Στο θέμα, είμαι βέβαιος ότι αν υπήρχε καλή πρόταση το ελληνικό κράτος θα το σκεφτόταν ακόμα και να σηκώσει πινακίδες στην Ακρόπολη. Οπότε, αν μια μάτριξ πινακίδα με κόκκινα φώτα, όπως αυτά που κοσμούν τις προσόψεις των παλιών βιντεάδικων –«Ενα ευρώ η ταινία την εβδομάδα»–, σε καλωσορίζει στον Μαραθώνα με τη φράση «Καλώς ήλθατε στον Μαραθώνα», κάτι παρόμοιο και πρωτότυπο δεν μπορώ να πω ότι με σοκάρει. Ούτως ή άλλως, από το 2003 και μέχρι σήμερα μία λάμπα καλή, μία λάμπα καμένη η ταμπέλα υπάρχει στην ίδια θέση για να μας θυμίζει ότι η αντοχή του Φειδιππίδη είχε τέλος, αλλά η κακουγουστιά είναι άπατο βαρέλι. Στο θέμα, όμως, της κακογουστιάς συνδυασμένης με σουρεαλισμό η Εκκλησία δεν σταματάει να με εντυπωσιάζει.
Εξω από το Καπανδρίτι, λαξεμένη και ένθετη στον βράχο, χτίζεται μια εκκλησία, αφιερωμένη άγνωστο σε ποιον. Το εντυπωσιακό είναι ότι η εκκλησία είναι χτισμένη σε δύο επίπεδα, για τα οποία ο βράχος του βουνού μοιάζει να έχει καταστραφεί για να επιτραπεί η καφριά. Το εντυπωσιακότερο είναι ότι η εκκλησία έχει ένα όμορφο καρμέν φυσικό χρώμα που της δίνει την αίσθηση του αρχηγείου του Τζερόνιμο, του αρχηγού των Απάτσι. Το συγκλονιστικό, όμως, είναι ότι η εκκλησία βρίσκεται στη μέση του πουθενά. Στα 100 μέτρα δεν υπάρχει ούτε σπίτι, ενώ το χωριό βρίσκεται πολύ μακρύτερα. Σε ποιους, λοιπόν, απευθύνεται αυτός ο ναός; Σε κάποιους μυστήριους που στις τελετουργίες θα πηγαίνουν πρώτα στην εκκλησία της ενορίας τους και μετά θα πηγαίνουν και στον συγκεκριμένο ναό για διασκέδαση after;
Αντίθετα με την εκκλησία του Αγίου Τζερόνιμο, το κωπηλατοδρόμιο του Σχινιά για πρώτη φορά μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 λειτουργούσε. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, κάποια παιδιά καθισμένα στο χορτάρι άκουγαν τις οδηγίες του προπονητή τους και δύο κοπέλες που μετέφεραν ένα ψυγειάκι όταν τις ρώτησα με πληροφόρησαν ότι στο κωπηλατοδρόμιο προπονείται η Εθνική Ελλάδας αλλά και ομάδες. Γεγονός παρήγορο αλλά και θλιβερό όταν παρατηρείς τον υπόλοιπο χώρο και την αδυναμία να διατηρηθούν τα Ολυμπιακά ακίνητα που μας κληροδότησαν οι αγώνες του 2004. Το γρασίδι φυτρώνει ανάμεσα στις πλάκες, η πόρτα των αποδυτηρίων κρέμεται στον ένα της μεντεσέ και δωμάτια με ταμπελίτσες «Αστυνομία» και «Επικοινωνίες» θυμίζουν ότι σκάσαμε τα κέρατά μας για μια διοργάνωση των 15 ημερών χωρίς να προνοήσουμε τι θα κάνουμε με τους Ολυμπιακούς «λευκούς ελέφαντες» στο μέλλον. Και, κλείνοντας, ξέρετε από πού βγαίνει η αγγλική έκφραση «λευκός ελέφαντας» για κάτι που είναι μεγαλειώδες αλλά παντελώς άχρηστο; Από την Ταϊλάνδη, που ο βασιλιάς της δώριζε στους εκλεκτούς του ένα λευκό ελέφαντα. Τον οποίο ο παραλήπτης δεν μπορούσε ούτε να σκοτώσει ούτε να τον βάλει να δουλέψει και τον παρακολουθούσε να τρώει και να κοπρίζει για την υπόλοιπη ζωή του.
Οι πινακίδες στις ελληνικές εθνικές οδούς χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στις «7» και τις «13». Στα 30 χιλιόμετρα που έκανα για να ταξιδέψω από την Αθήνα στον Mαραθώνα δεν υπήρξε ούτε μία πινακίδα της Tροχαίας που να μην έχει ένα αυτοκόλλητο σήμα club της «Θύρας 7» ή της «Θύρας 13. Eνα από αυτά τα clubs που υποτίθεται ότι αγωνίζονται για το κοινωνικό καλό, διοργανώνοντας αιμοδοσίες και εράνους υπέρ αναξιοπαθούντων συμπολιτών μας. Και το ένα αυτοκόλλητο που γράφω είναι για να μη γίνω υπερβολικός. Στις περισσότερες πινακίδες υπάρχουν δύο ή τρία αυτοκόλλητα, ενώ σε μία που δείχνει την κατεύθυνση, νομίζω προς την αττική οδό, ο αριθμός είναι διψήφιος. Το «νομίζω» το γράφω επειδή η πινακίδα έχει σχεδόν καλυφθεί.
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην πίσω πλευρά των πινακίδων αναγράφεται ότι η καταστροφή τους επιφέρει ποινή φυλάκισης δύο ετών. Βέβαια, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι πρακτικά αδύνατον να πιάσεις κάποιον που κολλάει αυτοκόλλητα στις πινακίδες. Θα συμφωνήσω, μόνο που αυτό δεν αφαιρεί τη δυνατότητα της Αστυνομίας να προσπαθεί να βρει τον κάποιον. Ο τρόπος είναι απλός. Οταν η Αστυνομία βλέπει αυτοκόλλητα κολλημένα στις πινακίδες, δεν έχει παρά να επισκέπτεται τα γραφεία των συνδέσμων στους οποίους ανήκουν. Οταν είναι αδύνατον να αποδειχθεί ότι τα αυτοκόλλητα κολλήθηκαν από μέλη του συνδέσμου, δεν πειράζει να γίνεται μια έρευνα. Ενδελεχής. Μέχρι και στα καζανάκια του συνδέσμου. Και όταν τελειώνει η έρευνα δεν πειράζει, επίσης, να καλείται ο υπεύθυνος του συνδέσμου να καταθέσει στον ανακριτή. Αν αυτό το πράγμα επαναληφθεί τρεις φορές, έχω ένα προαίσθημα ότι τα αυτοκόλλητα θα εξαφανιστούν από τις ταμπέλες. Και να προσθέσω ότι, αντίθετα με τη διοίκηση του Παναθηναϊκού, που όταν είδε το σήμα της να γίνεται πηγή κινδύνων για τους αυτοκινητιστές έβγαλε ανακοίνωση με την οποία καταδικάζει την πρακτική, η διοίκηση του Ολυμπιακού, με τη μνημειώδη ευαισθησία της, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να ασχοληθεί.
Να προσθέσω ότι η οποιαδήποτε έρευνα δεν μπορεί να βοηθηθεί από δημοσιογράφους. Διότι από τη στιγμή που ο δημοσιογράφος συνεργάζεται με την Αστυνομία οι πηγές του έχουν κάθε δικαίωμα να πάψουν να τον εμπιστεύονται. Μια διδακτική ιστορία.
Το 2005 μια ομάδα αναρχικών έκανε πορεία στο Σαν Φρανσίσκο. Στη διάρκεια της διαμαρτυρίας, στην οποία τραυματίστηκε ένας αστυνομικός στο κεφάλι, ο δημοσιογράφος Τζος Γουλφ, ο οποίος διατηρεί blog στο Ιντερνετ, τράβηξε φιλμ με πρόσωπα διαδηλωτών. Η Αστυνομία τού ζήτησε το αμοντάριστο φιλμ, αλλά αυτός αρνήθηκε, με τη λογική ότι το φιλμ τραβήχτηκε για δημοσιογραφικούς σκοπούς και από τη στιγμή που θα χρησιμοποιείτο για αστυνομικούς θα έχανε την εμπιστοσύνη των πηγών του. Το FBI τον πήγε στο δικαστήριο, ο Γουλφ καταδικάστηκε, έμεινε στη φυλακή 7,5 μήνες και βγήκε αφού συμφώνησε να μη δώσει το αμοντάριστο βίντεο στην αστυνομία, αλλά να το προβάλει στο Ιντερνετ. Ουσιαστικά μπορεί να μην έκανε διαφορά, αλλά σημειολογικά τουλάχιστον κράτησε τα προσχήματα ότι δεν συνεργάστηκε με την αστυνομία.
Μίλια μακριά από τη νοοτροπία των Ελλήνων δημοσιογράφων, που όχι μόνο προκηρύσσουν σταυροφορίες κατά των «κακών», αλλά όταν έχουν τη δυνατότητα δηλώνουν δημόσια ότι κατέχουν στοιχεία που είναι πρόθυμοι να τα καταθέσουν στον εισαγγελέα, αν κληθούν. Και τι θα γίνει τότε με τις δημοσιογραφικές καταγγελίες; Φυσικά θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά η λεπτή διαφορά είναι πως ό,τι στοιχείο θα μπορούσε να κατατεθεί στον εισαγγελέα ο δημοσιογράφος θα πρέπει να είναι πρόθυμος να το δημοσιοποιήσει για το κοινό. Για να τα κάνω πενηνταράκια όσον αφορά το πώς αντιλαμβάνομαι τη δεοντολογία, οι Αρχές δεν μπορεί να έχουν μεγαλύτερη πληροφόρηση από τον τελευταίο πολίτη. Εκτός αν σε αφορά δημοσιογραφικά, δεν μπορείς να πεις «αυτά τα στοιχεία βρίσκονται στα χέρια του εισαγγελέα και δεν μου επιτρέπεται να αναφερθώ».
Η μόνη εξαίρεση είναι αν το θέμα σε αφορά. Διότι αν έχεις απειληθεί ή σου έχουν επιτεθεί, σταματάς να έχεις τις δημοσιογραφικές δεσμεύσεις και έχεις τα δικαιώματα του κάθε Ελληνα πολίτη. Το σκεφτόμουν ακούγοντας ραδιόφωνο και χαζεύοντας στο Ιντερνετ.
Στο ραδιόφωνο, λοιπόν, εμφανίζεται μεσήλικας –από τον τόνο της φωνής– ακροατής, ο οποίος μετά το ματς με την Τουρκία λέει το εξής εκπληκτικό: «Και να σου πω το άλλο; Εγώ νομίζω ότι ο Αντώνης Νικοπολίδης στα τελειώματα της καριέρας του έφαγε τα γκολ που έφαγε από τους Τούρκους για να κάνει μια τελευταία μπάζα». Μίλαγε με τη φωνή του αυθεντικού γλίτσα, τη φωνή του κακεντρεχούς μικροαστού που αφού ρίχνει τη λάσπη προσθέτει: «Και δεν λέω ότι αυτό έγινε. Λέω ότι θα μπορούσε να γίνει». Ετσι, ρε παιδάκι μου, άνετα κι ωραία, χωρίς κανένα στοιχείο, να λέει κάποιος ότι ο τερματοφύλακας της Εθνικής πούλησε το ματς στους Τούρκους. Τώρα αν ο Νικοπολίδης κάνει μήνυση πηγαίνεις μάρτυρας κατηγορίας; Πηγαίνεις και πληρώνεις και το ταξί και δεν έχεις και κανένα πρόβλημα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, μια και δεν πρόκειται για προσωπική πληροφόρηση.
Ιδια περίπτωση και κάτι που διάβαζα σε ένα blog του Ιντερνετ. Κάποιος έγραφε ότι ο γιος μιας παρουσιάστριας ειδήσεων πιάστηκε για κατοχή ναρκωτικών και η μάνα του πήρε τον αξιωματικό του τμήματος για να μην τον βάλουν στο κελί, αλλά σε γραφείο. Δεν γράφω το όνομα της παρουσιάστριας και του blog, γιατί σε κανένα σημείο του κειμένου δεν αναφερόταν πώς το ήξερε αυτός που το έγραφε ή –αν το είχε αντιγράψει– ποια ήταν η πηγή του. Μπορώ, όμως, να διαβεβαιώσω ότι, από τα σχόλια κάτω από την ειδησούλα, οι περισσότεροι ήταν έτοιμοι να το πιστέψουν. Διότι υπάρχει και μια άλλη παράμετρος. Ο κόσμος λατρεύει να βλέπει τους διάσημους να δυστυχούν. Μπορώ να το διαβεβαιώσω από προσωπική εμπειρία.
Από τη μέρα που έχασα τη φωνή μου μέχρι να την ξαναβρώ, για κάθε ειλικρινή εκδήλωση ενδιαφέροντος για την υγεία μου υπήρξαν άλλα 10 ηδονοπονικά. Από αυτά που σε ρωτάνε «τι έχει πάθει η φωνή σας;» και το βλέπεις στη μούρη τους ότι ελπίζουν πως θα τους απαντήσεις «καρκίνο με τέσσερις μεταστάσεις». Ακόμα καλύτερα, ότι θα τους απαντήσεις «τίποτα», αλλά θα έχεις καρκίνο με τέσσερις μεταστάσεις για να μεταφέρεις σιωπηρά τον σταυρό του μαρτυρίου. Ετσι, ρε πούστη μου, για να νιώσουν καλύτερα στη μιζέρια τους, ότι τουλάχιστον έχουν την υγειά τους ενώ ο άλλος πεθαίνει.
Ειλικρινά, δεν φοβάμαι τόσο πολύ τον θάνατο. Ούτε καν την ταλαιπωρία. Μέσα στο κόλπο είναι και οι ζημιές και όταν συμβαίνουν το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να σκύβεις το κεφάλι, να δαγκώνεις το πουλάκι σου και να το παλεύεις. Αυτό που δεν αντέχω είναι αυτή η μικροαστική κακομοιριά: «Βλέπετε. Ηταν διάσημος, έβγαζε φράγκα, αλλά τι να κάνουμε, Καλλιόπη μου; Ολοι εκεί θα πάμε». Οχι, ρε Καλλιόπη, λέμε να το καθυστερήσουμε. Εν τω μεταξύ θα γίνομαι ακόμα πιο διάσημος, θα βγάζω ακόμα περισσότερα λεφτά και θα διαβάζω Ελευθεράτο για να μαθαίνω τι καριολιές ετοιμάζονται πάλι να κάνουν οι Αμερικάνοι και μόνο αυτός και οι Τραβόλτες τις πήραν πρέφα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






