Άκουγα τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών. Και μαγευόμουν από την απλοϊκότητα πολλών να προσπαθήσουν να μεταφράσουν την ελληνική πολιτική της αριστεράς και της δεξιάς σε μια χώρα που ο ρατσισμός είναι το μεγάλο αγκάθι. Οχι ο ρατσισμός με την έννοια του ανώτερου απέναντι στον κατώτερο, αλλά του γηγενή που προσπαθεί να υπερασπίσει τον τρόπο της ζωής του από εκατομμύρια μετανάστες που μετέφεραν τους δικούς τους τρόπους δίπλα του. Το σκεφτόμουν σε σχέση με το ταξίδι μου στην Ταϊλάνδη. Σε μια χώρα που με τα δυτικά δεδομένα κυβερνάται από μία χούντα με τις ευλογίες του βασιλιά, αλλά που με τα δεδομένα της Ταϊλάνδης κυβερνάται από ένα ευλογημένο βασιλιά με τη στήριξη του στρατού. Με το ταξίδι μου στην Ταϊλάνδη για μια ακόμα φορά θα μάθαινα ότι τα επτανησιακά κρασιά και οι πολιτικές απόψεις πρέπει να καταλώνονται στη χώρα παραγωγής τους.
Αντίθετα με την Ελλάδα, που η βασιλεία ποτέ δεν είχε βαθιές ρίζες, στην Ταϊλάνδη ο βασιλιάς έχει μυστικιστική σχεδόν υπόσταση. Αντιπροσωπεύει τη θέληση του ταϊλανδικού λαού για πρόοδο και ακόμα υπόνοια προσβολής στο πρόσωπο του αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα. Ενώ βρισκόμουν στην Ταϊλάνδη, το έγκλημα ενός μεθυσμένου Αγγλου να σχεδιάσει με ένα μαύρο σπρέι μουστάκια σε μια αφίσα του βασιλιά τιμωρήθηκε με 10 χρόνια φυλάκισης. Υπερβολή; Για τα ευρωπαϊκά μέτρα σίγουρα, μια ανεξάρτητη χώρα όμως έχει δικαίωμα να ορίζει τις ευαισθησίες της. Από τη στιγμή που δεν το κρύβει και εσύ αποφάσισες να την επισκεφθείς, υποχρέωσή σου είναι να σέβεσαι τις συνήθειες και τους νόμους της. Η Ταϊλάνδη μοιάζει στις καρδιές των κατοίκων της να είναι μοναρχία, που για τις δυτικές ευαισθησίες υποχρεώνεται να υποκρίνεται ότι είναι κοινοβουλευτική βασιλεία και η εντύπωση είναι ότι κανένας στρατιωτικός δεν θα τολμούσε να κινηθεί ενάντια στη θέληση του βασιλέα Μπουμιμπόλ.
Το να επέμβεις πολιτικά, στρατιωτικά ή οικονομικά σε μια χώρα δικαιολογείται σε ανθρωπιστικό επίπεδο, εάν ο λαός της καταπιέζεται και εξοντώνεται από μία ανεπιθύμητη ολιγαρχία. Οποιος μιλήσει με Ταϊλανδούς καταλαβαίνει ότι αυτό δεν ισχύει. Αυτό που ισχύει είναι η αλαζονεία της δυτικής δημοκρατίας να πιστεύει ότι ένα πολίτευμα που είχε δημιουργηθεί τον 5ο προ Χριστού αιώνα για μια κοινωνία 30 χιλιάδων προνομιούχων ανδρών, ισάριθμων καταπιεσμένων γυναικών και 100 χιλιάδων σκλάβων με ανύπαρκτα δικαιώματα είναι ιδανικό 2.500 χρόνια αργότερα στην άλλη άκρη της Γης. Πριν λοιπόν ξεκινήσουμε αγώνα για την επανόρθωση της δημοκρατίας στην Ταϊλάνδη, ας το σκεφτούμε μια ακόμα φορά. Μήπως υπάρχουν και άλλα μοντέλα διακυβέρνησης καλύτερα για άλλες χώρες; Και στο φινάλε έχουμε αρκετές χοντροκώλες και φρικιά για να γεμίζουμε το Σύνταγμα και να κάνουμε και εξαγωγές;
Σιχαίνομαι τις επετείους. Γιατί ανεξάρτητα με τη διάθεσή σου, ανεξάρτητα με το αν το προηγούμενο βράδυ κατέβαζες μισό κουβά μοχίτο, αν η επέτειος είναι της 25ης Μαρτίου, πρέπει να δηλώνεις συγκινημένος επειδή η αθάνατη κλεφτουριά πλακώθηκε με τους Τούρκους πριν από 180 χρόνια. Οι επέτειοι και οι γιορτές είναι συμβάσεις που άνθρωποι, οι οποίοι αδυνατούν να συγκινηθούν για τους εαυτούς τους, παραχωρούν το δικαίωμα σε άλλους για να τους υποδείξουν τον λόγο και τον τρόπο. Από αυτή την άποψη συμφωνώ απόλυτα με τους οπαδούς του Ολυμπιακού που αποδοκίμασαν την ομάδα τη στιγμή που κέρδιζε τον τίτλο. Επίσης, μπορώ να το καταλάβω, εάν πίστευαν ότι οι παίκτες του Ολυμπιακού μπορούσαν, αλλά βαριόντουσαν να παίξουν μπάλα στο ματς με την Κέρκυρα. Τρίτον, ο θεατής που πληρώνει εισιτήριο έχει δικαίωμα να απαιτήσει να σεβαστούν τα λεφτά του. Από εκεί και πέρα αρχίζει μια γκρίζα περιοχή, που τα κίνητρα των αποδοκιμασιών ξεκινούν από την κακομαθημένη συμπεριφορά και καταλήγουν στην ύποπτη.
Κακομαθημένη επειδή αυτό που είπε ο Τάκης Λεμονής είναι σωστό. «Καταλαβαίνουμε ότι κάποια πράγματα έχουν αξία όταν τα έχουμε χάσει». Ας το πάρω διαφορετικά. Ποιο ήταν το πιο συνηθισμένο αστείο που αφορούσε τους Ολυμπιακούς το 1995; Εκείνο που τελείωνε με την ατάκα ότι, επίσης, το εννιάχρονο γαυράκι που τελειώνει το Δημοτικό δεν έχει δει ποτέ πρωτάθλημα. Ηταν και το ανέκδοτο που ενοχλούσε περισσότερο... Γιατί το μέλλον μπορείς να το δημιουργήσεις, αλλά την ιστορία όχι. Στην εννιαετία ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει το Κύπελλο, τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, αλλά ο καημός ήταν το πρωτάθλημα.
Επίσης, οι αποδοκιμασίες στο Καραϊσκάκη έρχονταν από τους φανατικούς, αλλά κυρίως από τον χώρο των οργανωμένων. Ο οποίος είχε δείξει ότι περισσότερο από το μέλλον του Ολυμπιακού τον ενδιαφέρει το δικό του μέλλον, με τα συνθήματα να στρέφονται όχι κατά του Παναθηναϊκού αλλά κατά του Ορφανού και του Βουλγαράκη. Εναντίον των οποίων με θαυμαστή ενότητα οι σύνδεσμοι των οργανωμένων έχουν στραφεί, αποδεικνύοντας ότι οι σύνδεσμοι μπορεί να σκοτώνονται, αλλά κάτι πρέπει να υπάρχει που τους ενώνει. Το οποίο φυσικά δεν είναι «το συνδεσμιακό κίνημα», που ανάθεμα αν υπάρχει άνθρωπος να καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται και το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν κινδυνεύει. Οι σύνδεσμοι δεν θα κλείσουν. Τα μπλοκ εισιτηρίων θα σταματήσουν να δίνονται, από τα οποία συντηρούνταν τα κλαμπ. Κι ενίοτε οι αρχηγοί τους...
Τη διαμαρτυρία προς τη διοίκηση του Ολυμπιακού την καταλαβαίνω με το παραπάνω. Οταν οι οργανωμένοι έχουν σκοτωθεί και ο πρόεδρος της ομάδας φεύγει για Πάσχα δύο εβδομάδες στην Αμερική και η ομάδα έχει αποδοκιμαστεί και την επόμενη μέρα ο πρόεδρος και πάλι επισκέπτεται τα γραφεία της ομάδας για να συζητήσει οικονομικά αποκλειστικά θέματα, σημαίνει ότι είτε ο Σωκράτης Κόκκαλης βαρέθηκε είτε δεν σκοπεύει να βάλει λεφτά είτε ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς νιώθει ο κόσμος απέναντι στη διοίκηση και την ομάδα. Λίγο περισσότερο χειροκρότημα οι παίκτες άξιζαν να το εισπράξουν από την κερκίδα. Αν ήταν αδιάφοροι, πρέπει να ήταν πολύ καλοί παίκτες ώστε να εξασφαλίσουν τον τίτλο ουσιαστικά εδώ και μήνες. Αν ήταν άχρηστοι, άξιζαν το χειροκρότημα ακόμα περισσότερο, γιατί, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν το πρωτάθλημα, θα έπρεπε να υπερβάλουν εαυτούς. Ανεξάρτητα με το ότι το ξεφωνητό δείχνει μια υγιή αντίδραση της κερκίδας, που αντίθετα με αυτό που γράφεται εδώ και χρόνια, δεν θέλει μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και θέαμα.
Στον Παναθηναϊκό μετά τα πενταετή σχέδια μοιάζουν να προχωρούν σε μια φιλοσοφία «Θανάση». Οπου «Θανάσης» θα είναι ο νέος προπονητής, που ο μόνος λόγος που μοιάζει να εξετάζεται η πρόσληψή του είναι «για να σπάσει την γκαντεμιά», όπως θα έκανε ο Θανάσης στο τραγούδι του Ζαμπέτα. Γιατί πιθανόν να πρέπει να φύγει ο Βίκτορ Μουνιόθ, αλλά, πριν φύγει, είναι λογικό να εξεταστεί σε τι απέτυχε και φεύγει; Ο Μαλεζάνι ήταν καψούρης με την Μαλεζάναινα, ο Μπάκε ήταν κοπρίτης στην προετοιμασία, ο Μουνιόθ τι είναι και πρέπει να φύγει; Είναι μαλακός, σκληρός, τεμπέλης, αντιπαθής, εμπαθής, ραιβοσκελής ή μυώδης; Και εάν δεν είναι τίποτα από τα ανωτέρω, τι έχει στραβό ο άνθρωπος και ακούγεται ότι θα αποχωρήσει; Εκτός αν καταλήξουμε ότι ο Ισπανός είναι γκινιόλης, όπου τότε πάμε στην κατηγορία βασκανίες και μαγγανείες και ο Παναθηναϊκός δεν ψάχνει για ικανό προπονητή, αλλά για γουρλή, πράγμα δύσκολο να εκτιμήσεις, αν δεν έχεις γεννηθεί στην Αγία Βαρβάρα.
Για τον Ντούσαν Μπάγεβιτς δεν ξέρω αν είναι γουρλής, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι δύσκολα θα τον δεχτούν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού στον πάγκο της ομάδας τους. Νομίζω ότι ψυχολογικά οι Παναθηναϊκοί δεν θα δέχονταν στον πάγκο τους τον Μπάγεβιτς, γιατί τους ενοχλεί να ντύνονται με τα αποφόρια άλλων. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ο Παναθηναϊκός στην ιστορία του δεν έχει πάρει προπονητή που να κάθισε στον πάγκο του Ολυμπιακού. Αντίθετα, ο Ολυμπιακός έχει πάρει προπονητές που δούλεψαν στον Παναθηναϊκό. Τώρα, σε περίπτωση που ο Μπάγεβιτς πάει στον Παναθηναϊκό, οι οπαδοί του θα πρέπει να αποδεχτούν κάποιον που κάθισε όχι μόνο στον πάγκο του Ολυμπιακού αλλά και του ΠΑΟΚ και της ΑΕΚ παίρνοντας τίτλους με κάθε προαναφερθείσα ομάδα. Κομμάτι βαρύ για τον παραδοσιακό οπαδό του Παναθηναϊκού, ο οποίος πιστεύει ότι η ομάδα του φτιάχνει προπονητές και όχι το αντίστροφο.
Αν όμως ο Παναθηναϊκός χρειάζεται κάτι, είναι κοινή ποδοσφαιρική λογική. Ελάχιστοι θα θυμούνται ότι η πρώτη αναταραχή στον Παναθηναϊκό υπήρξε μετά το ματς με τον Ολυμπιακό, όταν ο Βέλιτς στα αποδυτήρια ανακοίνωσε πριμ που θα απορροφούσε ένα προηγούμενο πρόστιμο και θα δινόταν αν η ομάδα νικούσε στα δύο επόμενα ματς. Θέλεις, ρε παιδάκι μου, να δώσεις πριμ; Δώσε το και τελείωνε. Δεν θέλεις; Μη λες τίποτα. Η παλιά λογική του προέδρου που κατεβαίνει στα αποδυτήρια, με τους παίκτες να φωνάζουν «Πες τον αριθμό, πρόεδρε» είναι πιο αποτελεσματική από το να δίνεις ένα πριμ και για να καταλάβει ο παίκτης τι θα πάρει να χρειάζεται ειδικό στα ομόλογα. Στη νοοτροπία βρίσκεται το πρόβλημα του Παναθηναϊκού. Στη νοοτροπία και γι' αυτό είναι πολύ δύσκολο να διορθωθεί.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






