Εάν ένας παίκτης αποδίδει όπως ο Ροναλντίνιο στις «καλές του», είναι ανούσιο να τον αντιμετωπίζεις σαν να πρόκειται για τη Ναόμι
Θυμάστε την εικόνα; Η Μπάρτσα θριάμβευσε, ο Ροναλντίνιο είχε -επιτέλους- πολύ καλή απόδοση και το... γλέντησε βγάζοντας τη φανέλα και κατεβάζοντας ελαφρώς το σορτσάκι. Γιατί; Για να διαπιστώσουν άπαντες πως δεν είχε κάνει «μπάκα»! Λες κι ήταν top model σε ώρα επίδειξης -μόνο που δεν ήταν επίδειξη, αλλά απολογία.
Βάλτε τώρα μια λεζάντα-σχόλιο του παίκτη. Ο γράφων προτείνει δύο λεζάντες. Η μία αποδίδει ό,τι (κατά πάσα βεβαιότητα) «είπε», με τον τρόπο του, ο Ροναλντίνιο. Η δεύτερη, ελαφρώς σουρεαλιστική, αφορά κάτι άλλο: τι θα επιθυμούσε ο γράφων να λέει ο παίκτης! Η πρώτη: «Σας φαίνομαι χοντρός; Οχι, πείτε μου». Η δεύτερη, η επιθετική: «Ε, λοιπόν, ναι. Κοιτάξτε, χάλασαν οι γραμμώσεις μου.
Είδατε όμως πόσο καλά έπαιξα; Τι σας νοιάζει το πρώτο, εάν συμβαίνει το δεύτερο;». Αυτή μάλιστα, θα ήταν η ενδεδειγμένη απάντηση.
Σύμφωνοι, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και... Οβελίξ δεν νοείται. Ομως, από τη διαπίστωση αυτή έως την υστερική, καθολική απαίτηση για σωματική τελειότητα η απόσταση είναι μεγάλη. Ολα στη ζωή -και στον αθλητισμό- είναι θέμα ισορροπίας. Μέτρου. Οπως και να το κάνουμε, το «μέτρημα» της κλίσης που (μπορεί να) έχει πάρει προς τα κάτω το στήθος του Ροναλντίνιο ή το «μέτρημα» των γραμμώσεών του υπερβαίνουν το μέτρο.
Ακούω μια ένσταση: «Ποιο μέτρο; Στον πρωταθλητισμό μετρά το αποτέλεσμα». Αυτό ακριβώς λέω. Το ποδόσφαιρο δεν θα ήταν κοσμαγάπητο εάν η εγγενής δημοκρατικότητά του δεν εξασφάλιζε στην ατομική απόδοση σχετική αυτονομία από τις σωματομετρικές προδιαγραφές. Διαφορετικά δεν θα ήσαν θρύλοι ο χοντρός Πούσκας, ο στραβοκάνης Γκαρίντσα, ο λιπόσαρκος Κρόιφ. Δεν θα γινόταν μύθος ο Ριβελίνο, ο άνθρωπος που «πάτωνε» στα «τεστ Κούπερ». Ο κοντός Ρούι Μπάρος θα διοχέτευε την ενέργειά του εκτελώντας χρέη... τζόκεϊ.
Χμ, σαν να ακούω και δεύτερη ένσταση: «Φίλε, αναφέρεσαι κυρίως σε εποχές κατά τις οποίες το ποδόσφαιρο δεν ήταν πραγματικό physical game. Τώρα απαιτεί κατ' εξοχήν παίκτες-αθλητές». Καθένας συμφωνεί, έστω κι αν δικαιούται να σημειώσει ότι οι έννοιες «φυσική κατάσταση» και «μορφή σώματος» δεν ταυτίζονται πάντα και εξ ολοκλήρου. Το άθλημα, όμως, είχε αρχίσει να προσλαμβάνει τα σύγχρονα χαρακτηριστικά του όταν το αποθέωσε ο κοντόχοντρος Μαραντόνα. Αφήστε που ήσαν χοντροί -για τα ποδοσφαιρικά στάνταρ, εννοείται- οι πολύ χρήσιμοι Γκασκόιν και Μπρολίν.
Το να κρίνεις έναν ποδοσφαιριστή μετρώντας γραμμώσεις και κοιλιακούς, είναι σαν να μετράς τις ώρες της μελέτης ενός μαθητή: αν ο μαθητής διαθέτει κοφτερό μυαλό, καλή κρίση και δυνατή μνήμη, πιθανότατα αποδίδει πολύ καλύτερα (από άλλους), διαβάζοντας λιγότερο. Αρα, όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Εάν ο Αντριάνο της Ιντερ δεν παίζει καλά, μπορεί όντως να φταίνε (και) τα παραπανίσια κιλά.
Εάν, όμως, ένας παίκτης αποδίδει όπως ο Μαραντόνα το 1986 ή ο Ροναλντίνιο στις «καλές του», είναι ανούσιο να τον αντιμετωπίζεις σαν να πρόκειται για τη Ναόμι ή τη Σκλεναρίκοβα. Ανούσιο, έως και... κατινίστικο.
Γιατί «κατινίστικο»; Διότι πολύ φοβούμαι ότι τέτοιου είδους σύνδρομα σωματικής τελειότητας δεν απορρέουν καν από το άγχος για την απόδοση των ειδώλων της μπάλας. Είναι συμπτώματα νοοτροπίας όπως αυτή των «παπαράτσι», που παραμονεύουν για να απαθανατίσουν -και να μεγεθύνουν- κάθε ατέλεια των διάσημων θυμάτων τους. Διότι η απομυθοποίηση πουλάει.
Ευτυχώς, όμως, το ποδόσφαιρο εξακολουθεί να διαφυλάττει το ανθρώπινο ταλέντο στον πυρήνα του. Γι' αυτό ο Μπέκαμ, με το πάντα άψογο σώμα, ακόμα και στα καλύτερά του δεν έφθασε το 1/5 της ποδοσφαιρικής αξίας του Ντιέγκο, ούτε το 1/2 της αντίστοιχης του καλού Ροναλντίνιο. Για να μην ξεχνιόμαστε...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.






