Η Εθνική ομάδα είναι στα ημιτελικά του Ευρωμπάσκετ μετά από 16 χρόνια κι αυτό από μόνο του συνιστά επιτυχία. Εδώ και αμέτρητες διοργανώσεις είχαμε κουραστεί να ανοίγουμε τα μαύρα κουτιά αναζητώντας τους λόγους που η διαδρομή μας σταματούσε πριν την τετράδα. Κι όχι, δεν επρόκειτο για κάποια κατάρα, ούτε και φέτος κάναμε κανέναν εξορκισμό. Η ελληνική ομάδα πέτυχε για συγκεκριμένους αγωνιστικούς λόγους. Και κάποιους εξωαγωνιστικούς.

Ο Γιάννης «φτιάχνει» την ομάδα και η ομάδα τον Γιάννη


Ο κυριότερος αγωνιστικός λόγος της επιτυχίας αφορά στην πλαισίωση και τη χρησιμοποίηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη διοργάνωση στην οποία συμμετείχε, ο mega star της ομάδας δεν συμπληρώθηκε απαραίτητα από τους πιο ταλαντούχους διαθέσιμους παίκτες, αλλά από τους πιο συμβατούς. Σε πρότερες διοργανώσεις, ο Greek Freak (παραδόξως κι όχι με ευθύνη δική του) έβγαζε στην επιφάνεια τις αδυναμίες της υπόλοιπης στελέχωσης (κυρίως στο μακρινό σουτ) και-αντιστρόφως-το supporting cast έκανε-επίσης χωρίς να φταίει, αφού δεν μπορείς να περιμένεις από Καλάθη και Γουόκαπ, λόγου χάρη, να εκτελούν με +40% στα τρίποντα) πιο φανερή τη δυσκολία του άσου των Μπακς απέναντι σε οχυρωμένους αντιπάλους.



Φέτος, οι όροι έχουν αντιστραφεί. Ο Βασίλης Σπανούλης επέλεξε το ρόστερ που θα έκανε τη ζωή του Γιάννη Αντετοκούνμπο πιο εύκολη, αλλά και με το οποίο ο ίδιος θα εξυπηρετούσε καλύτερα την ομάδα. Πλέον οι υπόλοιποι παίκτες φροντίζουν-με την ικανότητά τους στο σουτ, τα κοψίματά τους και άλλα στοιχεία-να βγάζουν στο 100% τα τεράστια «όπλα» του Γιάννη. Αλλά κι εκείνος με την πληθωρική παρουσία του απλοποιεί το παιχνίδι για τους υπόλοιπους τραβώντας όση προσοχή χρειάζεται από τους αντιπάλους, για να δοθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις στους συμπαίκτες του. Ο Γιάννης αναδεικνύει τα καλά στοιχεία των συμπαικτών του και το αντίστροφο, δηλαδή, ενώ μέχρι πρότινος περισσότερο αμφότεροι εξέθεταν τις αδυναμίες τους. Το ρόστερ, δε, θα ήταν ακόμη πιο ισχυρό αν δεν υπήρχαν οι απουσίες Ρογκαβόπουλου και Παπαγιάννη. Σκεφτείτε πόσο ακόμη καλύτερη θα ήταν η ελληνική ομάδα με δύο παίκτες τέτοιου μεγέθους και τέτοιας ικανότητας στο σουτ.

Ομάδα σε αποστολή


Φυσικά δεν εξηγούνται όλα με όσα λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί (που έλεγε και ο Μητροπάνος στη «Ρόζα»). Ένας υποτιμημένος λόγος για την επιτυχία αυτής της ομάδας είναι τα στεγανά της. Ο Βασίλης Σπανούλης, με την πολύτιμη βοήθεια του Νίκου Ζήση και του Δήμου Ντικούδη, τριών ανθρώπων που τεχνογνωσία για το πώς μπορείς να φτάσεις στην κορυφή, φρόντισαν να κρατήσουν την ομάδα σε... αποστολή. Μακριά από έξωθεν «θορύβους», μακριά από την τοξικότητα που ψάχνει πάντα έστω και μια χαραμάδα για να «δηλητηριάσει» κάθε υγιή προσπάθεια και απόλυτα προσηλωμένη στο στόχο της. Ακόμη και μετά τη μεγάλη πρόκριση στα ημιτελικά, το μήνυμα ήταν σαφές πως η αποστολή δεν τελείωσε. Ναι, ανασάναμε βαθιά, αποτινάξαμε την πίεση, αλλά δεν υπάρχει κανένα αίσθημα ολοκλήρωσης. Μόνο ακόμη μεγαλύτερη πείνα.



Θέλει και τύχη


Δεν είναι σωστό, πάντως, να απαξιώνουμε κάθε προσπάθεια που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια. Θα ήταν άδικο, γιατί πολλοί θυσίασαν το κορμί και τα καλοκαίρια τους για το εθνόσημο και δεν πρέπει να κρίνονται μόνο εκ του αποτελέσματος, αλλά τουλάχιστον να εκτιμάται η προσπάθειά τους. Η Εθνική ομάδα σε αυτά τα 14 χρόνια ανομβρίας μέχρι το περσινό καλοκαίρι που είχε πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες και πορεία ως τα προημιτελικά, παρουσίασε και καλές ομάδες. Όχι τέλειες, αλλά που ίσως θα άξιζαν κάτι καλύτερο, όπως λόγου χάρη αυτή του 2015 ή του 2022. Εκεί, ωστόσο, έλειψε και η τύχη, που πάντα χρειάζεται. Κακά τα ψέματα, η ελληνική ομάδα φέτος την έφτιαξε μόνη της και την είχε στο πλευρό της παίζοντας προημιτελικό με την-του χεριού της-Λιθουανία που είχε χάσει στο μεσοδιάστημα τον Γιοκουμπάιτις. Το 2015 και το 2022 η-θυμίζουμε πρώτη και τότε στους ομίλους και μάλιστα αήττητη-Ελλάδα είχε αντίστοιχα συναπάντημα στα προημιτελικά με τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ισπανία και την γηπεδούχο (κι έναν χρόνο μετά παγκόσμια πρωταθλήτρια) Γερμανία.

Το πιο μεγάλο αλλά ουχί ανυπέρβλητο εμπόδιο στον ημιτελικό


Ο ημιτελικός της Παρασκευής είναι μια σπουδαία ευκαιρία για την Εθνική ομάδα. Όχι, ασφαλώς, επειδή ο αντίπαλος είναι κανένας τυχαίος. Η Τουρκία είναι με διαφορά η καλύτερη αντίπαλος που είχε ως τώρα στο τουρνουά. Κανένας που βρέθηκε στο δρόμο μας μέχρι τώρα δεν είχε σούπερ σταρ επιπέδου Σενγκούν, δεύτερα βιολιά τύπου Λάρκιν και Όσμαν, ούτε καν ρολίστες σαν τους Οσμάνι, Σιπάχι, Χαζέρ και Μπόνα. Ούτε, βέβαια, έναν τόσο πανούργο-αγωνιστικά και σε επίπεδο mind games-προπονητή όσο ο Αταμάν.



Όμως δεν είναι ανίκητη η Τουρκία, κι ας έχει φτάσει αήττητη ως εδώ. Ο σπουδαίος «Άλπι» θέλει ακόμη να φάει αρκετά κεμπάπ για να φτάσει στο βεληνεκές του Αντετοκούνμπο, αλλά και οι υπόλοιποι δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από τον αντίπαλο. Γίνεται, λοιπόν! Αλλά δεν θα απαιτηθεί τίποτα λιγότερο από το καλύτερο δυνατό πρόσωπο της ομάδας για να τα καταφέρουμε. Η Εθνική αυτή σού εμπνέει εμπιστοσύνη. Όχι πως σώνει και καλά θα κερδίσει, αλλά πως θα κάνει το παν γι’ αυτό.

ΥΓ: Πρόκριση στο Final 4 και βραβείο του κόουτς της χρονιάς στο BCL, δύο τρίτες θέσεις στο ελληνικό πρωτάθλημα και πρώτη φορά στην ιστορία της ομάδας σε τελικό Κυπέλλου με το Περιστέρι, τελικό Ευρωλίγκας και τελικούς πρωταθλήματος με Μονακό, πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες και πρόκριση στα προημιτελικά στο Παρίσι, πρόκριση στα ημιτελικά του Ευρωμπάσκετ μετά από 16 χρόνια: Τα επιτεύγματα του Βασίλη Σπανούλη στα μόλις τρία χρόνια του ως προπονητής. Σύντομα και οι κούπες…

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube