Ο Ολυμπιακός προφανώς και είναι μια ομάδα με δομικές αδυναμίες. Με λάθη που έγιναν το καλοκαίρι και πληρώνονται ακριβά ακόμη και σήμερα. Ίσως όμως μεγαλύτερο πρόβλημα από την έλλειψη άσου που απειλεί, από την απουσία επαρκούς back up του Μιλουτίνοφ ή την αναζήτηση χημείας σε άμυνα και επίθεση, να είναι η εύθραυστη ψυχολογία της ομάδας. Οι «ερυθρόλευκοι» λειτουργούν υπό καθεστώς αφόρητης πίεσης. Πίεσης που είναι ούτως ή άλλως διάχυτη σε έναν οργανισμό ο οποίος είναι μαθημένος να μη δείχνει μεγάλη ανοχή στην ήττα και που έχει γιγαντωθεί με όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια.
Ο Ολυμπιακός, την τελευταία τετραετία που ήταν πραγματικός διεκδικητής της Ευρωλίγκας και είχε την πιο σταθερή πορεία μεταξύ όλων των ανταγωνιστών του, είδε να του συμβαίνουν όλα τα στραβά: να χάνει ημιτελικό με buzzer beater, να χάνει τελικό με… περίπου buzzer beater, να πηγαίνει σε σερί Final 4 αναζητώντας το τέταρτο και τον μεγάλο του αντίπαλο να αναγεννάται από τις στάχτες του κατακτώντας το έβδομο στην επιστροφή του σε Final 4 μετά από 12 χρόνια, να χάνει πρωτάθλημα από 2-0 και πέρσι να είναι πρώτος στην regular season και να χάνει στον ημιτελικό από το αουτσάιντερ. «Πόσα να αντέξω ο γαύρος;», όπως έλεγε σε εκείνη την ιστορική του ατάκα ο Γιάννης Μπέζος στο «Ευτυχισμένοι μαζί».
Αυτό το δυσβάσταχτο φορτίο γίνεται χρόνο με το χρόνο… ασήκωτο. Σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και οι μεγάλες νίκες ή και οι τίτλοι δεν φέρνουν χαρά, αλλά ανακούφιση, ενώ οι ήττες αντιμετωπίζονται περίπου ως καταστροφή και μεγαλώνουν το βάρος. Οι παίκτες δείχνουν να μην το διασκεδάζουν, ενώ ο Γιώργος Μπαρτζώκας είναι πασιφανές πως υπό αυτό το καθεστώς πίεσης δεν χαίρεται την τέχνη του και βγάζει εκνευρισμό κατά δικαίων και αδίκων, πράγμα που δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος, όταν πρόκειται για τον άνθρωπο που παίρνει όλες τις αποφάσεις που αφορούν στην ομάδα.
Κάπως έτσι, ο Ολυμπιακός που τα προηγούμενα χρόνια, ακόμη και σε εκδοχές του με πολύ λιγότερο ταλέντο από τη φετινή, έβγαζε χαρακτήρα στα κλειστά παιχνίδια και σου έδινε την εντύπωση πως θα βρει τρόπο να κερδίσει στο τέλος (τουλάχιστον μέχρι τα Final 4), φέτος δείχνει να αμφιβάλλει με τον εαυτό του. Το ματς με τη Βαλένθια ήταν η πολλοστή περίσταση που φέτος η ομάδα κατέρρευσε μόλις είδε την αντίδραση του αντιπάλου και ένιωσε την απειλή του. Και παρότι για όλες αυτές τις καθιζήσεις υπάρχει μπασκετική εξήγηση, ένα μεγάλο κομμάτι είναι το ψυχολογικό. Ίσως και το μεγαλύτερο.
Πώς διορθώνεται αυτό; Με νίκες, κυρίως. Νίκες που όμως για να έρθουν θα χρειαστεί να λυθούν και τα πολλά αγωνιστικά ζητήματα που έχει ο Ολυμπιακός. Ο κόουτς δηλώνει σίγουρος για την ομάδα του πως αρχίζει να αποδίδει καλύτερα και θα βρει τα πατήματά της. Το βέβαιο είναι πως τα τρία προσεχή εκτός έδρας παιχνίδια, με Βίρτους Μπολόνια, Παναθηναϊκό και Φενέρμπαχτσε, θα είναι ένα τεστ προόδου και χαρακτήρα για τους Πειραιώτες. Τρία ματς που μπορεί να λύσουν το πρόβλημα αυτοπεποίθησης που ώρες-ώρες βγάζουν ή και να τους βυθίσουν σε μεγαλύτερη εσωστρέφεια.
Οι τρεις άξονες της μεταμόρφωσης του Παναθηναϊκού
Η αμυντική μεταμόρφωση του Παναθηναϊκού που ήταν το «κλειδί» για τις δύο μεγάλες νίκες απέναντι σε Φενέρμπαχτσε και Χάποελ Τελ Αβίβ, δυο από τις τρεις πιο φορμαρισμένες ομάδες της Ευρωλίγκας, δεν… έτυχε, ούτε αποδίδεται μόνο στα… γάλατα που έσφιξαν μετά τις ήττες από Βαλένθια και Μιλάνο. Οι «πράσινοι», σε αντίθεση με τον Ολυμπιακό, δεν έχουν τόσο αφόρητη πίεση στους ώμους τους, αφού υπάρχει ακόμη το καύσιμο του έπους του 2024. Και τόσο οι παίκτες όσο και ο προπονητής τους απολαμβάνουν τις νίκες.
Η αγωνιστική βελτίωση οφείλεται, κυρίως, σε συγκεκριμένες επιλογές του Εργκίν Αταμάν, αλλά και σε μια επιστροφή. Ο Τούρκος προπονητής δίνει την εντύπωση πως συγκεκριμένα παιχνίδια τα δουλεύει πολύ περισσότερο από άλλα. Στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις, λοιπόν, φρόντισε να έχει η ομάδα του πολύ καλύτερη ισορροπία μεταξύ άμυνας κι επίθεσης σε σχέση με τα δύο προηγούμενα. Πώς το έκανε αυτό;
Αφενός μεν, δίνοντας στον Τζέριαν Γκραντ χρόνο ανάλογο με τα δύο προηγούμενα χρόνια. Στα 53:06 που πάτησε παρκέ ο Αμερικανός, ο Παναθηναϊκός είχε 102,6 και 103,6 πόντους σε βάρος του ανά 100 κατοχές. Αφετέρου, ο Παναγιώτης Καλαϊτζάκης έκανε season high με σχεδόν 14 λεπτά στο ματς κόντρα στη Φενέρ και μπαίνοντας στην πρώτη πεντάδα του ματς έδωσε τον τόνο αμυντικά από το πρώτο δευτερόλεπτο για την αντιμετώπιση της καλύτερης επίθεσης της Ευρωλίγκας.
Σε αυτές τις δύο κινήσεις προσθέστε και την επιστροφή του Τζέντι Όσμαν. Ο οποίος ναι μεν δεν θεωρείτο ποτέ στην καριέρα του αμυντικός εξολοθρευτής, ωστόσο σε αυτόν τον Παναθηναϊκό είναι πολύτιμος ΚΑΙ στα μετόπισθεν. Χάρη στο μέγεθός του και τη δυνατότητά του να δίνει βοήθειες περιορίζεται η φθορά που υφίστανται οι «πράσινοι» λόγω της αδυναμίας που έχουν σε αυτό το κομμάτι Σλούκας, Ναν και Σορτς.
Κάπως έτσι, ο Παναθηναϊκός που μέχρι αυτή τη διπλή αγωνιστική είχε με παθητικό 116,9 πόντους ανά 100 κατοχές την 14η άμυνα της Ευρωλίγκας (!), στα δύο τελευταία παιχνίδια έριξε το νούμερο αυτό στο 108,9 αναγκάζοντας τους δύο μεγάλους αντιπάλους του σε 17,5 λάθη ανά αγώνα. Αυτό είναι, τελικά, το μάθημα για το υπόλοιπο της σεζόν: Ο Παναθηναϊκός όταν είναι τόσο αποτελεσματικός στην άμυνα, έχει στην επίθεση τόσο ταλέντο που θα κάνει τη δουλειά. Γι’ αυτό οι δύο αγώνες αυτής της εβδομάδας αποτελούν οδηγό για τη συνέχεια.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






