Η πιο συνηθισμένη απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι ότι… συνεχίζουν να ασχολούνται με την μπάλα. Είτε ως μάνατζερ είτε ως προπονητές, κυρίως. Υποθέτω πως οι πρώην ποδοσφαιριστές που συνεχίζουν να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο είτε δεν έχουν κάποια ειδίκευση πέρα από το παιχνίδι που αγάπησαν είτε επιλέγουν να μείνουν στον κόσμο του ποδοσφαίρου, επειδή είναι ο μόνος κόσμος στον οποίο μπορούν να κάνουν πράγματα. Να δημιουργήσουν. Δεν είναι, φυσικά, σπάνιο το φαινόμενο να βλέπουμε πρώην ποδοσφαιριστές να ασχολούνται με άσχετες με το ποδόσφαιρο επιχειρήσεις, αφού εκεί επένδυσαν μέρος από τα χρήματα και τη δημοσιότητα που κέρδισαν. Υπάρχουν και κάποιες, σπανιότατες, περιπτώσεις ποδοσφαιριστών, οι οποίοι αφού σταματήσουν το ποδόσφαιρο «χάνονται». Οι ιστορίες τους θυμίζουν τη φράση «σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν». Τέτοιες θλιβερές ιστορίες συναντά κάποιος, πολύ συχνά, ιδιαίτερα στον κόσμο του αγγλικού ποδοσφαίρου. Εκεί όπου το αλκοόλ αντικαθιστά την μπάλα. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που κινούνται στην άλλη πλευρά του φεγγαριού.
Μία τέτοια περίπτωση θυμήθηκα, όταν αναζητώντας ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη μου, έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Walk Alone», ένας τίτλος που παραπέμπει στον ύμνο της Λίβερπουλ. Αυτό το βιβλίο δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό τίτλο, αφού είναι η αυτοβιογραφία του Κρέιγκ Τζόνστον (στο κέντρο της βασικής φωτό), του Αυστραλού που έκανε μεγάλη καριέρα στη Λίβερπουλ από το 1981 μέχρι το 1989. Εκεί, κοντά στο βιβλίο, στο ράφι της βιβλιοθήκης υπήρχε ένα φλιτζάνι του καφέ, που μου θύμισε για ποιον ακριβώς λόγο με είχε εντυπωσιάσει η πορεία του Τζόνστον αφότου κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Το σετ των φλιτζανιών που δεν κατάφερε να επιβιώσει ολόκληρο, μου το είχε φέρει μία φίλη -γνωρίζοντας την αγάπη μου για τα αντικείμενα με μοντέρνο και συχνά εντυπωσιακό ή παράξενο design- από το μουσείο μοντέρνου σχεδίου του Λονδίνου. Τι σχέση έχουν τα φλιτζάνια με τον Κρέιγκ Τζόνστον θα αναρωτηθείτε. Μαζί με το δώρο, η φίλη μού είχε φέρει και έναν κατάλογο του μουσείου με τα διάφορα αντικείμενα που μπορούσε να βρει κάποιος εκεί και να αγοράσει. Σε εκείνον τον κατάλογο μπορούσε να διαβάσει κάποιος ότι ο Τζόνστον ήταν υποψήφιος για ένα από τα βραβεία μοντέρνου σχεδίου της χρονιάς. Ενα βραβείο που τελικά κέρδισε.
Τι σχεδίασε ο πρώην ποδοσφαιριστής της Λίβερπουλ; Τα ποδοσφαιρικά παπούτσια Predator, που είναι ένα από τα γνωστότερα μοντέλα της Adidas και τα προτιμούν ποδοσφαιριστές όπως ο Ζιντάν και ο Μπέκαμ. Ο Τζόνστον γράφει καλά και έχει χιούμορ. «Ακόμα και τον καιρό που αγωνιζόμουν στη Λίβερπουλ, ήμουν ο χειρότερος παίκτης της καλύτερης ομάδας του κόσμου», λέει σε κάποιο σημείο της αυτοβιογραφίας του με σεμνότητα. Ο Τζόνστον αναφέρει ότι ήξερε πως δεν θα γινόταν ποτέ ένας παίκτης του επιπέδου του Μαραντόνα ή του Νταλγκλίς. «Γι’ αυτό παρακολουθούσα με προσοχή οτιδήποτε έκαναν ενστικτωδώς οι μεγάλοι, οι προικισμένοι ποδοσφαιριστές, το ανέλυα και προσπαθούσα να το εφαρμόσω», υποστηρίζει. Η παρατηρητικότητά του και η θέλησή του να γίνει καλύτερος δεν τον βοήθησαν να σχεδιάσει μόνο τα παπούτσια της Adidas, αλλά παράλληλα να επινοήσει και να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή με τον τίτλο Supaskills, το οποίο αναλύει τον τρόπο παιχνιδιού ενός ποδοσφαιριστή και τον βοηθά να βελτιώσει τις επιδόσεις του. Ο Τζόνστον, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού, σημειώνει στην αυτοβιογραφία του ότι «το ποδόσφαιρο είναι το τέλειο παιχνίδι. Η μόνη παραφωνία ήταν η αφεντιά μου, όταν κλοτσούσα». Και να σκεφθεί κάποιος ότι όλα τον τραβούσαν μακριά από το ποδόσφαιρο, από τη μικρή του ηλικία.
Πιτσιρικάς ο Τζόνστον έπασχε από μία σπάνια μορφή πολιομυελίτιδας, αλλά με μία δύσκολη εγχείρηση διόρθωσε το πρόβλημα στο δεξί του πόδι. Λίγο αργότερα, στην ηλικία των 15 χρόνων, ήρθε από την Αυστραλία για να δοκιμαστεί στη Μίντλεσμπρο. Το πρώτο παιχνίδι του με την ομάδα των νέων της Μίντλεσμπρο ήταν εναντίον της Λιντς. Στο ημίχρονο, η ομάδα του Τζόνστον έχανε 3-0. Προπονητής τους ήταν ο Τζάκι Τσάρλτον, ο οποίος στα αποδυτήρια είχε μία κακή κουβέντα (όσοι γνωρίζουν τον Τζάκι, ξέρουν ότι η δική του «κακή κουβέντα» είναι ένα άγριο βρισίδι) για κάθε έναν ποδοσφαιριστή. Ο Τσάρλτον, απευθυνόμενος στον Τζόνστον, του είπε «...κι όσο για σένα καγκουρό, χέσ’ τα... είσαι ο χειρότερος ποδοσφαιριστής που έχω δει στη ζωή μου». Ο Τζόνστον, χαμογελώντας φαντάζομαι, όποτε συναντά τον Τσάρλτον του θυμίζει το περιστατικό και, όπως λέει και ο ίδιος, είναι ευκαιρία να γελάσουν, αφού όταν ο Τζόνστον μεταγράφηκε στη Λίβερπουλ, ο Τσάρλτον δήλωσε πως είχε προβλέψει ότι ο Αυστραλός θα έκανε μεγάλη καριέρα. Την ημέρα που ο Τζόνστον μεταγράφηκε στη Λίβερπουλ για 500 χιλιάδες στερλίνες έγινε η ακριβότερη μεταγραφή στην ποδοσφαιρική ιστορία της Βρετανίας. Τίτλο που κράτησε μόλις μία μέρα, αφού την επομένη η Λίβερπουλ ξόδεψε 900 χιλιάδες στερλίνες για να αγοράσει τον Μαρκ Λόρενσον. Ο Τζόνστον θα εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο νωρίς, εξαιτίας ενός σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε η αδελφή του.
Μετα το ποδοσφαιρο ασχολήθηκε πρώτα με τη φωτογραφία, στήνοντας το δικό του εργαστήριο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι επαγγελματίες φωτογράφοι του Λίβερπουλ, από τους οποίους ο Τζόνστον έμαθε πολλά. Γνώση που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, όταν θα δουλέψει ως σύμβουλος τηλεπαιχνιδιών και τοκ σόου στα κανάλια του Ρούπερτ Μέρντοχ. Όλο αυτό τον καιρό δεν είχε σταματήσει να σχεδιάζει διάφορα πράγματα. Από κουζίνες, έπιπλα, τροχόσπιτα μέχρι ψυγεία-μπαρ για τα δωμάτια των ξενοδοχείων. Μάλιστα ένα μοντέλο που επινόησε έχει πουλήσει περισσότερα από 15 χιλιάδες κομμάτια παγκοσμίως.
Οσο για τα Predator, πήγε την ιδέα του πρώτα στη NIKE και ύστερα στη Reebock, όπου τον απέρριψαν, διότι δεν τον είχαν ακουστά ως ποδοσφαιριστή. Ύστερα από αυτό, ο Τζόνστον πήγε στο Μόναχο και συνάντησε τον Μπεκενμπάουερ και τον Ρουμενίγκε και τους παρουσίασε την ιδέα του. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






