ο Τάσος στο ραδιόφωνο, το MW δεν θα δημοσιεύει μόνο κείμενα με τα οποία διαφωνεί, αλλά και κείμενα που βρίσκει ενδιαφέροντα και αξίζουν έπαινο. Μπορεί κάποιος να μου πει αν υπάρχει δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του και θα δεχόταν να επαινεθεί από ανώνυμη εταιρεία χωρίς να είναι γνωστά τα πρόσωπα που έκριναν το κείμενό του; Δηλαδή, ας πούμε ότι η αρχή του κειμένου μου μπαίνει στο Media Watch. Ποιος θα την έχει κρίνει; Ο Αργύρης Μήτσου; Ο Γιώργος Στράτος; Ο Σπύρος Λιβαθηνός; Ο Χρήστος Αθανασόπουλος, ο οποίος ήρθε από τα λιπάσματα για να αναλάβει το γραφείο Επικοινωνίας; Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης; Ο Βαρδής; Το διοικητικό συμβούλιο του Παναθηναϊκού; Και αν δεν ξέρω ποιος με κρίνει, πώς είναι δυνατόν να σεβαστώ την κρίση του;
Το αντικείμενο όμως δεν είναι το συγκεκριμένο κείμενο και η κριτική επιτροπή, αλλά μια νοοτροπία που παγιώνεται στον Παναθηναϊκό και χωρίζει τους δημοσιογράφους σε καλούς και κακούς. Και ως συνήθως, οι «κακοί» είναι αυτοί που συμπαθούν τον Παναθηναϊκό, αλλά η προσέγγισή τους στη διοίκηση είναι κριτική. Είναι οι δημοσιογράφοι που αντιπαθεί κάθε διοίκηση. Γιατί η προέλευσή τους είναι πράσινη και άσπιλη, οπότε έχουν πρόσβαση στον κόσμο του Παναθηναϊκού, αλλά η κριτική τους στη διοίκηση είναι αιχμηρή. Χρησιμοποιώντας μια πολιτική αντιστοιχία, οι μεγάλοι εχθροί του Στάλιν δεν ήταν οι Ρώσοι αριστοκράτες, αλλά ο Λέο Τρότσκι, ο οποίος ήταν αδύνατον να κατηγορηθεί για δεξιές αποκλίσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις πηγαίνει σε «δολοφονία χαρακτήρα». Ετσι το έλεγαν τότε. Σήμερα το λέμε Media Watch.
Μιλάει στην καρδιά τους
Πριν από ένα μήνα, αν γινόταν το ντέρμπι του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό, όλοι θα έλεγαν ότι σε τέτοια ματς δεν σηκώνει πρόβλεψη και όλοι θα έψαχναν μπουκ για να το παίξουν «διπλό». Σήμερα, ένα μήνα μετά τον ερχομό του Βίκτορ Μουνιόθ, το ματς ξεκινάει από «Χ» και αν χρειαζόταν να διαλέξω δεύτερο σημείο, θα έπαιρνα το «διπλό». Και αν υπάρχει κάτι που μεταμόρφωσε τον Παναθηναϊκό, είναι μια αδιόρατη έννοια στο ποδόσφαιρο και τη ζωή. Το feel good factor, ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για τους λόγους που ψηφίζει ο κόσμος ένα συγκεκριμένο κόμμα στις εκλογές.
Το feel good factor είναι η θετική ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων, που προέρχεται από πολλούς γνωστούς ή άγνωστους λόγους -πολλές φορές άσχετους με το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Για παράδειγμα, μια μεγάλη αθλητική επιτυχία κάνει τον κόσμο να νιώθει καλά και να ψηφίζει την κυβέρνηση. Μια αποτυχία ευνοεί την αντιπολίτευση. Σήμερα, με τον Μουνιόθ στο τιμόνι, οι παίκτες του Παναθηναϊκού μοιάζουν να διασκεδάζουν το ποδόσφαιρο περισσότερο. Το οποίο όσο σοβαρή υπόθεση και αν είναι, ο ποδοσφαιριστής πρέπει να το βλέπει και ως παιχνίδι.
Η πρώτη εντύπωσή μου από τον Βίκτορ Μουνιόθ είναι ότι δεν έχει την απόσταση που είχε από τους παίκτες ο Χανς Μπάκε. Κανένας δεν κατηγόρησε τον Σουηδό ότι ήταν κακότροπος, αλλά κανένας δεν ασχολήθηκε και πολύ μαζί του. Από χαρακτήρα ο Χανς Μπάκε έμοιαζε να δουλεύει με τους παίκτες, αλλά σαν να ανήκουν σε άλλα τμήματα της ίδιας εταιρείας. Στην προσέγγιση των παικτών δεν τον βοηθούσε ούτε η ηλικία ούτε το στυλ. Αντίθετα, ο Βίκτορ Μουνιόθ, ακόμα και όταν εκρήγνυται μπροστά από τον πάγκο μοιάζει λιγότερο επικίνδυνος από διασκεδαστικός. Τα ξεσπάσματά του έχουν τη δυναμική, αλλά και την κωμικότητα των αντίστοιχων του Λουί ντε Φινές, κάτι που αντί να παγώνει, κάνει τον παίκτη να χαλαρώνει.
Οσο για τον Τροντ Σόλιντ, ποτέ δεν πλησίασε την ψυχή των παικτών του. Από ό,τι ακούγεται, τον σέβονται ως επαγγελματία, τον υπακούν ως αφεντικό του τμήματος, αλλά -όπως έγραψε και ο Βάρναλης στους «Μοιραίους»- «...φεύγετε, χάνεστε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας». Ο Σόλιντ κάποια στιγμή θα φύγει και θα χαθεί χωρίς να έχει μπει στην καρδιά των παικτών του. Αν στο ντέρμπι υπάρχει κάποιο στοιχείο που ανέτρεψε την υπεροχή του Ολυμπιακού, είναι το feel good factor των παικτών του Παναθηναϊκού. Το οποίο προέκυψε επειδή ένας προπονητής, εκτός από τα πόδια τους, ασχολήθηκε και με την καρδιά τους.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






