Υπάρχουν νίκες ή ήττες που τις κοιτάζεις φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής και αντιλαμβάνεσαι πόσο καθοριστικές ήταν για τη συνέχειά σου. Ποιος ξεχνά, λόγου χάρη, την ήττα της Ελλάδας από την Βραζιλία στο Παγκόσμιο του 2019, που «υποθήκευσε» όλη τη μετέπειτα πορεία της στο τουρνουά. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα.

Για την Εθνική ομάδα είναι αναγκαία η νίκη στην πρεμιέρα του Ευρωμπάσκετ απέναντι στην Ιταλία, όχι επειδή υπάρχει το κλισέ «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», αλλά γιατί το παιχνίδι αυτό μπορεί και να καθορίσει την πορεία της. Γιατί-χωρίς να βάζει κανείς το χέρι του στη φωτιά για την εξέλιξη των άλλων ομίλων-μια νίκη το βράδυ της Πέμπτης στη Λεμεσό, πιθανώς μία ακόμη (αλλά ίσως όχι αναγκαστικά) επί της Ισπανίας την επόμενη Πέμπτη (4/9) να της χαρίσει την πρώτη θέση στον όμιλο.



Μια θέση που δεν εξασφαλίζει τίποτα και που στο πρόσφατο παρελθόν έχει αποδειχτεί κακορίζικη (βλέπε Μουντομπάσκετ 2014, Ευρωμπάσκετ 2015 και Ευρωμπάσκετ 2022), αλλά που στη συγκεκριμένη διοργάνωση σχεδόν εγγυάται ότι η Ελλάδα ΔΕΝ θα χρειαστεί να ανταμώσει στα προημιτελικά με το σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο της Σερβίας ή της Γερμανίας. Δεδομένου ότι ως πρώτη η Ελλάδα δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ούτε τη Γαλλία στους «16», αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μια νίκη τις δύο αυτές Πέμπτες μπορεί να «φτιάξει» το μονοπάτι της Εθνικής ομάδας. Κι από εκεί που σε κάθε άλλη συνθήκη θα την οδηγούσε σε… τοίχο, θα φέρει στο διάβα της στα προημιτελικά έναν πολύ πιο βατό αντίπαλο, όπως η Λιθουανία, η Τουρκία, η Λετονία ή η Φινλανδία. Καθόλου εύκολες ομάδες, ειδικά οι τρεις πρώτες, αλλά επ ουδενί της δυναμικής και του know-how των μεταλλίων που έχουν «πλάβι» και «πάντσερ».

Φυσικά το έργο μας μόνο εύκολο δεν θα είναι στην πρεμιέρα. Και μόνο αδαής θα μπορούσε να «αγοράσει» την… πάρλα του Ποτζέκο ότι «αφού μας κέρδισαν χωρίς Γιάννη, Σλούκα και Μήτογλου, τι περιμένετε να γίνει τώρα;». Η Ιταλία διαθέτει την πιο ταλαντούχα έκδοση ρόστερ από τις εποχές που διεκδικούσε και κατακτούσε μετάλλιο στις αρχές της χιλιετίας, όταν ο τωρινός της εκλέκτορας ήταν παίκτης της (μέλος των ασημένιων ολυμπιονικών της Αθήνας). Έχει τον πάντα ποιοτικό, έστω και στα 37, Γκαλινάρι στο last dance του, έχει τον σπουδαιότερο για το FIBA Basketball παρά για το ΝΒΑ Φοντέκιο στα ντουζένια του, έχει τον αρχηγό Μέλι να έρχεται με φόρα από μια σεζόν που τα πήρε όλα με τη Φενέρμπαχτσε, έχει τους Σπανιόλο και Πρότσιντα μετά το «αγροτικό» στην Άλμπα έτοιμους να δικαιώσουν όσους μιλούν για το ταλέντο τους, έχει τον-πιο εύκολα προσαρμόσιμο από τον πιο λαμπερό Ντόντε ΝτιΒιντσέντζο-Ντάριους Τόμπσον για νατουραλιζέ, έχει χρήσιμους «ξυλοκόπους» όπως ο Παγιόλα και ο Ρίτσι και έχει-μετά από χρόνια-αθλητικότητα με παίκτες όπως οι αφρικανικής καταγωγής Νιάνγκ, Ντιούφ και Ακέλε.



Και όχι μόνο αυτά. Έχει έναν προπονητή, που μπορεί ενίοτε να πλησιάζει τα όρια του γραφικού αλλά αυτό δεν πρέπει να ξεγελά κανέναν. Είναι ένας κόουτς που μπορεί να ανακατέψει τα παιχνίδια, να βάλει μπελάδες από το πουθενά στον αντίπαλο και κυρίως να ατσαλώσει ψυχολογικά τους παίκτες του. Έχει-επίσης-την αύρα ενός καλοκαιριού στο οποίο η Ιταλία πήγε εξαιρετικά στις μικρές εθνικές ομάδες (πρωταθλήτρια Νέων Ανδρών στο Ευρωμπάσκετ U20) ή και στις γυναίκες (που πήραν χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του ΣΕΦ). Και έχει συσπειρωθεί ακόμη περισσότερο γύρω από τον Ακίλε Πολονάρα που δίνει-μακριά από τη Λεμεσό-μια πολύ πιο σημαντική μάχη. Αυτή για την επιβίωση απέναντι στο «τέρας» της λευχαιμίας.

Ασφαλώς η τύχη του αγώνα ορίζεται πάντα από τον ισχυρό και αυτή είναι η ελληνική ομάδα. Υπερέχει αθροιστικά σε ποιότητα και εμπειρία, έχει εξαιρετική κατεύθυνση από τον πάγκο, παίζει-πρακτικά-στην έδρα της και απλώς καλείται να δείξει ότι είναι καλύτερη στο παρκέ. Για να φτιάξει την αυτοπεποίθηση και το μέλλον της στο τουρνουά.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube