O Ολυμπιακός θα μπορούσε να πάρει αποτέλεσμα. Με τον ίδιο τρόπο που η Σάρα στα 80 της έκανε παιδί με τον Αβραάμ, ακριβώς έτσι όπως ο Ιησούς πήρε ένα τοστ και μία Κόλα και έκανε το κέτερινγκ του γάμου στην Κανά Εβερεστ. Ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να πάρει το «X» στη Βαλένθια μόνο με ένα θαύμα, αλλά μια και τα θαύματα στο ποδόσφαιρο συμβαίνουν σπάνια, έγινε αυτό που προβλεπόταν. Ακόμα μία ευρωπαϊκή ήττα για τον Ολυμπιακό και ακόμα περισσότερο άγχος την επόμενη χρονιά, όταν θα ξαναπαίξει στο Τσάμπιονς Λιγκ. Αν, φυσικά, ξαναπαίξει. Διότι στον Ολυμπιακό πλέον η ποιότητα συνοδεύεται από την ωριμότητα και τα νιάτα από τη μετριότητα. Ο Μάριτς στο κέντρο θα ήταν ένα πολύτιμο στέλεχος σε οποιαδήποτε γερμανική ομάδα με τρία umlaut σε πόλη με πληθυσμό που δεν φτάνει τις τρεις χιλιάδες. Το παλικάρι δεν είναι καν τόσο κακό που να σε διασκεδάζει. Είναι αφόρητα μέτριο. Σε συνδυασμό με τον ακαταμάχητο ξεκωλιαστή των στόπερ Φέλιξ Μπόρχα, που το κοντρόλ του σταματάει στο ένα ακούμπημα της μπάλας, τον Στολτίδη εξαντλημένο από στομαχική δηλητηρίαση, τον Καστίγιο να προσπαθεί να μείνει για πάντα στο λιμάνι κάνοντας μια εμφάνιση που μάλλον θα απογοητεύσει τον Αμπράμοβιτς και τους σκάουτερ της Τσέλσι, που καλούμαστε να πιστέψουμε ότι παρακολουθούν το κάθε βήμα του, με τον Πάντο να δίνει ό,τι έχει, τον Τζόρτζεβιτς να το έχει δώσει και τον Ριβάλντο με τον Σέζαρ να δοκιμάζουν κινήσεις που θα έκαναν βιρτουόζοι που αναγκάζονται να παίζουν σε δημοτική ορχήστρα, ο Ολυμπιακός μπόρεσε να παλέψει και να καταφέρει να μετατρέψει μια πιθανή πανωλεθρία σε διαδικαστική νίκη. Το πρόβλημα του Ολυμπιακού δεν είναι αν ο Σόλιντ τον στήνει με βάθος ή γραμμή στην άμυνα. Το πρόβλημα του Ολυμπιακού είναι ότι για να νικήσει μία από τις 50 μεγάλες ομάδες της Ευρώπης δεν χρειάζεται βάθος, αλλά φάρδος. Ενα στοιχείο που ενίοτε στο ποδόσφαιρο εμφανίζεται, αλλά μία ομάδα δεν μπορεί να βασιστεί πάνω του. Για μία ακόμα φορά η συζήτηση κινδυνεύει να πάει στην αδυναμία του Ολυμπιακού στο κέντρο της άμυνας, που δεν υπάρχει, στα χαφ που δεν ακολουθούν, όταν οι αντίπαλοι σπριντάρουν, στους τραυματισμούς του Πατσατζόγλου και του Κωνσταντίνου –με ένα φορ και ένα αμυντικό χαφ δεν βγαίνει σεζόν– και στην πάντα δημοφιλή κουβέντα για την αδυναμία του Σόλιντ να κοοουτσάρει από τον πάγκο. Η αλήθεια είναι ότι οι καλοί παίκτες του Ολυμπιακού διανύουν την τελευταία σεζόν τους. Ακόμα χειρότερα, οι κακοί έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο Σόλιντ να φύγει και αυτή η ομάδα να πρέπει να εμφανιστεί και του χρόνου στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Θεός να κάνει το θαύμα του...
Μου αρέσει να ακούω τις βραδινές αθλητικές εκπομπές του ραδιοφώνου. Ενα στα δύο άτομα μου ενισχύει την άποψη ότι πιθανότατα η δημοκρατία είναι το λάθος σύστημα. Γιατί αν αυτός που μιλάει ψηφίζει, δικαίωμα ψήφου θα έπρεπε να είχαν και τα λαχανάκια Βρυξελλών. Επίσης, με γοητεύει το πηγαίο χιούμορ όσων παίρνουν για να διεκδικήσουν το αναλογούν δεκάλεπτο της δημοσιότητας. «Και πόσο χρονών είναι ο Ριβάλντο; Σαράντα; Αντε, καλός είναι για να χτυπάει ένα φαουλάκι ο παππούς», με τη φωνή του Αχάριστου, του Αχαρακτήριστου, του Τεκμηριωμένου και του Χαμένου, είναι από εκείνες τις απόψεις που βγάζουν πηγαίο γέλιο. Μόνο βέβαια αν έχεις καπνίσει ένα τρίφυλλο και στο παρελθόν έχεις κάνει εγχείρηση λοβοτομής. Τέλος πάντων, οι βραδινές εκπομπές έχουν την πλάκα τους και ελπίζω το συγκεκριμένο κείμενο να αποτελέσει έναυσμα συζήτησης: «Ρε Ελευθεράτο, ο Πανούτσος μάς έγραψε βλάκες και μας προσβάλλει όλους τους ακροατές», που μας φέρνει στο επόμενο θέμα του ραδιοφώνου. Οτι όποιος παπάρας γουστάρει, λέει «εμείς οι Παναθηναϊκοί» και «εμείς οι Βορειοελλαδίτες», σαν να υπήρχαν εκλογές και να του ανέθεσαν την εκπροσώπηση του χώρου. Πάμε όμως στην ιστορία που με έκανε να γράψω για τους ακροατές στα μικρόφωνα.
«Το ξέρω, ρε Κώστα. Εχει δίκιο, αλλά δεν είναι σωστό να κάθεται να τα λέει αυτή τη στιγμή. Αυτή η στιγμή υπάρχει για να χαιρόμαστε». Η ταλαιπωρημένη από τα ατελείωτα νυχτοκάματα φωνή του Μιαούλη κάτι μπουλκουμέ είπε και η συζήτηση συνεχίστηκε στον προβλεπόμενο πανηγυριτζίδικο τόνο. Γιατί πρέπει να είμαστε όλοι οι Ελληνες υπερήφανοι για τη νίκη της ΑΕΚ επί της Μίλαν. Η διαμαρτυρία ήταν για την προηγούμενη ραδιοφωνική θέση του Χρήστου Σωτηρακόπουλου, ότι στα πρώτα λεπτά ο Ζήκος και ο Εμερσον δεν είχαν βρει τα πατήματά τους και αν δεν υπήρχε ο Σορεντίνο -που και αυτός, όπως κάθε τερματοφύλακας, ποδοσφαιριστής είναι- να κατεβάσει τα ρολά, η AEK θα είχε βρεθεί σε δεινή θέση. Το ενδιαφέρον ήταν ότι ο ακροατής δεν είχε αντιρρήσεις σε αυτά που είχε πει ο Σωτηρακόπουλος, αλλά στο ότι δεν θα έπρεπε να τα πει αυτή τη στιγμή. Οτι τη στιγμή της χαράς του φιλάθλου ο δημοσιογράφος πρέπει να αναιρεί την άσκηση της κριτικής για να μη τη φαρμακώσει. Μία νοοτροπία που με τον καιρό έχει παγιωθεί. Ολοι είμαστε οπαδοί, αν όχι μιας ομάδας της Ελλάδας, αλλά η μόνη διαφορά είναι ότι οι δημοσιογράφοι είναι επαγγελματίες. Ενας δρόμος που οδηγεί τη δημοσιογραφία σε αδιέξοδο.
Ο μόνος κανόνας που δημοσιογραφικά μπορείς να ακολουθείς, χωρίς να γίνεις σχιζοφρενής, είναι το «ανεξάρτητα από το ποιος το κάνει, το γεγονός παραμένει το ίδιο». Από τη στιγμή που αποφασίζεις ότι το γεγονός διαφέρει ανάλογα με τα χρώματα της φανέλας, έχεις πάρει τον δρόμο χωρίς γυρισμό. Εχεις δικαίωμα να συμπαθείς ένα πρόσωπο ή μια ομάδα, δεν υπάρχει πρόβλημα να εκφράζεις τη συμπάθειά σου, αλλά δεν έχεις δικαίωμα να το συνυπολογίζεις στην εκτίμηση των γεγονότων. Επίσης υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο «δημοσιογράφος» και το «πανηγυριτζής». Εάν έτσι σου βγαίνει, εάν όταν μπαίνει γκολ σου έρχεται να φωνάζεις σαν τον Χελάκη, έχει καλώς. Εάν όμως θέλεις να περιγράφεις τις φάσεις όπως ο Ακης Παναγιωτόπουλος τη δεκαετία του '80 τα ματς του Εθνικού «Πεπές, Ιλούγκα, Κατσικογιάννης, άουτ» με delivery θιβετιανού μοναχού, και πάλι έχει καλώς. Επίσης, δεν μπορείς να επιλέγεις ποια αλήθεια θέλουν να ακούσουν τα ευαίσθητα αυτάκια των ακροατών. Αν για παράδειγμα μεταδίδεις το ματς της ΑΕΚ με τη Χαρτς και ο διαιτητής έχει αποφασίσει να αποβάλει έναν παίκτη των Σκωτσέζων για σκουλαρίκι, ούτε μπορείς να μιλάς για το φεγγαρόφωτο ούτε για τους πολύτιμους βαθμούς που θα πάρει από τη νίκη η Ελλάδα. Μιλάς για την αποβολή και τον λόγο της και αν θέλεις να εκφέρεις κρίση και να πεις ότι καλώς έκανε ο διαιτητής και εφάρμοσε τον κανονισμό αποβάλλοντας τον Σκωτσέζο, τράβα μια βαθιά αναπνοή και σκέψου: «Θα έλεγα το ίδιο αν ο διαιτητής απέβαλε Ελληνα παίκτη;». Αν ειλικρινά πιστεύεις ότι θα το έλεγες με την ίδια ανάλυση και τονισμό, go ahead και χώσ' το. Αν όχι, κράτα την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις. Απλό, αποτελεσματικό και απαραίτητο, γιατί ακούγοντας τον ακροατή στο ραδιόφωνο, το βλέπω ότι το επόμενο πράγμα που θα ζητούν θα είναι από τη συγκίνηση να κλαίμε. Δεν έχω κλάψει στην κηδεία της μάνας μου και δεν σκοπεύω να το κάνω ούτε σε νίκη της ΑΕΚ ούτε σε «διπλό» του Ολυμπιακού.
Να σημειώσω ότι το σπικάζ του Γιώργου Λυκουρόπουλου στο ματς της ΑΕΚ με τη Μίλαν ήταν ισορροπημένο. Τουλάχιστον δεν άκουγες τις πιέτες της φουστανέλας να τρίζουν από την εθνική συγκίνηση. Τη μία ή τις δύο φορές που επανέλαβε ότι ένα φάουλ εναντίον της ελληνικής ομάδας που σφύριξε ο διαιτητής κακώς δεν δόθηκε, η επισήμανση είχε βάση και χωρίς να ξεφεύγει σε φιλιππικούς κατά της άδικης ζωής, της κοινωνίας και της διαιτησίας. Για να το τοποθετήσω απλά, το σπικάζ να είναι ένα, η εικόνα άλλη και ο κόσμος να νομίζει ότι μπλέχτηκε ήχος και εικόνα από διαφορετικά ματς. Μερικοί βέβαια θα σκεφτούν: «Κοίτα πόσο ελληνικό παλμό έχει το παλικάρι που μιλάει», αλλά οι περισσότεροι θα σκεφτούν: «Κοίτα, ρε, που θα μας κάνει να νιώσουμε μαλάκες». Γιατί έτσι νιώθει ο τηλεθεατής όταν άλλα βλέπει και άλλα του λες. Σου λέει: «Επαγγελματίας είναι ο άνθρωπος. Κατι θα ξέρει παραπάνω κι εγώ ο τρόμπας δεν το καταλαβαίνω».
Πριν από πολλά χρόνια ένας διευθυντής εφημερίδας μού είχε πει: «Ποτέ μη γράφεις "μας" σε ένα κείμενο. Ποτέ μην το αναφέρεις μαζί με το Ελληνες. Πού στο διάολο ξέρεις ότι αυτός που διαβάζει το κείμενό σου είναι Ελληνας;». Ελα ντε. Εγώ για παράδειγμα διαβάζω αγγλικές εφημερίδες και πουθενά δεν βλέπω το «We English». Στην Ελλάδα έχουμε το κόλλημα να αναφερόμαστε στο δεύτερο πληθυντικό και μάλιστα στην προστακτική. «Προχώρα, ΑΕΚ, και κάνε όλους εμάς τους Ελληνες περήφανους». Κατ’ αρχάς, είπαμε πού στο διάολο ξέρω εγώ αν αυτός που κρατάει τη φυλλάδα είναι Ελληνας; Και να είναι Ελληνας, πώς μπορώ να ξέρω ότι αν η Εθνική Νέων του χάντμπολ κερδίσει το Πανευρωπαϊκό θα νιώσει περήφανος; Εννέα στις δέκα θα το έχει γραμμένο το χάντμπολ και την Εθνική των Νέων του, όπως και μία στις δέκα μπορεί να έχει γραμμένο το ποδόσφαιρο και τις ομάδες. Και στο κάτω κάτω, ποιος μπορεί να μου λέει πότε θα νιώθω περήφανος; Ο δημοσιογράφος; Οποιος θέλει νιώθει περήφανος, όποιος θέλει όχι. Και στο φινάλε, αν υπάρχει το νόημα του Πολυτεχνείου, δεν είναι ούτε ο αντικαπιταλισμός ούτε ο αντιαμερικανισμός. Είναι το δικαίωμα καμιά πατρίδα και κανένας gay να μη μας λένε τι πρέπει να κάνουμε.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






