Παλαιότερες

Ξέρω το τέλος στο παραμύθι της Εθνικής του Οτο (Sportday / Χρ.Χαραλαμπόπουλος)

Πέντε χρόνια πέρασαν από την πρόσληψη του Ρεχάγκελ στην Εθνική ομάδα και άλλα δύο από την απίστευτη επιτυχία της Πορτογαλίας. Απίστευτη, διότι ποτέ άλλοτε το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είχε πλησιάσει καν μια τόσο μεγάλη διάκριση σε εθνικό επίπεδο. Και η διάκριση ήταν τόσο μεγάλη επειδή επιτεύχθηκε από την Εθνική.

Γενικά, θεωρείται ότι είναι πολύ πιο εύκολο να πετύχεις μια διάκριση με έναν σύλλογο, αφού εκεί μπορείς να συμπληρώσεις τα κενά σου με τις μεταγραφές παικτών διαφορετικής εθνικότητας. Στην Ελλάδα, όμως, δεν είχαμε, μέχρι την Πορτογαλία, καταφέρει να κατακτήσουμε κάποιον τίτλο είτε με κάποιο σύλλογο είτε με την Εθνική. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι η προοπτική κατάκτησης κάποιου τίτλου με την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου βρισκόταν στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας.

Μια πεποίθηση δικαιολογημένη, αν συνυπολογίσει κάποιος το γεγονός ότι στην Εθνική τα προηγούμενα χρόνια προβάλλονταν όλες οι αδυναμίες και τα ελαττώματα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σε αυτόν τον νοσηρό περίγυρο δημιουργήθηκε μια νησίδα υγείας με τον ερχομό του Οτο Ρεχάγκελ στον πάγκο της Εθνικής. Ο Γερμανός δημιούργησε ένα φράκτη γύρω από την ομάδα και τη δουλειά του, πίστεψε στους ποδοσφαιριστές του, τους υποστήριξε και αυτοί του το ανταπέδωσαν. Εμαθε στους παίκτες της Εθνικής τη σπουδαιότητα της συνεχούς προσπάθειας, της επιμονής και της συνεργασίας. Τους βοήθησε να αναδείξουν τα προτερήματά τους και να πιστέψουν στον εαυτό τους.

Εκ των υστέρων, καταλάβαμε πόσο μεγάλη ήταν η δουλειά που έκανε ο Γερμανός. Μπορεί σε επίπεδο τεχνικής, ως προπονητής, να έκανε και να συνεχίζει να κάνει λάθη, να έχει αδικαιολόγητες εμμονές, να παίζει «αντιποδόσφαιρο», αλλά η ψυχολογική του προσέγγιση ήταν εξαιρετικά μελετημένη και, βέβαια, αποτελεσματική. Τώρα, όλοι γνωρίζουμε ότι το θαύμα της Πορτογαλίας έγινε επειδή η ομάδα των ανθρώπων που το πέτυχαν, είχαν απομονωθεί από τον κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Η μεγάλη αντίφαση ήταν ότι το εκπροσωπούσαν, γεγονός που μπορεί να έδωσε σε πολλούς εκτός Ελλάδας μια στρεβλή εικόνα για το ελληνικό ποδόσφαιρο, στο σύνολό του. Αυτή τη μαγεία του καλοκαιριού του 2004, κατά την οποία ο Γολιάθ χάνει από τον Δαβίδ, ο κόσμος πλημμυρίζει τους δρόμους γεμάτος από χαρά, το ωραιότερο παιχνίδι του κόσμου, το ποδόσφαιρο, απελευθερώνει, όλα αυτά θέλαμε να τα αξιοποιήσουμε. Να τα κάνουμε βάσεις που θα χτίζαμε το οικοδόμημα ενός άλλου ποδοσφαίρου, πιο τίμιου, πιο διαφανούς.

Ενα ποδόσφαιρο που θα είναι υγιές, ειλικρινές, ένα ποδόσφαιρο που θα πολεμούσε με αποτελεσματικότητα όλα εκείνα τα μικρόβια που θα επιζητούσαν να το μολύνουν. Δύο χρόνια μετά, έχετε την αίσθηση ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση; Ο γράφων δεν την έχει. Το μόνο κέρδος από την Πορτογαλία είναι οι φίλαθλοι που αγκάλιασαν την Εθνική ομάδα μετά τη μεγάλη επιτυχία, αλλά κι αυτοί ακόμα, ύστερα από την αποτυχία πρόκρισης στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, έχουν «παγώσει». Δεν γίναμε ποδοσφαιρική υπερδύναμη μετά την Πορτογαλία. Ούτε και θα μπορούσαμε, φυσικά. Απλώς εκείνος ο τίτλος ήταν σαν ένα μεγάλο ποσό που κερδίζει κάποιος φτωχός στο λαχείο. Θα κρατήσει το μυαλό του καθαρό για να αξιοποιήσει αυτό το ξαφνικό δώρο ή θα παραδοθεί στην τρυφηλή απόλαυση του νεοπλουτισμού και ύστερα από λίγο καιρό θα ζει με τις αναμνήσεις;

Αν κάποιος εξετάσει ψύχραιμα τη διετία που πέρασε, αμφιβάλλω αν θα βρει στοιχεία που να δείχνουν ότι όλοι οι παράγοντες του παιχνιδιού έχουν αξιοποιήσει εκείνο το λαχείο. Ούτε η πολιτεία ούτε οι παράγοντες αλλά δυστυχώς ούτε και οι φίλαθλοι. Ενα φως που τρεμοπαίζει στην άκρη του τούνελ και το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια μικρή πνοή αισιοδοξίας, η δημιουργία της Σούπερ Λίγκας, είναι πολύ νωρίς για να πει κάποιος με σιγουριά ότι είναι η έξοδος. Οσο για την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, η παρένθεση που άνοιξε με την πρόσληψη του Ρεχάγκελ το 2001, έκλεισε με την ήττα από την Ουκρανία στο «Γ. Καραϊσκάκης». Εκεί μπήκε η τελεία. Ο,τι γράφεται από εδώ και πέρα είναι σκόρπιες μολυβιές, χωρίς καμία αξία.

Yankees go home…

Πιθανότατα την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές να γνωρίζετε αν η Εθνική ομάδα μπάσκετ κατάφερε να ρίξει στο... καναβάτσο τους Αμερικανούς. Και μακάρι να τα έχει καταφέρει, επειδή σε αυτήν την ομάδα αξίζει κάθε επιτυχία. Υπάρχει όμως κάτι που, ανεξαρτήτως του σημερινού αποτελέσματος, είναι ενοχλητικό. Ευτυχώς, αυτό το κάτι δεν εντοπίζεται μέσα στην ομάδα, αλλά στον περίγυρό της. Αναφέρομαι στην υπερβολή με την οποία όλες οι αθλητικές εφημερίδες αντιμετώπισαν το σημερινό παιχνίδι, υπερτονίζοντας τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ομάδας, διανθίζοντας την υπερβολή με μία ή περισσότερες νύξεις υποτίμησης των παικτών του Σιζέφσκι (... τα Αμερικανάκια).

Δεν συμπαθώ καθόλου τους Αμερικανούς. Τους θεωρώ ένα λαό με κύριο χαρακτηριστικό του τη βαρβαρότητα. Είτε αυτή εκφράζεται με τον ακραίο και ωμό καπιταλισμό της «ελεύθερης αγοράς» είτε με τη χυδαία, ανήθικη, αλαζονική και μιλιταριστική συμπεριφορά τους, σε επίπεδο διεθνών σχέσεων.

Αυτό, όμως, δεν με εμποδίζει από το να σέβομαι, να εκτιμώ και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις να ζηλεύω κάποια από τα επιτεύγματα αυτού του έθνους, που έχει μια ιστορία μόλις 230 χρόνων. Θυμάμαι ένα κείμενο που είχε γράψει ο Αντώνης Πανούτσος την περασμένη εβδομάδα. Σε μια επίσκεψή του στις ΗΠΑ ο Αντώνης, που έζησε και ένα χρονικό διάστημα εκεί, ρώτησε κάποιους Αμερικανούς μιας εταιρείας τσιγάρων (που δεν θυμάμαι) ένα πράγμα που –εξαιρουμένης της μουσικής- θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον αμερικανικό πολιτισμό. Οι καπνομάνατζερ δεν μπόρεσαν να αναφέρουν κάτι. Αλλωστε, οι μάνατζερ δεν έχουν και μεγάλη σχέση με την κουλτούρα, εκτός αν έχει υψηλή τιμή.

Σύμφωνα με την άποψη του Αντώνη, αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί εμβληματικό στοιχείο του αμερικανικού πολιτισμού, ίσως και το μόνο, είναι το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Κι εδώ νομίζω ότι ο Αντώνης είναι άδικος. Παραγνωρίζει την αμερικανική δημιουργία και στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία και σε άλλες τέχνες. Για παράδειγμα, σκέφτομαι ότι η ταινία του Γκρίφιθ «Η γέννηση ενός έθνους» είναι ένα έργο εφάμιλλο με το Εμπάιαρ Στέιτ. Οπως και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ ή «Ο γέρος και η θάλασσα» του Χεμινγουέι. Εννοείται ότι σε περίπτωση που έχουμε νικήσει, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η υπερβολή του αθλητικού Τύπου –που στόχο έχει την κολακεία του αναγνώστη- δεν δικαιώνεται.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x