«Υπάρχουν πρωταθλητές που τερματίζουν τελευταίοι, ήρωες δεν είναι μόνο οι νικητές».

Αυτή η φιλοσοφία βγαίνει μέσα από τον ίδιο τον Ολυμπιακό Ύμνο: Το πιο σημαντικό πράγμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι να νικήσεις, αλλά να είσαι εκεί, να λάβεις μέρος, να αγωνιστείς. Όπως και στη ζωή, το πιο σημαντικό δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά ο αγώνας.

Ένας Τανζανός, 53 χρόνια πριν, έδειξε σε ολόκληρο τον πλανήτη ακριβώς αυτό: Σημασία δεν έχει να μη χάσεις, αλλά να πολεμήσεις. Μέχρι τελικής πτώσεως.

Γράφει ο Νίκος Ράλλης



Ο μαραθώνιος του 1968 στο Μεξικό είχε ένα ξεκάθαρο φαβορί: Τον τεράστιο Αμπέμπε Μπικίλα. Στα 36 του o Αιθίοπας ήταν ήδη θρύλος, έχοντας γίνει ο πρώτος με δύο σερί χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια στο αγώνισμα, στη Ρώμη -χωρίς παπούτσια- και στο Τόκιο -με παπούτσια και παγκόσμιο ρεκόρ. Όλοι περίμεναν τον Μπικίλα να κάνει το three-peat και πράγματι, κατά κει πήγαινε το πράγμα.

Στο 17ο χιλιόμετρο ο Αιθίοπας ήταν πρώτος και έδειχνε ανίκητος. Ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, έκανε στην άκρη και βγήκε από τον αγώνα. Κανείς, με εξαίρεση τον προπονητή του, Νεγκούσι Ρόμπα, δεν ήξερε πως ο Μπικίλα ταλαιπωρούνταν από ένα κάταγμα στο αριστερό του πόδι, ήδη αρκετές εβδομάδες πριν τους Αγώνες. Αργότερα στη συνέντευξη Τύπου ο Ρόμπα αποκάλυψε τον τραυματισμό του αθλητή του.

Ο συναθλητής του Μπικίλα, Μάμο Βόλντε, ήξερε επίσης για τον τραυματισμό. Όταν, λοιπόν, είδε τον Μπικίλα να αποχωρεί, έτρεξε σαν αυτόν, κέρδισε και πέτυχε να δώσει στην Αιθιοπία την τρίτη συνεχόμενη νίκη της στον μαραθώνιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες, την οποία και αφιέρωσε, μάλιστα, στον άτυχο συμπατριώτη του.

Αλλά το δράμα του μαραθωνίου το 1968 δεν τελείωσε με την αποχώρηση του Μπικίλα. Ούτε κατά διάνοια.

Περισσότερο από μία ώρα μετά τον τερματισμό του νικητή Βόλντε και 20 λεπτά αφότου τερμάτισε ο προτελευταίος Ενόχ Μουέμπα από τη Ζάμπια, μερικές χιλιάδες θεατές, που είχαν παραμείνει στις θέσεις τους στο ''Estadio Olimpico Universitario'', είδαν ακόμη έναν άνδρα να διασχίζει τη γραμμή τερματισμού μέσα σε σφυρίγματα, σειρήνες από μοτοσυκλέτες, κόκκινα και πράσινα φώτα. Ήταν ο Τανζανός Τζον Στίβεν Ακχουάρι.



Τα πόδια του 30χρονου Ακχουάρι ήταν ματωμένα, στο δεξί είχε δέσει πρόχειρα έναν βαρύ επίδεσμο και κάθε του βήμα τού προκαλούσε ανυπόφορους πόνους. Μπήκε στο στάδιο παραπατώντας, χαιρέτησε και ενώ το πλήθος είχε σωπάσει, νομίζοντας πως ο μαραθώνιος είχε ολοκληρωθεί, αυτή η ησυχία μετατράπηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σε δυνατά και ασταμάτητα χειροκροτήματα, σε μια συγκλονιστική αποθέωση για μια συγκλονιστική προσπάθεια.

Για τους περισσότερους αθλητές οι συνθήκες του μαραθωνίου ήταν πρωτόγνωρες λόγω του υψόμετρου της Πόλης του Μεξικού. Έτσι και για τον Ακχουάρι. Κατάκοπος από την υπερπροσπάθεια και τον «λεπτότερο» αέρα, ο Τανζανός περίπου στο 19ο χιλιόμετρο ζαλίστηκε και έπεσε άσχημα στο έδαφος. Οι μορφασμοί στο πρόσωπό του μαρτυρούσαν τη ζημιά. Ο Ακχουάρι έπαθε εξάρθρωση στο γόνατό του και τραυμάτισε και τον ώμο του. Αμέσως οι γιατροί, που έσπευσαν να τον βοηθήσουν, του είπαν να σταματήσει τον αγώνα. Δεν υπήρχε, όμως, περίπτωση να τα παρατήσει.

Ο Αφρικανός έσφιξε τα δόντια, αδιαφόρησε για τον πόνο και σηκώθηκε. Και έκανε κάτι απίστευτο: Έτρεξε τα υπόλοιπα 23 χιλιόμετρα τραυματισμένος, με το πόδι του μπαταρισμένο. Στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, και ενώ ο Ακχουάρι παραπατούσε πια, ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και τα φώτα από τα περιπολικά τού έδειχναν τον δρόμο.

Όταν μπήκε στο γήπεδο, όσοι είχαν απομείνει στις θέσεις τους σάστισαν. Ο αγώνας ξεκίνησε στις 3 το μεσημέρι και 2 ώρες και 20 λεπτά αργότερα τερμάτισε πρώτος ο Βόλντε. Η ώρα περνούσε και για περίπου 40 λεπτά αθλητές εμφανίζονταν στο γήπεδο για να τερματίσουν. Μία ώρα μετά τον τερματισμό του Βόλντε όλα έδειχναν ότι ο αγώνας είχε τελειώσει. Τότε εμφανίστηκε ο Ακχουάρι. Σχεδόν περπατώντας, με τους θεατές να αποθεώνουν κάθε του βήμα, ο Ακχουάρι έκανε τον τελευταίο ατελείωτο γύρο του σταδίου και τερμάτισε, πέφτοντας στις αγκαλιές του προπονητή του και των συναθλητών του, ενώ ο κόσμος αποθέωνε τον πραγματικό «νικητή».



Όταν ρωτήθηκε μετά τον αγώνα γιατί δεν σταμάτησε, αλλά συνέχισε να αγωνίζεται, ο Τανζανός έδωσε την ιστορική απάντηση: «Η χώρα μου δεν με έστειλε 5 χιλιάδες μίλια μακριά για να ξεκινήσω τον αγώνα. Με έστειλε για να τον τερματίσω».

Χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξή του είχε πει: «Όταν έφτασα στο Μεξικό δεν φοβόμουν τίποτα. Αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένος για αυτό το υψόμετρο, αφού έκανα προπόνηση σε περιοχή με πολύ χαμηλό υψόμετρο στο Νταρ Ες Σαλάμ στην Τανζανία. Στον μαραθώνιο, μέχρι κάποιο σημείο ήμουν μπροστά, όμως ξαφνικά ζαλίστηκα, έπεσα στο έδαφος και λιποθύμησα. Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχασα.

Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, υπήρχαν γύρω μου γιατροί, που με περιποιούνταν. Με ρώτησαν αν θέλω να μπω στο ασθενοφόρο, αλλά αρνήθηκα. Απλά συνέχισα να τρέχω και να περπατάω. Πονούσα πολύ και αιμορραγούσα, αλλά δεν με ένοιαζε. Η αποστολή μου ήταν να τερματίσω. Όταν έφυγα από την Τανζανία για το Μεξικό υποσχέθηκα σε όλους ότι θα κάνω το καλύτερο δυνατό για τη χώρα μου και κράτησα αυτή την υπόσχεση
».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube
TAGS: Long Form