Παλαιότερες

Μάνατζερ, τεχνικοί διευθυντές και λεφτά με ουρά (SportDay / Χρίστος Χαραλαμπόπουλος)

Στην Ελλάδα –και ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο– οι μόδες δημιουργούνται ξαφνικά. Και, έτσι όπως δημιουργούνται, τις πιο πολλές φορές εξαφανίζονται. Πριν από τα Χριστούγεννα είχαμε τη μόδα του μπάτζετ, μετά τη μόδα με τους νεαρούς ποδοσφαιριστές και τελευταία τη μόδα των τεχνικών διευθυντών. Σε ένα ποδόσφαιρο όπως το ελληνικό, με τις μεγάλες ελλείψεις στις υποδομές και την παιδεία, στο οποίο σχεδόν πάντα το κουμάντο στις ομάδες το κάνει «ο πανταχού παρών και τα πάντα γνωρίζων πρόεδρος», είναι απορίας άξιον το πώς θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ο ρόλος του τεχνικού διευθυντή. Ενας ρόλος που πάνω απ' όλα απαιτεί πρωτοβουλία δράσης και γρήγορη σκέψη, ιδιότητες που επιτρέπεται να έχει μόνον ο πρόεδρος.
Επειδή η θέση και οι απαιτήσεις της μας είναι άγνωστες, ας δούμε τι συμβαίνει κάπου αλλού. Σε ένα παιχνίδι στο οποίο οι πολύ καλοί ποδοσφαιριστές κερδίζουν πάνω από 7 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο και οι μάνατζερ βγάζουν προμήθεια από μια καλή μεταγραφή 1,5 εκατομμύριο ευρώ, οι διευθυντές των ποδοσφαιρικών ομάδων, με δεδομένη και τη δουλειά που κάνουν, πληρώνονται πολύ καλά, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για το «ακριβότερο» πρωτάθλημα της Ευρώπης.

Μια πρόσφατη έρευνα για τους καλύτερα αμειβόμενους διευθυντές ποδοσφαιρικών ομάδων στην Αγγλία έδειξε πως από τους 20 καλύτερα αμειβόμενους οι 6 πληρώνονται με περισσότερες από 750 χιλιάδες ευρώ τον χρόνο (συμπεριλαμβανομένων πριμ και διάφορων μπόνους), ενώ μόλις τέσσερις έχουν αμοιβές που ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο 350 χιλιάδες ευρώ. Στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκεται, φυσικά, ο Πίτερ Κένιον, ο εκτελεστικός διευθυντής της Τσέλσι, με απολαβές που φτάνουν τα 3 εκατομμύρια 850 χιλιάδες ευρώ, και τον ακολουθεί ο Ντέιβιντ Γκιλ, που του πήρε τη θέση στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο Γκιλ για 11 μήνες δουλειάς το 2005 πήρε 1,5 εκατομμύριο ευρώ, ενώ από τον Οκτώβριο του έγινε αύξηση και θα παίρνει γύρω στα 2,2 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.

Αν, μάλιστα, συγκριθούν οι αμοιβές τους με τις αμοιβές των διευθυντών άλλων ιδιωτικών εταιρειών, σύμφωνα με τον κατάλογο που δημοσιοποιεί κάθε χρόνο το Chartered Management Institute and Remuneration Economics, φαίνεται ότι οι διευθυντές των ποδοσφαιρικών εταιρειών στο νησί πληρώνονται πολύ καλύτερα. Για παράδειγμα, η αμοιβή του Γκιλ στη Γιουνάιτεντ αντιστοιχεί σε μια εταιρεία της οποίας ο τζίρος είναι γύρω στο 1 δισ. 250 εκατομμύρια στερλίνες τον χρόνο. Ομως, πέρυσι ο τζίρος της Γιουνάιτεντ, που ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλης αγγλικής ομάδας, δεν ξεπέρασε τα 240 εκατομμύρια ευρώ, αν θυμάμαι καλά.
Ο κόσμος των επιχειρήσεων, φυσικά, δεν διακρίνεται για τη μετριοπάθειά του, αλλά οι αμοιβές των διευθυντών ξεφεύγουν από κάθε λογική, με δεδομένο ότι, όπως καταγγέλλουν τα εργατικά συνδικάτα στην Αγγλία, την περασμένη χρονιά οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών αυξήθηκαν σε ποσοστό 14%, την ώρα που οι εργατικές αμοιβές αυξήθηκαν κατά μόλις 3,8%. Ο μακαρίτης Κένεθ Γκαλμπρέιθ, στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «Τα οικονομικά της αθώας απάτης», στο οποίο παρατηρεί ότι οι μεγάλες πολυεθνικές που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία δεν ελέγχονται από κανέναν, κάνει μερικά πολύ ενδιαφέροντα σχόλια για τις αμοιβές των υψηλά ιστάμενων διευθυντικών στελεχών.

Ο Ρικ Πάρι της Λίβερπουλ, πάντως, είδε πέρυσι την αμοιβή του να αυξάνεται κατά 12,6% και να διαμορφώνεται στις 607 χιλιάδες ευρώ. Και να σκεφθεί κανείς ότι τέσσερα χρόνια πριν η υψηλότερη αμοιβή δεν ξεπερνούσε τις 600 χιλιάδες ευρώ και, εντούτοις, θεωρούνταν υπερβολικά υψηλή. Ενας λόγος που «δικαιολογεί» τις πολύ υψηλές αμοιβές είναι η πίεση και η πολυπλοκότητα της δουλειάς τους, αλλά στους περισσότερους ανθρώπους η ενασχόληση με μία ποδοσφαιρική ομάδα θα φανεί ένας πολύ ευχάριστος τρόπος για να κερδίζει κάποιος τα προς το ζην.

Οι διευθυντές ή τεχνικοί διευθυντές των συλλόγων είναι οι βασικοί «υπεύθυνοι» για την καλή λειτουργία των συλλόγων και οι αρμοδιότητές τους περιλαμβάνουν πολύ περισσότερα πράγματα από τους πιθανούς μεταγραφικούς στόχους, όπως νομίζουν κάποιοι. Ο Βαλντάνο κάποτε έκανε μεγάλη φασαρία επειδή στα αποδυτήρια της Ρεάλ δεν υπήρχε ζεστό νερό, ενώ έλειπαν και τέσσερις πετσέτες με το λογότυπο του συλλόγου!

Η νέα τακτική του Βενγκέρ

Ο προπονητής της Αρσεναλ σε όσους δεν τον γνωρίζουν καλά δίνει συχνά την εντύπωση ενός εγωιστή και μονομανούς ανθρώπου. Ενός «κολλημένου». Η εντύπωση αυτή είναι, φυσικά, λαθεμένη, αλλά έχω πειστεί ότι εξυπηρετεί αφάνταστα τον τεχνικό των «κανονιέρηδων». Ο Βενγκέρ ως άνθρωπος είναι κλειστός και δυσπρόσιτος. Είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του με μια εμμονή σχεδόν φανατικού θρησκόληπτου. Ισως αυτός να είναι και ένας τρόπος για να μένει συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει και να αποδυναμώνει τις έξωθεν παρεμβάσεις.

Από την εποχή που ήρθε στο Λονδίνο, πριν από 11 χρόνια, έμοιαζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ηταν ένας άνθρωπος τελείως ασύμβατος με το αγγλικό ποδόσφαιρο. Τουλάχιστον, έτσι έδειχναν τα πράγματα στην αρχή. Ο Αλσατός κατάφερε να περάσει στην αγγλική ποδοσφαιρική πραγματικότητα όλες εκείνες τις ιδέες που είχε και τις οποίες οι Αγγλοι έβλεπαν με μεγάλη δυσπιστία. Με το πέρασμα του χρόνου ο Βενγκέρ αποδείχτηκε κάτι πολύ περισσότερο από ένας απλός προπονητής. Ενας άνθρωπος με φιλοσοφία και άποψη για το ποδόσφαιρο, που πολλές φορές προκαλεί, όπως για παράδειγμα όταν υποστηρίζει ότι οι εθνικές ομάδες παίζουν πολύ βαρετό ποδόσφαιρο χωρίς μέλλον και πως θα πρέπει τόσο η ΦΙΦΑ όσο και η ΟΥΕΦΑ να στηρίξουν το ποδόσφαιρο των συλλόγων.

Ο Αλσατός την πρώτη δεκαετία του στον πάγκο της Αρσεναλ έφτιαξε μια ανταγωνιστική ομάδα κάνοντας μεταγραφές έτοιμων ποδοσφαιριστών. Τώρα έχει αλλάξει τη συνταγή. Αναζητεί και αποκτά νεαρούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, που τους «δουλεύει» στις ακαδημίες του συλλόγου και τους προωθεί σταδιακά στην πρώτη ομάδα. Το περασμένο Σάββατο μπορεί να έχασε το Κύπελλο από την Τσέλσι, αλλά η πλειονότητα των ποδοσφαιριστών που χρησιμοποίησε σε όλον τον δρόμο του Κυπέλλου ήταν νέοι, που είναι πλέον έτοιμοι για την πρώτη ομάδα.

Ο Βενγκέρ είναι ένας ανήσυχος άνθρωπος, που, όπως λένε οι φίλοι του, ποτέ δεν κοιμάται. Και αυτή την ιδιότυπη «αϋπνία» την εκμεταλλεύεται στο έπακρον η Αρσεναλ, που φτιάχνει μια νέα, μεγάλη ομάδα με χρονικό ορίζοντα 6-8 χρόνων, ίσως και περισσότερο, με δεδομένο ότι οι οικονομικές δυνατότητες του συλλόγου, με το καινούργιο γήπεδο, είναι πολύ μεγαλύτερες.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x