Παλαιότερες

Με μπαλώματα τον Ιανουάριο και εκπτώσεις το καλοκαίρι (Sportday / Χρ.Χαραλαμπόπουλος)

Πέρυσι το καλοκαίρι οι περισσότερες εφημερίδες σημείωναν την προνοητικότητα του Ολυμπιακού να «κλείσει» από πολύ νωρίς τις μεταγραφές του και χαρακτήριζαν την κίνηση εξαιρετική. Και ήταν, υπό την έννοια ότι αποτελούσε μια κίνηση ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι η προνοητικότητα δεν είναι αρκετή για να αποδειχθεί επιτυχημένη μια μεταγραφή. Χρειάζεται να λειτουργήσουν κι άλλες παράμετροι, οι οποίες συχνά είτε μας διαφεύγουν είτε αποσιωπούνται. Πάρα πολλές φορές, ιδίως στην Ελλάδα, οι ομάδες αγοράζουν ποδοσφαιριστές επειδή τους θεωρούν «ευκαιρίες», ανεξαρτήτως αν μπορούν να καλύψουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες ανάγκες.

Αυτό που ήταν και συνεχίζει να αποτελεί μια μεγάλη πληγή στη μεταγραφική πολιτική των ελληνικών ομάδων είναι η αποσπασματική άποψη για τη μεταγραφική αγορά, η σχεδόν ολοκληρωτική εξάρτηση των ομάδων από διάφορους μάνατζερ, η έλλειψη οργανωμένων τμημάτων σκάουτινγκ και μία κάπως «νεφελώδης» -για να το γράψω κομψά- αντίληψη των παραγόντων γι' αυτό που ονομάζεται «αγωνιστικός σχεδιασμός». Ενα από τα πρώτα ερωτήματα που οφείλουν να απαντηθούν πριν από την πραγματοποίηση μιας μεταγραφής είναι ο βαθμός κάλυψης μιας συγκεκριμένης ανάγκης. Μετά ακολουθεί η σχέση κόστους της μεταγραφής και χρονικής διάρκειας του συμβολαίου, όπως και το ενδεχόμενο της μεταπωλητικής αξίας του ποδοσφαιριστή που αποκτά μία ομάδα. Ειλικρινά, τις περισσότερες φορές δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο σκεπτικό οι ελληνικές ομάδες κάνουν τις μεταγραφικές τους κινήσεις. Ποιος ο λόγος, για παράδειγμα, να αποκτήσεις έναν Βραζιλιάνο αμυντικό που αγωνιζόταν σε ομάδα του κορεατικού πρωταθλήματος, βρε αδερφέ;

Πρόκειται για τόσο καλό ποδοσφαιριστή που μπορεί να αποκτηθεί σε συμφέρουσα τιμή; Και πώς δεν τον εντόπισαν ή δεν ενδιαφέρθηκαν γι' αυτόν ομάδες από καλύτερα πρωταθλήματα και με καλύτερη οικονομική κατάσταση; Μήπως πρόκειται για την «πάσα» ενός μάνατζερ που θα ωφεληθεί ο ίδιος και πιθανότατα και κάποιος μεσάζων που θα πάρει τη μίζα του; Στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι πάμπολλες οι ιστορίες μεταγραφικής τρέλας, τις οποίες μπορεί τώρα να τις διηγούμαστε και να γελάμε, αλλά κάποιοι έβγαλαν πολύ χρήμα, φέρνοντας στην Ελλάδα ποδοσφαιριστές «τελειωμένους» ή «πρώην» ποδοσφαιριστές ή επαγγελματίες που ήθελαν να κάνουν μια καλή αρπαχτή. Υπάρχουν δύο παράμετροι που πρέπει οι φίλαθλοι να έχουν υπόψη τους σε ό,τι αφορά τις μεταγραφές.

H πρώτη είναι ένα οργανωμένο τμήμα σκάουτινγκ που εντοπίζει τους στόχους, τους παρακολουθεί και που όταν κινηθεί η ομάδα για να τους αποκτήσει, θα φροντίσουν για την ομαλή ένταξη του ποδοσφαιριστή στο νέο του περιβάλλον. Ιδιαίτερα δε όταν πρόκειται για ποδοσφαιριστές που έρχονται από τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα από το ευρωπαϊκό, ακόμα και μέσα στο οποίο μπορούν να εντοπιστούν σοβαρές διαφορές. Διάβαζα πριν από λίγο καιρό τις προσπάθειες που έκαναν οι άνθρωποι της Μάντσεστερ για να βοηθήσουν τον Βίντιτς, έναν Σέρβο που αγωνιζόταν στο ρωσικό πρωτάθλημα, να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του αγγλικού ποδοσφαίρου. Βλέπετε, δεν είναι μόνο ο τρόπος που κάποιος μπορεί να ανταποκριθεί στις αγωνιστικές του υποχρεώσεις, αλλά και ο τρόπος και ο χρόνος που απαιτούνται για να προσαρμοστεί και στην πραγματικότητα της χώρας στην οποία μετακινείται. Ακόμα και το φαγητό μπορεί να αποδειχθεί πολύ σημαντική υπόθεση. Φανταστείτε έναν Γκανέζο ή έναν Ασιάτη και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα χαρακτηριστικά της αγγλικής ή της γερμανικής κουζίνας, για παράδειγμα, έστω κι αν οι ethnic κουζίνες μπορούν να βρεθούν παντού.

Η δεύτερη παράμετρος έχει να κάνει με αυτό που οι οικονομολόγοι των σπορ ονομάζουν spending power, το ποσόν δηλαδή που κάποιος μπορεί να ξοδέψει. Οι δυνατότητες των ελληνικών ομάδων, ακόμα και των μεγάλων, είναι περιορισμένες. Μια μικρομεσαία ομάδα της Πρέμιερσιπ, για παράδειγμα, μπορεί να ξοδέψει περισσότερα από Ολυμπιακό και ΠΑΟ, αφού έχει και περισσότερα έσοδα από σπόνσορες, εισιτήρια και τηλεοπτικά δικαιώματα. Ετσι, είναι φυσικό οι ελληνικές ομάδες να αναζητούν είτε ελεύθερους ποδοσφαιριστές είτε δανεικούς, αφού δεν είναι εύκολο να διεκδικήσουν ποδοσφαιριστές μεγάλης αξίας. Στο συλλογικό οπαδικό υποσυνείδητο ο πλούσιος πρόεδρος, αν πρόκειται για προέδρους όπως ο Βαρδινογιάννης ή ο Κόκκαλης, μπορεί να ξοδέψει όσα θέλει ο οπαδός. Μόνο που αυτές οι εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Οι ομάδες, τώρα, μεταβάλλονται σε επιχειρήσεις που «μαθαίνουν» να τα βγάζουν πέρα οικονομικά χωρίς έξωθεν ενισχύσεις.

Οι ελληνικές ομάδες, πάντως, που δεν διαθέτουν ακόμα οργανωμένα τμήματα σκάουτινγκ, είναι πιο ευπαθείς στις πιέσεις και τις προτάσεις των μάνατζερ. Εκείνο που είναι για γέλια, πολλές φορές, είναι τα περίφημα ταξίδια-αστραπή που κάνουν κάποιοι απεσταλμένοι ελληνικών ομάδων για να δουν μεταγραφικούς στόχους. Με ένα ή έστω δύο παιχνίδια ενός ποδοσφαιριστή, ο οποίος μπορεί και να γνωρίζει ότι αποτελεί μεταγραφικό στόχο, πόσο ασφαλή μπορεί να είναι τα συμπεράσματα για την αξία του; Η ανάπτυξη των τμημάτων υποδομής, ο επαρκής σχεδιασμός και το προσεκτικό σκάουτινγκ μπορούν να αναπληρώσουν την περιορισμένη οικονομική δυνατότητα των ελληνικών ομάδων για καλές μεταγραφές. Διαφορετικά οι ομάδες θα καλύπτουν τις ανάγκες τους με μπαλώματα τον χειμώνα και εκπτώσεις το καλοκαίρι.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x