Ο Παναθηναϊκός δεν θα αποκτήσει τελικά τον Αντριάνο και ψάχνει κάποιον άλλον καλό παίκτη για να τον αποκτήσει δανεικό έως το καλοκαίρι. Ο ΠΑΟ έχει ως δανεικούς τον Ιβανσιτς και τον Μπόβιο.
Η ΑΕΚ έχει δανεικό τον Μαντούκα και, πιστεύοντας τα ρεπορτάζ, ψάχνει φόρμουλες για να αποκτήσει ως δανεικό κάποιον από τους Ρούμπιο, Βάργκας, Φονσέκα κ.ά. Στον Ολυμπιακό φυλλομετρούν μαργαρίτες για το αν θα πάρουν πίσω τον Ντ' Ακόλ. Οι δανεικοί είναι της μόδας, αλλά οι μόδες απλώς έρχονται και παρέρχονται, χωρίς να αφήνουν κάτι σπουδαίο.
Πριν από την εποχή του Μποσμάν οι ομάδες έδιναν ως δανεικούς μόνο ποδοσφαιριστές που προέρχονταν από τα φυτώριά τους. Το έκαναν για να τους δουν να αγωνίζονται σε πραγματικές συνθήκες και για να πάρουν παιχνίδια. Η πρακτική ήταν πολύ συνηθισμένη στην Αγγλία, αλλά όχι μόνο εκεί: η Γιουβέντους π.χ. έχει δώσει δανεικό τον Ντελ Πιέρο! Οταν ο Αλέξανδρος γύρισε, έχοντας παίξει ένα χρόνο με την Πάντοβα στη Serie B, ήταν άλλος άνθρωπος: είχαν φαρδύνει τα κόκαλά του από τις κλοτσιές. Ο ΠΑΟ είχε δώσει δανεικό τον Καραγκούνη στον Απόλλωνα: όταν ο Γιώργαρος γύρισε στην Παιανία έτρωγε σίδερα. Αλλοι καιροί.
Μποσμάν
Μετά την απόφαση Μποσμάν οι σχετικά πλούσιες ομάδες άρχισαν να αποκτούν δεκάδες παίκτες που δεν τους χρειάζονταν. Κατά βάση οι παίκτες αυτοί δεν ήταν τίποτα σπουδαίο: αν διαβάσετε το ρόστερ της Ιντερ θα σας πιάσει πονοκέφαλος –ακόμα νομίζω ότι έχουν τα δικαιώματα του Χούτου! Υπήρξαν πάντως και μεταξύ των δανειζόμενων καταπληκτικοί παίκτες. Η Μίλαν έχει «δανείσει» τον Πατρίκ Βιεϊρά και τον Τζιοβάνι Ελμπερ, όταν αυτοί ήταν δεν ήταν 21 χρόνων! Κανείς από τους δύο δεν επέστρεψε στο Μιλανέλο: ο Βιεϊρά κατέληξε στην Αρσεναλ και ο Ελμπερ φόρτωνε γκολ στην Μπουντεσλίγκα τους Γερμανούς γκολκίπερ με τη φανέλα της Μπάγερν Μονάχου για χρόνια. Γιατί αυτοί οι δύο δεν γύρισαν; Διότι και για τους δύο ο δανεισμός ισοδυναμούσε με μισή απόρριψη –δυστυχώς έτσι βλέπουν το πράγμα οι πιο πολλοί ποδοσφαιριστές.
Σέζαρ
Μιλούσα πριν από λίγο καιρό με ένα φίλο που ξέρει τους Βραζιλιάνους της Ελλάδας πολύ καλά και τον ρωτούσα για την παράξενη περίπτωση του Σέζαρ και τη «μεταμόρφωσή» του στον Ολυμπιακό. «Καμία μεταμόρφωση», μου είπε. «Ο Σέζαρ έπαιζε άσχημα μόνο τον καιρό που η Ρεάλ Μαδρίτης τον έδινε δανεικό δεξιά κι αριστερά. Οπου στέριωσε και υπέγραψε συμβόλαιο έπαιξε μια χαρά μπάλα».
Μυαλά
Κάθε ποδοσφαιριστής που αποκτάται είναι λίγο «λαχείο» -ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς περίπτωση θα προκύψει. Ομως ειδικά ο δανεικός είναι πολύ δύσκολο να σου βγει. Η περίπτωση να δεθεί με τον σύλλογο στον οποίο αγωνίζεται προσωρινά είναι πολύ μικρή και η ομάδα που τον έχει εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τα μυαλά που αυτός κουβαλάει. Θυμόσαστε τον Αλβες και τον Ασουνσάο; Και στους δύο η ΑΕΚ φέρθηκε άψογα, αλλά ο Ασουνσάο, που ήταν και καλύτερος παίκτης, έπειτα από ένα τρίμηνο πρόσεχε τα πόδια του και μετρούσε πότε θα περάσει ο καιρός για να πάρει μετάθεση. Ομως και ο Αλβες δεν έμεινε τελικά στην ΑΕΚ: παρά τους όρκους αγάπης και μολονότι τίμησε τα χρήματα που η ΑΕΚ του έδωσε, προτίμησε την επιστροφή στην Πορτογαλία.
Καλύτεροι
Λίγοι είναι οι δανεικοί οι οποίοι, μετά τον δανεισμό τους, γύρισαν στην ομάδα τους καλύτεροι. Ο Μοριέντες και ο Σαβιόλα, από τη στιγμή που η Ρεάλ και η Μπάρτσα τους πάρκαραν στη Μονακό και στη Σεβίλλη, κατάλαβαν ότι η καριέρα τους στους μεγάλους ισπανικούς συλλόγους τελείωσε. Το να πεις «πάω κάπου για να μεγαλουργήσω και να τους πείσω ότι μου φέρθηκαν άδικα» είναι εύκολο: είναι όμως πολύ δύσκολο να το κάνεις. Οταν δεν νιώθεις ότι κάπου θα ριζώσεις δύσκολα πολεμάς. Μπορεί να έχεις μια άψογη επαγγελματική συμπεριφορά, αλλά από καλούς επαγγελματίες είναι γεμάτος ο τόπος. Ηγέτες και πρωταθλητές θέλουν οι ομάδες κι αυτοί σπανίως δανείζονται.
Κίνητρο
Ο δανεικός που έρχεται στην Ελλάδα από ένα καλύτερο πρωτάθλημα δεν έχει σχεδόν κανένα κίνητρο, αφού νιώθει ότι το πέρασμά του από την ομάδα στην οποία τον πάρκαραν είναι μια κατάσταση προσωρινή. Οι πιο πολλοί από τους δανεικούς που ήρθαν αμφιβάλλω αν είδαν την Ελλάδα ως ευκαιρία για επαγγελματική καριέρα. Κάποτε ήρθε ως δανεικός στον Αρη ο Ελ Καρκουρί. Αγωνίστηκε με αξιοπρέπεια και ένα χρόνο μετά την επιστροφή του στην Παρί ο Ολυμπιακός του 'κανε πρόταση για να τον αποκτήσει: ούτε καν το συζητούσε! Ο δανεικός σπανίως νιώθει την υποχρέωση να κάνει κάτι παραπάνω για το νέο αφεντικό του: τις πιο πολλές φορές ο ελληνικός σύλλογος καλύπτει μέρος από το συμβόλαιό του και ο ποδοσφαιριστής αναγνωρίζει ως εργοδότη του τον πρόεδρο της ομάδας από την οποία προέρχεται. Ο δανεικός είναι σαν την γκόμενα που είναι κολλημένη με τον πρώην της: ακόμα και να τον βρίζει, τον σκέφτεται πιο πολύ από σένα.
Κέρδος
Δυσκολεύομαι να δω τι κερδίζει μια ομάδα που στηρίζεται σε δανεικούς. Αν ο παίκτης πάει καλά, η ομάδα που τον δάνεισε τον παίρνει πίσω και σου αφήνει ως κληρονομιά την γκρίνια της εξέδρας που σε κατηγορεί ότι έχασες τον παικταρά επειδή δεν ήθελες να πληρώσεις. Αν πληρώσεις το ποσόν που έχει προσυμφωνηθεί, και πάλι δύσκολα δημιουργείς ενθουσιασμό καλοκαιριάτικα, διότι απλώς κρατάς έναν καλό ποδοσφαιριστή που σε βοήθησε: η εξέδρα, η οποία πάντα κάτι περισσότερο περιμένει στις μεταγραφές, λέει ότι προσπαθείς πάλι να τη βγάλεις με τους ίδιους και τους ίδιους!
Γκρίνια
Δεν ξέρω τι μπορεί να πρόσφερε ο Αντριάνο αν ερχόταν στον ΠΑΟ, ξέρω τι θα άκουγε ο Τζίγκερ το καλοκαίρι -είτε τον κρατούσε είτε όχι- αν ο Παναθηναϊκός δεν έκανε κάτι φοβερό στο δεύτερο μισό της σεζόν. Δεν νομίζω ότι η γκρίνια που θα εισέπραττε λείπει από τον ΠΑΟ.
Αρωμα
Η πρώτη ταινία της χρονιάς που αξίζει τον κόπο να δει κανείς είναι «Το Αρωμα», όχι γιατί είναι κάνα αριστούργημα, αλλά γιατί διχάζει. Αυτοί που για την ώρα την έχουν δει ή τη χάρηκαν ή την έθαψαν: δεν ξέρω κανέναν που να την αντιμετώπισε αδιάφορα.
Για τους συνομηλίκους μου το βιβλίο του Πατρίκ Ζισκίντ είναι πολυαγαπημένο -το ανακάλυψαν όταν ήταν γύρω στα 17. Για πολλούς από μας που διαβάζαμε είναι το πρώτο παράξενο και ψαγμένο βιβλίο που έπεσε στα χέρια μας μετά τα κόμικ, τα αθώα παραμύθια του Ιουλίου Βερν, την «ηρωική» λογοτεχνία του Δουμά, του Ουγκό, του Μαρκ Τουέιν και τις υπαρξιστικές ιστορίες του Αντώνη Σαμαράκη και του Μενέλαου Λουντέμη. Μετά το «Αρωμα», ήρθε ο Κούντερα, τα αστυνομικά του Τσάντλερ στις εκδόσεις «Αγρα», ο Ντοστογιέφσκι, οι Ελληνες κλασικοί –και μετά χαθήκαμε ο καθένας στα μονοπάτια του. Το «Αρωμα» με τη μεθυστική γοητεία της ανάμνησής του είναι σαν έρωτας στο λύκειο: πιο πολύ μύθος παρά πραγματικότητα. Κάθε γενιά έχει ένα βιβλίο που τη χαρακτηρίζει: η δική μου είχε το μυθιστόρημα του Ζισκίντ, ο οποίος δεν έγραψε σχεδόν τίποτε άλλο της προκοπής. Καλύτερα έτσι.
Η ταινία είναι προφανώς δύσκολο στοίχημα. Οποιος τη βλέπει αναζητεί μανιωδώς το βιβλίο, δηλαδή τα χρόνια της εφηβείας του. Οποιος δεν έχει διαβάσει το βιβλίο επειδή είναι μικρότερος από 30 χρόνων ή μεγαλύτερος από 40 και δεν έτυχε να ζήσει τον πυρετό της κυκλοφοριακής επιτυχίας του, μπορεί να μείνει έκπληκτος από το εύρημα ή να το θεωρήσει μια μπούρδα: η κρίση του δεν έχει και τόση σημασία, διότι στην προκειμένη περίπτωση η ταινία δεν τον αφορά –ανήκει μόνο σ' εκείνους που από το λογοτεχνικό «Αρωμα» κάποτε μαγεύτηκαν.
Γι' αυτούς τους συνομηλίκους γράφω αυτές τις γραμμές. Οχι για να τους συμβουλέψω να δουν το φιλμ, αλλά για να τους παροτρύνω να ξαναδιαβάσουν το βιβλίο τώρα. Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια αργότερα το κείμενο του Ζισκίντ διαθέτει μια δροσιά που θα μας θυμίσει πραγματικά την εφηβεία μας: συνομήλικοι, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Είμαστε η πρώτη γενιά που έμαθε να εκτιμάει την αμαρτία που λέγεται απόλαυση χωρίς το παραμικρό κόμπλεξ. Στο βιβλίο του Ζισκίντ μπορεί να καταλάβουμε το γιατί. Η ταινία απλώς θα πορευτεί τον δρόμο της...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






