Ο κόσμος του Παναθηναϊκού, όταν αναφέρεται στην οικογένεια Βαρδινογιάννη, μετρά τη σχέση της μαζί του από το 1980. Στην πραγματικότητα, ο τρόπος διοίκησης του Τζίγκερ δεν έχει καμία σχέση με αυτόν του Γιώργου Βαρδινογιάννη ή του Αγγελου Φιλιππίδη. Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης είναι ένας νέος ιδιοκτήτης, αλλά αυτό ο κόσμος δεν το μετρά. Τον βλέπει περισσότερο ως συνεχιστή ή κληρονόμο μιας οικογενειακής επιχείρησης, παρά ως κάποιον που ανέλαβε με σκοπό να κάνει τομές με το παρελθόν. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ένα παράδοξο πρόβλημα: ο Τζίγκερ μοιάζει κορεσμένος διοικητικός ηγέτης την ώρα που ακόμα δεν έχει αρχίσει καλά καλά τη δουλειά του.
Στα σχεδόν τέσσερα χρόνια της ενεργής παρουσίας του στον ΠΑΟ, ο Τζίγκερ δείχνει ότι θέλει να αλλάξει τον ΠΑΟ που παρέλαβε. Δεν κρίνω πόσες από τις αποφάσεις του είναι σωστές –το έχω κάνει άλλες φορές. Απλώς καταγράφω τη διάθεσή του: αυτή την πρώτη τετραετία ο Γιάννης Βαρδινογιάννης προβληματίστηκε αρκετά για το πώς πρέπει να διοικήσει. Ο προβληματισμός αυτός είναι θεμιτός. Πλην, όμως, στην Ελλάδα, δυστυχώς, το είδος (ή και το ήθος) της διοίκησης δεν μοιάζουν να απασχολούν τον οπαδό. Αυτός θέλει απλώς να υποστηρίζει μια ομάδα που να κερδίζει, παίζοντας και την καλύτερη δυνατή μπάλα.
Διοίκηση
Ο Τζίγκερ δεν ψάχνει τρόπους επιβολής, προσπαθεί να ασκήσει διοίκηση. Πήρε έναν άγνωστο προπονητή, μόνο και μόνο γιατί ο μάνατζερ που τον πρότεινε δεν του ζητούσε να αποκτήσει και κάποιους συγκεκριμένους παίκτες. Αναφέρομαι στον Γιτζάκ Σουμ. Αυτό ο Αγγελος Φιλιππίδης δεν θα το έκανε ποτέ, ο δε Γιώργος Βαρδινογιάννης ούτε θα το σκεφτόταν. Τον προπονητή αυτόν τον πλαισίωσε με ένα τεχνικό διευθυντή, όπως ήταν τότε ο Βέλμιρ Ζάετς –κίνηση που επίσης δεν είχε συμβεί στον Παναθηναϊκό των παλιών ημερών. Ο Τζίγκερ ξόδεψε πολλά για προπονητές (ο Γιώργος Βαρδινογιάννης τους θεωρούσε απλώς απαραίτητους και αναλώσιμους) και στις επιλογές του Μαλεζάνι και του Μουνιόθ αυτό που μέτρησε ήταν η παιδεία τους. Τον Ιταλό τον στήριξε για δύο χρόνια παρά τη γκρίνια του Τύπου, τον δε Μουνιόθ σκέφτεται να τον αλλάξει, μολονότι ο Τύπος τον συμπαθεί. Ο Τζίγκερ δύσκολα διαμορφώνει άποψη από τις εφημερίδες (πράγμα που με τον Φιλιππίδη συνέβαινε), συνηθίζει να ακούει κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους (πράγμα που ο Καπετάνιος δεν έκανε), δίνει μεγάλα συμβόλαια (κόντρα σε μια πρακτική δέκα τουλάχιστον χρόνων, επιβεβλημένη από τον Βαρδή Βαρδινογιάννη, που έλεγε ότι ο ΠΑΟ δεν πρέπει να προκαλεί), κάνει μεταγραφές και γουστάρει και μεγάλα ονόματα – αν κρίνω από το περσινό πρέσινγκ στον Σαβιόλα.
Αποστάσεις
Η διαφοροποίηση του Τζίγκερ από τους προηγούμενους ισχυρούς ανθρώπους του ΠΑΟ φαίνεται και στον τρόπο που προσεγγίζει γενικά το ελληνικό ποδόσφαιρο. Πάλεψε την ιστορία του Βοτανικού, την ώρα που π.χ ο «Καπετάνιος» ποτέ δεν σκέφτηκε την ανάγκη να αποκτήσει ο ΠΑΟ γήπεδο. Αν ήθελε γήπεδο, τον καιρό που οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ έκαναν δημόσιες σχέσεις στη Λεωφόρο, θα το είχε φτιάξει. Ο Τζίγκερ δημιούργησε τη Σούπερ Λίγκα για να «ανοίξει» την αγορά του ελληνικού ποδοσφαίρου, έβαλε ταφόπλακα στην ΕΠΑΕ, και την ίδια στιγμή άφησε πίσω του κόσμο και κοσμάκη που έτρεξε για να του παράσχει υπηρεσίες. Δείχνει ότι ναι μεν τον ενδιαφέρουν τα θεσμικά, πλην όμως έχει γραμμένο στα παλιά του τα παπούτσια το παραγοντικό παιγνίδι, που εξασφαλίζει διαιτησίες, φίλους και οφέλη. Δεν μάζεψε τα ορφανά της «Παράγκας», αν και θα μπορούσε να το κάνει. Δεν έψαξε να βρει τρόπους να πάρουν οι κατάλληλοι άνθρωποι τα σωστά μεροκάματα και έφτασε σε σημείο να συνεργαστεί με τον Κόκκαλη, για να γίνει μια ειλικρινής αρχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Επαναλαμβάνω ότι δεν κρίνω την ορθότητα ή την αποτελεσματικότητα των επιλογών του. Απλώς τις απαριθμώ για να γίνει σαφές ότι η στρατηγική του Γιάννη Βαρδινογιάννη (με τα χιλιάδες λάθη) είναι μια στρατηγική ενός νέου ιδιοκτήτη, που, από αυτό που πρέσβευε ο ΠΑΟ, έχει πάρει αρκετές αποστάσεις.
Καθήκον
Αν υπήρχε λογική, ακόμα και αυτοί που θεωρούν καταραμένη την ώρα που η οικογένεια Βαρδινογιάννη απέκτησε τον ΠΑΟ θα έπρεπε να αναγνωρίζουν στον «νέο» ιδιοκτήτη της ΠΑΕ καλές προθέσεις. Ο Τζίγκερ ευλόγησε την απόκτηση του Κωνσταντίνου και του Σαλπιγγίδη, που είναι οι ακριβότερες μεταγραφές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, έδωσε στον Σόουζα, τον Κονσεϊσάο, τον Μπίσκαν, τον Βλάοβιτς τα μεγαλύτερα συμβόλαια που έχει πληρώσει ο ΠΑΟ στην ιστορία του και άλλαξε τη σφικτή οικονομική πολιτική του ΠΑΟ, που ήδη από το 1990 προκαλούσε στους οπαδούς γκρίνιες. Αυτοί ειδικά οι οπαδοί θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι μαζί του. Γιατί δεν είναι; Γιατί ο Τζίγκερ δεν έχει «ψύχωση» με νίκες. Τις θεωρεί αποτέλεσμα μιας γενικότερα καλής δουλειάς και όχι ιερό καθήκον, γι' αυτό και δεν έσπευσε να τις αγοράσει. Πολύ φοβάμαι ότι αυτό στο ελληνικό ποδόσφαιρο του καιρού μας είναι μια προσέγγιση που δεν βρίσκει υποστηρικτές –μοιάζει στρατηγική που δεν φέρνει σερί πρωταθλήματα.
Αποτέλεσμα
Δεν προσπαθώ να γράψω την απολογία του Τζίγκερ. Προσπαθώ, απαριθμώντας κάποιες κινήσεις, να κάνω κατανοητό το πρόβλημα. Το οποίο είναι απλό: η αλλαγή της στρατηγικής του ΠΑΟ, που ο Τζίγκερ έφερε, δεν εμπεριέχει ως τελικό σκοπό την επικράτηση στο πρωτάθλημα. Ο Τζίγκερ σκέφτεται την οργάνωση της εταιρείας, την τήρηση του επιχειρηματικού πλάνου (θυμάστε το «πενταετές»;) και την ανάγκη ύπαρξης μιας σοβαρής διοικητικής παρουσίας. Οταν π.χ, συνέδεσε το πριμ της νίκης στο Καραϊσκάκη με τις νίκες εναντίον του Εργοτέλη και του Ατρομήτου, ήθελε να κάνει κατανοητό στην ομάδα ότι δεν είναι το είδος του προέδρου που μοιράζει μπιχλιμπίδια, γιατί η ομάδα του νίκησε τον Ολυμπιακό. Ηθελε να επιβραβεύσει μια προσπάθεια κι όχι ένα αποτέλεσμα.
Λογική
Δεν μου προκαλούν εντύπωση οι αποτυχίες του στην Ελλάδα, που η κυρίαρχη λογική είναι ότι «αυτό που μετράει είναι μόνο το αποτέλεσμα». Αυτές είναι τελείως φυσιολογικές. Παρακολουθώ απλώς την ιστορία για να δω αν θ’ αλλάξει, αν δηλαδή θα συμβιβαστεί με τις λογικές του παρελθόντος, που σταθερά κερδίζουν. Για να κερδίσει ο Τζίγκερ ή πρέπει ν’ αλλάξει αυτός ή το ελληνικό ποδόσφαιρο. Δύσκολα και τα δύο…
Πορνό
Από τις πολλές επιστολές που δέχομαι στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο (karpetshow @yahoo.gr) αυτή του φίλου αναγνώστη, Δημήτρη, θέλω να τη μοιραστώ μαζί σας:
«Ακουγα τις προάλλες στον SuperΣΠΟΡ Fm αργά τη νύχτα κάποιον ακροατή να λέει ότι νιώθει άσχημα για τα DVD με πορνό περιεχόμενο που βάζουν ως προσφορά κάποιες αθλητικές εφημερίδες. Κι εμένα δεν μ’ αρέσει, αλλά μάλλον ο κόσμος που διαμαρτύρεται, δεν ξέρει σε τι εποχή ζούμε. Εξηγούμαι: Εργάζομαι σε ξενοδοχείο της πόλης και ενίοτε φιλοξενούμε και σχολεία στις τριήμερες και πενθήμερες εκδρομές που κάνουν. Απορώ πώς οι καθηγητές των μαθητών μπορεί να είναι τόσο πίσω από την εποχή και δεν καταλαβαίνουν με τι παιδιά έχουν να κάνουν. Τους βλέπω π.χ. να ζητούν να μαζευτούν γύρω από το πιάνο του ξενοδοχείο τα παιδιά για να τραγουδήσουν: η εκδήλωση έχει τέτοια γραφικότητα, που οι μαθητές γελούν μαζί τους, χάνοντας κάθε σεβασμό ή εκτίμηση.
Το χειρότερο παρ' όλα αυτά (και έρχομαι στο τηλεφώνημα που άκουσα στο ραδιόφωνο) είναι οι δικαιολογίες και αστειότητες, με τις οποίες προσεγγίζουν το φαινόμενο τσόντες στις εφημερίδες. Οταν ήμασταν πολύ μικροί, βρίσκαμε πεταμένα περιοδικά «Ταρατατά», «Μπαλαδόρο», «Ζάκουλα» κ.λπ. και τρέχαμε στο πάρκο να γελάσουμε με τις ιστοριούλες που είχαν μέσα. Σήμερα τα παιδιά αποκτούν δυστυχώς ή ευτυχώς (δεν ξέρω και δεν θέλω να εκφέρω άποψη) σεξουαλικές εμπειρίες ήδη από το γυμνάσιο. Σε εκδρομή από σχολείο της Νέας Φιλαδέλφειας στα δωμάτια μέσα παντού υπήρχαν προφυλακτικά και οι καμαριέρες (μάνες οι περισσότερες), όταν καθάριζαν, τραβούσαν τα μαλλιά τους. Οταν έκανα νυχτερινή βάρδια, το μισό ξενοδοχείο ήταν κάτω στο λόμπι γιατί το υπόλοιπο μισό ήταν επάνω στα δωμάτια «τραβώντας κουπί». Οταν κατέβαινε η πρώτη βάρδια με σημάδια στο λαιμό, η επόμενη ανέβαινε. Και θες να σου πω το χειρότερο; Ενα παλικάρι λέει σε μια κοπελίτσα: "Ησουν με τον τάδε πριν επάνω;" "Ναι!" "Χμ... τώρα είναι ο δείνα στο δωμάτιό μου, όταν τελειώσει, θες να πάμε μαζί;" ΑΜΕ!
Δεν ήταν το μοναδικό ζευγάρι που το έκανε αυτό, Αντώνη. Μάλιστα, ένας μαθητής μαγκιώρος μού κάνει, εκεί που καθόμασταν στον καναπέ: "Ετσι είναι, φίλε Δημήτρη, οι γυναίκες, μαθαίνουν να είναι εύκολες από πολύ μικρές". Μου τα έλεγε αυτά παιδί είκοσι χρόνια νεότερο από μένα κι εγώ σκεφτόμουν τον ακροατή, που σκανδαλίζεται, γιατί η "Ηχώ" βάζει τσόντες. Τι να πω...»
Τίποτα, τα πες όλα…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






