Αυτό που παρακολουθήσαμε στο πρώτο ημίχρονο του ντέρμπι στο ΟΑΚΑ το Σάββατο ήταν ότι ακριβώς είχαν παρουσιάσει οι δύο ομάδες από την αρχή του πρωταθλήματος.

Η θεωρία

Ο Νίκος Νιόπλιας παρουσίασε ένα σύνολο σε διάταξη 4-1-4-1, με την οποία έκανε το καλύτερο του φετινό ημίχρονο κόντρα στον ΠΑΟΚ, αλλά με εκπλήξεις όσον αφορά στα πρόσωπα. Η επιλογή του, προερχόμενου από τραυματισμό, Σεντρίκ Καντέ, για παρτνέρ του Ζαν Αλέν Μπουμσόνγκ στο κέντρο της άμυνας, μπορεί να εμπεριείχε ρίσκο ως προς τον βαθμό ετοιμότητας του, αλλά είχε λογική. Είναι ο πλέον γρήγορος από τους σέντερ μπακ του Παναθηναϊκού και απέναντι σε ταχυκίνητους ποδοσφαιριστές όπως ο Δαβίδ Φουστέρ και ο Κέβιν Μιραλάς είχε περισσότερες πιθανότητες να ανταποκριθεί καλά σε σχέση τον εκτός φόρμας και κακής ψυχολογίας Σαριέγι. Όσον αφορά στην απόφαση του να χρησιμοποιήσει στην ενδεκάδα τον Νταμιάν Πλεσί, αυτή είχε να κάνει με την… αγωνία του να βρει επιτέλους έναν ισορροπημένο κεντρικό χαφ, που θα μπορεί να συνεισφέρει τόσο στον ανασταλτικό όσο και στον οργανωτικό τομέα. Και ο Γάλλος είναι τέτοιου είδους ποδοσφαιριστής.

Από την άλλη μεριά, ο Ερνέστο Βαλβέρδε δεν αιφνιδίασε κανέναν. Τον βασικό κορμό τον έχει βρει εδώ και καιρό, όπως και την διάταξη. Επέμεινε λοιπόν στο 4-2-3-1 χρησιμοποιώντας τον, πρωτάρη σε ντέρμπι, Φετφατζίδη δεξιά αντί του πολύπειρου Ντένις Ρόμενταλ. Απέναντι σε ανοιχτή άμυνα ο μικρός, αν και δεν είναι σε καμία περίπτωση ακραίος χαφ, μπορεί να κάνει πράγματα τα οποία ο Δανός δεν τα έχει. Να συγκλίνει δηλαδή προς τον άξονα για να γεμίζει τους χώρους, να κρατάει μπάλα και να την βγάζει γρήγορα στην κόντρα επίθεση. Η θεωρία, όπως και στην περίπτωση του Νιόπλια, ήταν σωστή. Η δεύτερη επιλογή του είχε να κάνει με την διατήρηση του Αριέλ Ιμπαγάσα σε ρόλο δεύτερου ανασταλτικού μέσου, κυρίως επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να «τσεκάρει» την κατάσταση του Ουρτάδο. Με απολύτως έτοιμο τον Ισπανό χαφ, ο Βαλβέρδε θα τον έριχνε πιθανότατα στη «μάχη».

Από τη θεωρία στην πράξη

Εκτός από την θεωρία λοιπόν και η πράξη ήταν μία από τα ίδια. Ο Παναθηναϊκός εμφανίστηκε με τα γνωστά προβλήματα στην ανασταλτική λειτουργία, την αγωνιστική πειθαρχία και την ανάπτυξη και ο Ολυμπιακός με την ταχύτητα στην κίνηση και τους αυτοματισμούς που βγάζει στο χορτάρι.

«Αόρατοι» ο Γκοβού και ο Κατσουράνης

Ο Σιντνέ Γκοβού ήταν να σα μην πάτησε ποτέ το γρασίδι δεξιά και επιπλέον ο Παναθηναϊκός δεν έπαιρνε καμία βοήθεια στον ανασταλτικό τομέα ούτε από τον Λάζαρο Χριστοδουλόπουλο στα αριστερά, ούτε από τον, αρνητικό, Κώστα Κατσουράνη στον άξονα. Όταν λοιπόν έχεις τέσσερις ποδοσφαιριστές, συμπεριλαμβανομένου και του Τζιμπρίλ Σισέ, μπροστά και όχι πίσω από τη μπάλα τότε ο οποιοσδήποτε αμυντικός σχεδιασμός πηγαίνει στο καλάθι των αχρήστων. Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, αγωνιζόμενος σε ρόλο «σκούπας», μπροστά από τα σέντερ μπακ και πίσω από τον Πλεσί και τον Κατσουράνη, έπαιξε τον ρόλο υποδειγματικά και ακολουθούσε την κίνηση του Φουστέρ στο πέναλτι, όποτε ο Μιραλάς τραβούσε τον Μπουμσόνγκ ή τον Καντέ μακριά από την περιοχή. Οι αρκετές λάθος μεταβιβάσεις του ήταν μόνο αυτές που του χαλούσαν την εξαιρετική εικόνα συν του γεγονότος πως δεν μπορεί στα 34 του να τρέχει και για… άλλους. Πολύ καλή δουλειά έκανε και ο ποιοτικός Πλεσί, που ήταν ο κορυφαίος του Παναθηναϊκού στο πρώτο ημίχρονο. Έπαιρνε τις πρώτες μπάλες, κυρίως στον αέρα και προσπάθησε με την καλή του τεχνική κατάρτιση να παίξει κάθετα τον Σισέ ανεξαρτήτως αν δεν του βγήκαν οι πάσες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Παναθηναϊκού έμοιαζε να είναι η ανυπαρξία των άκρων του, αλλά και του Κατσουράνη.

«Σούπερ» Ιμπαγάσα


Ο Ολυμπιακός κυριάρχησε απολύτως στο πρώτο μέρος με τον Ιμπαγάσα να κάνει το καλύτερο του παιχνίδι με την ερυθρόλευκη φανέλα. Ο Αργεντινός ξεκινώντας αναγκαστικά από πολύ πίσω τις προσπάθειες του έδινε ρυθμό στην ομάδα του εκμεταλλευόμενος τον άπλετο χώρο που είχε μπροστά του, απόρροια της τακτικής του αντιπάλου. Το εκπληκτικό ήταν πως ο επίσης 34χρονος Ιμπαγάσα, κατάφερνε να είναι απολύτως συνεπής και στα αμυντικά του καθήκοντα υπακούοντας πιστά στις εντολές του Βαλβέρδε. Το καταπληκτικό και εξαιρετικά γρήγορο σε εκτέλεση γκολ του Μιραλάς, που πάντως έπιασε… κοιμώμενο τον Αλέξανδρο Τζόρβα, αποτέλεσε απολύτως λογική εξέλιξη με βάση την εικόνα του ματς. Ο Ολυμπιακός είχε σχέδιο, τακτική, πειθαρχία και η δουλειά στις προπονήσεις αποτυπωνόταν ξεκάθαρα στο χορτάρι. Οι δύο ακραίοι του οπισθοφύλακες, Τοροσίδης και Μπράβο, βλέποντας πως Γκοβού και Χριστοδουλόπουλος… αρνούνταν πεισματικά να τους ακολουθήσουν, ανέβαιναν ψηλά βάζοντας στη μέση Σπυρόπουλο και Βύντρα. Μοναδική παραφωνία αποτελούσε ο Φετφατζίδης, που πληρώνοντας την απειρία του, δεν μπόρεσε σε κανένα σημείο του αγώνα να μπει στο πετσί του ρόλου του μένοντας στο γήπεδο απλώς ως ένας από τους 55.000 θεατές.

Οι… «μεταμορφώσεις» του β’ ημιχρόνου


Οι εμπνεύσεις του Νίκου Νιόπλια και η αδράνεια του Βαλβέρδε άλλαξαν τα δεδομένα στο δεύτερο ημίχρονο. Το 4-1-4-1 των «πράσινων» μετατράπηκε στο περισσότερο δουλεμένο στην προετοιμασία 4-2-3-1. Ο Στέργος Μαρίνος έπαιξε δεξιά με εντολή κυρίως να «ντουμπλάρει» τον Βύντρα στα μαρκαρίσματα των Ριέρα και Μπράβο και ο Λουίς Γκαρσία αριστερά, την καλή του πλευρά δηλαδή, με εντολή να βοηθάει πιο πολύ επιθετικά τον Σισέ συγκλίνοντας περισσότερο στον άξονα. Ο Σίλβα πλέον είχε παρτνέρ τον Πλεσί μπροστά από τους σέντερ μπακ και ο Χριστοδουλόπουλος έπαιξε επιτέλους στην φυσική του θέση, πίσω από τον Γάλλο στράικερ. Στον πάγκο Κατσουράνης και Γκοβού και από το πρώτο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου ήταν ξεκάθαρο πως αυτή η διάταξη και η ανακατανομή ρόλων ταίριαζε περισσότερο στον Παναθηναϊκό. Οι συσχετισμοί άλλαξαν κα τα ηνία του ματς ανέλαβαν οι γηπεδούχοι. Ο Χριστοδουλόπουλος προσέδωσε την απαιτούμενη ταχύτητα στον άξονα βγάζοντας, επί της ουσίας, δύο ασίστ στις φάσεις των γκολ και παίρνοντας παράλληλα ζωτικό χώρο από τον Ιμπαγάσα, ενώ ο Γκαρσία έβγαλε, για πρώτη φορά από τότε που ήρθε στην Ελλάδα, την αδιαμφισβήτητη ποιότητα του στον αγωνιστικό χώρο.

Ο Βαλβέρδε επαναπαυμένος στις δάφνες του πρώτου ημιχρόνου δεν άλλαξε απολύτως τίποτα, αν και τουλάχιστον η αναιμική παρουσία του Φετφατζίδη «φώναζε» από μακριά, και είδε εν τέλει το ίδιο έργο με τα προηγούμενα ματς με διαφορετικό όμως τέλος. Ο Ολυμπιακός έμεινε για πολλοστή φορά από δυνάμεις στο δεύτερο ημίχρονο και ο Ισπανός δεν ανταποκρίθηκε στα νέα δεδομένα. Άφησε τον μακράν πιο πολύτιμο παίκτη του ντέρμπι, τον Χριστοδουλόπουλο, να… αλωνίζει και παρά την δεδομένη κούραση και το μπλοκάρισμα του Ιμπαγάσα δεν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει εγκαίρως έναν δεύτερο αμυντικό χαφ δίπλα στον Ντουντού για να προσπαθήσει να αποφύγει τα λάθη του… Καυταντζογλείου. Όταν αποφάσισε να αλλάξει κάτι ήταν πλέον αργά. Με δέκα ποδοσφαιριστές στο χόρτο και όντας πίσω στο σκορ δεν είχε και πολλά περιθώρια.

Συμπέρασμα

Όπως την περασμένη αγωνιστική ο Μανόλο Χιμένεθ «έδεσε κόμπο» τον Νιόπλια, έτσι και τώρα ήταν η σειρά του Έλληνα τεχνικού να πιάσει χειροπόδαρα τον Βαλβέρδε. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο και ασφαλώς παραμένουν και οι τρεις… καλοί προπονητές. Ο Παναθηναϊκός έδειξε στο δεύτερο ημίχρονο πως με μία αναθεώρηση ως προς τους ρόλους συγκεκριμένων ποδοσφαιριστών, με μεγαλύτερη αξιοποίηση κάποιων άλλων, αλλά και χρησιμοποιώντας στην ενδεκάδα παίκτες που είναι διατεθειμένοι να προσαρμοστούν στις ανάγκες του συνόλου μπορεί να αλλάξει την εικόνα του προς το καλύτερο έχοντας μάλιστα πολλά περιθώρια βελτίωσης. Στα συν μπορεί κανείς να προσθέσει και την σαφέστατη βελτίωση στον τομέα της φυσικής κατάστασης. Μετά τα πρώτα καλά σημάδια στους τομείς της δύναμης και της εκρηκτικότητας μοιάζει πλέον να έχει κερδίσει και μεγαλύτερο διάστημα αντοχής στην διάρκεια του ενενηντάλεπτου.

Ο μετεγγραφικός σχεδιασμός του καλοκαιριού στον Ολυμπιακού μοιάζει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να είναι πετυχημένος. Κατάφερε να προσθέσει ποιοτικούς παίκτες στο ρόστερ του και χάρη στον Βαλβέρδε κατάφερε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να τους εντάξει στο σύνολο και να ξαναγίνει ανταγωνιστικός μετά από μία καταστροφική χρονιά. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ακόμα όμως δεν είναι απολύτως έτοιμος και θα πρέπει να λύσει και το ξεκάθαρο πλέον πρόβλημα της φυσικής κατάστασης, όσον αφορά στην αντοχή και την διάρκεια στα παιχνίδια του. Ο Βαλβέρδε έχασε κατά κράτος την «μάχη» των πάγκων, αλλά αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες…

Η διαιτησία

Θα ήταν πραγματικά άδικο να μην σταθεί κανείς στην διαιτησία του Τάσου Κάκου. Θα μπορούσε βεβαίως κανείς και να τον… αγνοήσει μια και «σφύριξε» με τέτοιο τρόπο πού πέρασε σχεδόν απαρατήρητος. Μεγαλύτερη επιτυχία από αυτό για έναν διαιτητή δεν υπάρχει. Έτρεξε πολλά χιλιόμετρα, δεν έχασε την παραμικρή φάση και σε καμία περίπτωση δεν επεδίωξε να γίνει πρωταγωνιστής. Διαιτησία επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ κι έρχεται να προστεθεί στην επίσης εξαιρετική του Σιδηρόπουλου στο ντέρμπι της προηγούμενης αγωνιστικής ανάμεσα στην ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό. Δείγμα άκρως ενθαρρυντικό….

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube